Το Παρίσι δεν κρύβει την οργή του, οι ΗΠΑ προσπαθούν να «χρυσώσουν το χάπι», ενώ ο υπόλοιπος πλανήτης κρατάει την ανάσα του, καθώς αντιλαμβάνεται ότι βρισκόμαστε μπροστά σε ένα νέο «ψυχρό πόλεμο» με τη Κίνα. Τα όσα συμβαίνουν τις τελευταίες ημέρες δεν είναι παρά τα πρώτα επεισόδια μιας νέας εποχής, με διεθνείς ισορροπίες να κλυδωνίζονται και τη δημιουργία ενός οιονεί ΝΑΤΟ στην περιοχή Ινδικού- Ειρηνικού.
Σε αυτό το νέο «ψυχρό πόλεμο», η πιο σκληρή μάχη θα είναι αυτή των υποβρυχίων, με τα ξένα μέσα να καταγράφουν τις μέχρι τώρα δυνάμεις. Η Κίνα μαζί με τη Βόρεια Κορέα έχουν την υπεροπλία με αθροιστικά 149 υποβρύχια, έπονται οι ΗΠΑ με 69, ενώ τα άλλα μέλη της AUKUS διαθέτουν, από 10 η Βρετανία και από 10 η Αυστραλία.
Στο διπλωματικό επίπεδο, η Ουάσινγκτον προσπαθεί να «καλοπιάσει» το Παρίσι, με το Στέιτ Ντιπάρτμεντ σε ανακοίνωσή του να μιλά για «σύμμαχο ζωτικής σημασίας» προσπαθώντας να κρατήσει ανοιχτές τις γέφυρες επικοινωνίας μετά την ανάκληση των Γάλλων πρεσβευτών από ΗΠΑ και Αυστραλία. Στόχος να ηρεμήσουν τα πνεύματα, με τις ΗΠΑ να θυμίζουν τη διαχρονική διμερή τους σχέση και με τη γενική συνέλευση του ΟΗΕ στην Νέα Υόρκη, την επόμενη εβδομάδα, να αποτελεί μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για επαναπροσέγγιση των δυο μερών. «Η Γαλλία είναι εταίρος ζωτικής σημασίας και ο παλαιότερος σύμμαχός μας» ανέφεραν αμερικανικές πηγές, τονίζοντας ότι αποδίδουν μέγιστη αξία στη διμερείς σχέσεις.
Σε κάθε όμως περίπτωση καθίσταται πασιφανές ότι το δόγμα Τραμπ «America First» αφορά μια στρατηγική πολιτική προσέγγιση των ΗΠΑ, ενώ μετά το «άδειασμα» των Γάλλων αποδεικνύει και τις βαθιές ρηγματώσεις στο κάποτε αραγΈς μέτωπο της Δύσης.
Ο εμπορικός πόλεμος
Και αυτό που κάποτε ξεκίνησε ως ένα εμπορικός πόλεμος κατά των αδιαφανών οικονομικών πρακτικών της Κίνας, εξελίσσεται σε ένα «ψυχρό πόλεμο» που προωθείται από διαφορετικές ιδεολογίες. Ορόσημο για την επιδείνωση των σινο-αμερικανικών σχέσεων ήταν το 2018, όταν ο τότε πρόεδρος Τραμπ ανακοίνωσε την επιβολή δασμών 25% σε εισαγόμενα κινεζικά αγαθά, αξίας 200 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Δασμοί τους οποίους ακολούθησαν περιορισμοί στην δυνατότητα κινεζικών εταιρειών να αποκτήσουν πρόσβαση σε υψηλής τεχνολογίας αμερικανικά προϊόντα, όσο και σε ξένες επενδύσεις, με τις ΗΠΑ να ανησυχούν για την εθνική τους ασφάλεια και έπειτα από καταγγελίες για αθέμιτες κινεζικές εμπορικές πρακτικές.
Αρκετοί υποστηρίζουν ότι το αρχικό λάθος της κυβέρνησης Τραμπ στην έναρξη του εμπορικού πολέμου ήταν να υποθέσει ότι υπεύθυνη για τα εμπορικά ελλείμματα των ΗΠΑ - που διευρύνονται όταν μια χώρα εισάγει περισσότερα από όσα εξάγει - ήταν η Κίνα. Τα εμπορικά ελλείμματα ασφαλώς και δεν είναι θετικός δείκτης για την εικόνα μιας οικονομίας, ωστόσο σε μεγάλο βαθμό η κατάσταση στο αμερικανικό εμπορικό ισοζύγιο συνδέεται σε μεγάλο βαθμό με τα αυξανόμενα ελλείμματα του ομοσπονδιακού προϋπολογισμού των ΗΠΑ. Σημειωτέον ότι τρία χρόνια μετά την έναρξη επιβολής δασμών από τις ΗΠΑ στην Κίνα, το μεταξύ τους διμερές εμπόριο έχει πλέον ανακάμψει στα υψηλότερα επίπεδα, το εμπορικό πλεόνασμα της Κίνας έχει αυξηθεί και το έλλειμμα των ΗΠΑ έχει επιδεινωθεί.
Παρά τις εκκλήσεις από την αμερικανική επιχειρηματική κοινότητα για χαλάρωση της έντασης, ο πρόεδρος Μπάιντεν βαδίζει στα χνάρια του προκατόχου του, ενισχύει τις πολιτικές του, καθώς και τις αντι-κινεζικές συμμαχίες, εφαρμόζοντας πρόσθετες κυρώσεις. Και χαρακτηρίζει τη σύγκρουση ΗΠΑ-Κίνας ως μια «μάχη ανάμεσα στην χρησιμότητα των δημοκρατιών του 21ο αιώνα και των αυτοκρατοριών».
Φωνές τόσο στην μια, όσο και στην άλλη πλευρά, δεν παύουν να υποστηρίζουν ότι το μέχρι σήμερα αποτέλεσμα του εμπορικού πολέμου είναι επιζήμιο για αμφότερους και οι περιορισμοί είναι αντιπαραγωγικοί, δεδομένων των αρνητικών μακροπρόθεσμων οικονομικών συνεπειών. Εντούτοις, τίποτα δεν δείχνει ότι ο Μπάιντεν είναι πιθανό να αλλάξει πορεία.