Η προσέγγιση μεταξύ Ρωσίας και Κίνας, έπειτα από τη στιβαρή αντιμετώπιση και των δύο από την προεδρία Μπάιντεν αποτέλεσε ένα σημαντικό φόβο για την Ουάσιγκτον, ιδιαίτερα έπειτα από την εισβολή στην Ουκρανία. Η πρώτη συνάντηση του Κινέζου και του Ρώσου προέδρου από τότε δείχνει κάτι διαφορετικό, ενώ αρκετοί παίχτες του διεθνούς συστήματος, όπως η Τουρκία του Ερντογάν, διεκδικούν το δικό τους μερίδιο από τις νέες εξελίξεις.
Η σταθερή και ενισχυμένη υποστήριξη των Ηνωμένων Πολιτειών προς την Ουκρανία, με την ταυτόχρονη δυναμική εγγύηση ασφάλειας στην Ταϊβάν απέναντι στον κινέζικο επεκτατισμό θεωρήθηκε πως θα ενδυνάμωνε τον άξονα μεταξύ Κίνας και Ρωσίας. Υπήρχε ο κίνδυνος δηλαδή πως το πάντοτε επίκαιρο ρητό πως ο εχθρός του εχθρού μου είναι φίλος μου θα εφαρμοζόταν, φέρνοντας πιο κοντά Πεκίνο και Μόσχα. Από τη συνάντηση ωστόσο των δύο στη Σαμαρκάνδη φάνηκε πως δεν πρόκειται για μια τόσο απλή εξίσωση.
Οι δηλώσεις του Βλαντιμίρ Πούτιν έδειξαν πως ουσιαστικά η Κίνα ανησυχεί για τις επιπτώσεις της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία. Αυτό φαίνεται άλλωστε κι από τις τελευταίες κινήσεις του κομμουνιστικού καθεστώτος της Κίνας. Παρά την ευμενή αντιμετώπιση της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανίας, το Πεκίνο έχει αποφύγει να παράσχει στρατιωτική βοήθεια στη Ρωσία και διατηρεί φαινομενικά την ουδετερότητα, δίχως να παραβιάζει εμφανώς τις κυρώσεις της Δύσης.
Η Ρωσία κάνει πολύ περισσότερο «θόρυβο» στις διεθνείς σχέσεις με τον τυχοδιωκτισμό του Πούτιν, από ό,τι θα επιθυμούσε η Κίνα. Τη στιγμή που το κομμουνιστικό καθεστώς αυξάνει προσεκτικά και σταθερά την οικονομική ισχύ του, δεν επιθυμεί να αναπτύσσει εχθρικές σχέσεις με τις άλλες δυνάμεις, όπως το ωθεί η Μόσχα.
Οι λειτουργικές σχέσεις του με τα κράτη της Ευρώπης δείχνουν τη μεσομακροπρόθεσμη προσέγγιση του Πεκίνου, οι οποίες είναι απαραίτητες για την οικονομική του επέκταση. Το αντίθετο δηλαδή από τη ρήξη στην οποία έχει σχεδόν φτάσει το Κρεμλίνο, μετά από τις ρωσικές στρατιωτικές επιχειρήσεις στην Ουκρανία, που θυμίζε προηγούμενους αιώνες.
Προς το παρόν, η σινορωσική σχέση θα διατηρήσει τη δυναμική της, αλλά είναι σαφές πως έχει τα όρια της. Η Κίνα ακόμα θέλει να κρατήσει τη σχέση της με τη Ρωσία, καθώς αποκομίζει διάφορα οφέλη, με το πλέον εμφανές ότι μπορεί να προμηθεύεται πετρέλαιο και φυσικό αέριο με σημαντική έκπτωση. Ωστόσο, δεν είναι πρόθυμη να την ακολουθήσει σε κάθε λάθος της και πολύ περισσότερο να την αφήσει εκείνη να ορίζει τον βηματισμό της.
Όσο κι αν η Κίνα αναπτύσσεται με γοργούς ρυθμούς, με την οικονομία της να έχει φτάσει στο νούμερο 2 παγκοσμίως, είναι εξαιρετικά αμφίβολο εάν θα μπορέσει ποτέ να ανέβει στο επίπεδο των Ηνωμένων Πολιτειών, πολλώ δε μάλλον να την ξεπεράσει. Το μοντέλο των BRICS σε οικονομικό επίπεδο ή του Οργανισμού του Συμφώνου της Σαγκάης σε θέματα ασφάλειας δείχνουν πως υπάρχει σαφές ταβάνι στα εναλλακτικά σχήματα περιφερειακής τάξης που προωθεί το Πεκίνο.
Το κάθε κράτος που θέλει να ενταχθεί στις εναλλακτικές προσπάθειες του δυτικού μοντέλου θέλει να προωθήσει τις δικές του στοχεύσεις. Όπως κάνει πλέον τελευταία η Τουρκία, η οποία επιθυμεί να εμπλακεί στο σχήμα, με τον Ταγίπ Ερντογάν να εξασφαλίζει πρόσκληση του Προέδρου του Ουζμπεκιστάν Σαβκάτ Μιρζιγιόγιεφ προκειμένου να συμμετάσχει κι εκείνος στη Σύνοδο Κορυφής του Οργανισμού Συνεργασίας της Σαγκάης. Η παρουσία του στη Σαμαρκάνδη δείχνει πως η Τουρκία έχει το βλέμμα της στραμμένο και στην Κεντρική Ασία.
Ο Ταγίπ Ερντογάν θέλει να διατηρήσει το δικό του διακριτό ρόλο διεθνώς, όπως έδειξε και στη χώρα που έχει ταυτιστεί με τον Τουρκομογγόλο κατακτητή Ταμερλάνο. Ο Τούρκος πρόεδρος εκμεταλλεύτηκε το βήμα του Οργανισμού της Σαγκάης για την αναπαραγωγή της προπαγάνδας του περί τρομοκρατίας, την οποία χρησιμοποιεί για την καταπίεση των αντιπάλων του και όχι μόνο στο εσωτερικό της Τουρκίας, αλλά και για τις διαρκείς επιθέσεις του στους Κούρδους.
Ο Ερντογάν ήθελε να στείλει το μήνυμα στο Πεκίνο πως η συμφωνία με τα σιτηρά της Ουκρανίας έχει τη δική του υπογραφή, δεδομένης της ανάγκης της Κίνας για τρόφιμα και να το αξιοποιήσει ως σημάδι της παγκόσμιας - στο τουρκικό φαντασιακό - επιρροής της. Ο Τούρκος πρόεδρος είχε ως σκοπό να αναδείξει τη συμβολή της Τουρκίας στην επισιτιστική κρίση που ουσιαστικά προκλήθηκε από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και να σηματοδοτήσει πως η Κεντρική Ασία και ο περίγυρος της αποτελούν περιοχή ενδιαφέροντος του.