Διευρύνεται το υπερσυντηρητικό αποτύπωμα που αφήνει η -διαμορφωθείσα επί προεδρίας Τραμπ- σύνθεση του Ανώτατου Δικαστηρίου των Ηνωμένων Πολιτειών, με σειρά αποφάσεων που ανατρέπουν νομολογίες δεκαετιών και κατοχυρωμένα δικαιώματα σε μία Αμερική όπου η φιλελεύθερη Δημοκρατία «ταλαντεύεται», και η προεδρική κάλπη του 2024 αποκτά μεγαλύτερη σημασία από ποτέ για την «ταυτότητα» και το μέλλον της.
Μέσα σε 370 ημέρες έχουν εκπληρωθεί δύο «μακραίωνοι» στόχοι του συντηρητικού πολιτικού και νομικού κατεστημένου. Η αρχή έγινε τον Ιούνιο του 2022 με τη στέρηση του κατοχυρωμένου από το 1973 ομοσπονδιακού δικαιώματος στην άμβλωση για να ακολουθήσει προ ημερών η άρση ενός εκ των βασικών κεκτημένων του αγώνα για τα πολιτικά δικαιώματα των Αφροαμερικανών, ισπανόφωνων και αυτοχθόνων Αμερικανών που ανάγεται στη δεκαετία του '60 και τα σχετικά διατάγματα των Κένεντι και Τζόνσον, τα οποία αρχίζουν αλλά δεν τελειώνουν με την τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Η λήξη της τρέχουσας περιόδου εργασιών του Ανώτατου Δικαστηρίου ήλθε να συμπληρωθεί με απόφαση-κόλαφο για τα δικαιώματα της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας που προσυπέγραψε η «γνωστή» πλειοψηφία 6-3 στο σύνολο των εννέα ισόβιων δικαστών. Πρόκειται για τη συντηρητική πλειοψηφία που φέρει τη «σφραγίδα» του Ντόναλντ Τραμπ και συγκροτήθηκε με το διορισμό επί των ημερών του των Νιλ Γκόρσατς, Μπρετ Κάβανο και Έιμι Κόνεϊ Μπάρετ. Η ίδια πλειοψηφία απέρριψε, επίσης, την περασμένη εβδομάδα το σχέδιο της κυβέρνησης Μπάιντεν για τη διαγραφή μέρους του κολοσσιαίου φοιτητικού χρέους, ζήτημα που «αγγίζει» περί τα 40 εκατομμύρια Αμερικανών.
Η συντηρητική πτέρυγα και ο ίδιος ο Ντόλαντ Τραμπ επιχαίρουν για τις αποφάσεις του Ανώτατου Δικαστηρίου. Στον αντίποδα, τον κώδωνα του κινδύνου για το πού οδεύουν οι Ηνωμένες Πολιτείες κρούουν οι ίδιοι οι τρεις μειοψηφούντες φιλελεύθεροι δικαστές του Ανώτατου Δικαστηρίου, ενώ οι δημοσκοπήσεις καταδεικνύουν ότι η εμπιστοσύνη των Αμερικανών στον ανώτατο δικαστικό θεσμό έχει βυθιστεί σε ιστορικό χαμηλό 50ετίας, και οι τελευταίες γνωμοδοτήσεις βρίσκουν αντίθετη την πλειονότητα της κοινής γνώμης.
Σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, δεδομένης της βαρύτητας των αποφάσεων, το Ανώτατο Δικαστήριο έχει κινηθεί προς ριζική αναμόρφωση του πλαισίου που διέπει επί δεκαετίες σημαντικές εκφάνσεις της δημόσιας ζωής, ελευθεριών και ανθρωπίνων δικαιωμάτων από την αναπαραγωγική υγεία έως τις λεγόμενες πολιτικές «θετικών διακρίσεων» στην τριτοβάθμια εκπαίδευση -που το άκουσμά τους ηχεί ως οξύμωρο, αλλά είχαν έλθει ακριβώς ως βήμα αποκατάστασης αιώνων θεσμοθετημένης φυλετικής ανισότητας και διακρίσεων, και σαφώς αποτελούν ιδιαιτερότητα των ΗΠΑ και της Ιστορίας τους.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες γυρνούν ταυτόχρονα «πίσω» όσον αφορά τα δικαιώματα των ομόφυλων ζευγαριών και την εξάλειψη των διακρίσεων και του σεβασμού των σεξουαλικών προτιμήσεων.
Οι αποφάσεις των δικαστών δύνανται να έχουν επιπτώσεις πολύ ευρύτερες για την αμερικανική κοινωνία από το στενό πλαίσιο των υποθέσεων επί των οποίων κλήθηκαν να γνωμοδοτήσουν. Στην περίπτωση των «θετικών διακρίσεων», ενώπιον του Ανώτατου Δικαστηρίου ήλθαν οι υποθέσεις «Students for Fair Admissions v. Harvard University» και «Students for Fair Admissions (SFFA) v. University of North Carolina». Αμφότερες εδράζονται σε ενστάσεις για «αδικίες» σε βάρος λευκών και ασιατικής καταγωγής αιτούντων για φοίτηση στο Χάρβαρντ και το Πανεπιστήμιο της Βόρειας Καρολίνας (το αρχαιότερο ιδιωτικό και δημόσιο πανεπιστημιακό ίδρυμα στις ΗΠΑ, αντίστοιχα).
Στο «σκαμνί» βρέθηκε ο νόμος που δίνει στα πανεπιστημιακά ιδρύματα την ελευθερία προς διασφάλιση της διαφορετικότητας και της ποικιλομορφίας να λαμβάνουν υπόψη και την εθνοτική καταγωγή υποψηφίων -όχι ως τον καθοριστικό, αλλά μεταξύ πολλών παραγόντων, και εφόσον φυσικά οι υποψήφιοι πληρούν όλα τα υπόλοιπα κριτήρια και προσόντα.
Συντηρητικοί νομικοί κύκλοι υποστήριξαν ότι κατ' αυτό τον τρόπο πλήττονται τα δικαιώματα άλλων και «καλύτερων» (διαμάχη που μαίνεται επί μακρόν μεταξύ συντηρητικών και προοδευτικών) και τελικά εξασφάλισαν τους «τίτλους τέλους» στις πολιτικές «θετικών διακρίσεων», τις οποίες η συντηρητική πλευρά ανέκαθεν απέδιδε σε έναν «αντίστροφο ρατσισμό». Με τα χρόνια το ζήτημα έχει πολώσει ακόμη περισσότερο τις ΗΠΑ, με μεγαλύτερα τμήματα της κοινωνίας να θεωρούν ότι το κράτος πρέπει να προστατεύει τους ασθενέστερους και όσους ανήκουν σε συγκεκριμένες ομάδες αλλά δεν μπορεί να επιβάλει ειδικές «ευνοϊκές» ρυθμίσεις.
Εντούτοις, ο νόμος έχει σταθερά αποτελέσει αντικείμενο παρερμηνειών που τον εμφανίζουν να επιτρέπει την εισαγωγή υποψήφιων που δεν πληρούν τα απαιτούμενα κριτήρια σε βάρος φοιτητών που τα πληρούν. Και δεν πρόκειται περί αυτού. Μόνο εφόσον πληρούνται όλα τα κριτήρια, περιλαμβανομένης της απόδοσης στις εξετάσεις, τα ιδρύματα μπορούν να συνυπολογίσουν και άλλους παράγοντες, όπως η φυλή, για να καταλήξουν στην τελική λίστα μεταξύ της «δεξαμενής» όλων των κατάλληλων υποψηφίων, με γνώμονα και την πολυσυλλεκτικότητα και για να «ανοίγουν» ευκαιρίες για κάθε Αμερικανό.
«Αυτό δεν είναι ένα φυσιολογικό δικαστήριο» δήλωσε «ωμά» ο Αμερικανός πρόεδρος, Τζο Μπάιντεν, αποαφηνίζοντας τα παραπάνω, και εκφράζοντας βαθιά απογοήτευση για την απόφαση που επί της ουσίας επηρεάζει κάθε ίδρυμα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στις ΗΠΑ, με πιθανές προεκτάσεις και στους εργασιακούς χώρους. Κάλεσε τα ίδια τα πανεπιστήμια να μην «εγκαταλείψουν» το στόχο τους σε ό,τι αφορά τη διαφορετικότητα, δεσμευόμενος παράλληλα ότι η κυβέρνηση θα καταβάλλει κάθε προσπάθεια για να ανατρέψει στην πράξη την απόφαση που «αποκλίνει από δεδικασμένο δεκαετιών». «Είναι μία μεγάλη ημέρα για την Αμερική» σχολίαζε την ίδια στιγμή ο Ντόναλντ Τραμπ μιλώντας περί αποκατάστασης της αρχής της αξιοκρατίας.
Συντηρητικές πλευρές επιχαίρουν την ίδια στιγμή για το πλήγμα στα δικαιώματα της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας με την απόφαση που «προσπέρασε» νόμους για την προστασία κατά των διακρίσεων, κρίνοντας ότι το συνταγματικό δικαίωμα των Αμερικανών στην ελευθερία του λόγου επιτρέπει σε επιχειρήσεις και ελεύθερους επαγγελματίες να αρνούνται να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους σε ομόφυλα ζευγάρια και μέλη της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας. Στην προκειμένη περίπτωση, ενάγουσα ήταν μία σχεδιάστρια ιστοσελίδων που επικαλέστηκε την ευαγγελική χριστιανική πίστη της για να προσφύγει κατά της νομοθεσίας της πολιτείας του Κολοράντο που απαγορεύει τις διακρίσεις εις βάρος πελατών επιχειρήσεων λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού, φυλής ή θρησκείας.
«Βλέποντας» το ίδιο το Ανώτατο Δικαστήριο στο οποίο υπηρετούν να πολιτικοποιείται, οι τρεις φιλελεύθεροι δικαστές του, προεξάρχουσας της Σόνια Σοτομαγιόρ, μιλούν ανοιχτά: «Το Δικαστήριο, για πρώτη φορά στην ιστορία του δίνει σε μία επιχείρηση το συνταγματικό δικαίωμα να αρνείται να εξυπηρετήσει μέλη μίας προστατευόμενης κοινωνικής τάξης. Η άμεση και συμβολική συνέπεια της απόφασης είναι να χαρακτηριστούν οι ομοφυλόφιλοι πολίτες δεύτερης κατηγορίας», αναφέρει η Σοτομαγιόρ. Στην Αμερική «ουδείς πρέπει να είναι θύμα διακρίσεων εξαιτίας του ποιος είναι ή ποιον αγαπά» αναφέρθηκε σε ανακοίνωση του Λευκού Οίκου, ενόσω νομικοί και οργανώσεις προάσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων προειδοποιούσαν για επικίνδυνες αλυσιδωτές αντιδράσεις.
Για έναν «πολιτισμικό πόλεμο» που διχάζει τις Ηνωμένες Πολιτείες, με «πρωταγωνιστές» συντηρητικούς δικαστές, κάνει λόγο ο Καρλ Τομπίας, καθηγητής Νομικής στο Πανεπιστήμιο του Ρίτσμοντ. Υπό το φως των εξελίξεων επανέρχονται την ίδια στιγμή στο προσκήνιο οι «φωνές» για τη μεταρρύθμιση του Ανώτατου Δικαστηρίου, με κεντρική εισήγηση τη διεύρυνση των μελών του από 9 σε 13 δικαστές ως μέσο επαναφοράς της ισορροπίας. Θα απαιτούνταν, εντούτοις, η σύμφωνη γνώμη των δύο Σωμάτων του Κογκρέσου, και τη Βουλή των Αντιπροσώπων ελέγχουν οι Ρεπουμπλικανοί που δεν συναινούν σε οποιαδήποτε αλλαγή.
Ο υποψήφιος για το ρεπουμπλικανικό χρίσμα, Ρον Ντε Σάντις, έχει αντίθετα προτάξει το Ανώτατο Δικαστήριο ως «επιχείρημα» γιατί οι Ρεπουμπλικανοί πρέπει να επιλέξουν τον ίδιο αντί τον Τραμπ, λέγοντας ότι εκείνος θα «ισχυροποιήσει» ακόμη περισσότερο τη συντηρητική πλειοψηφία, δεδομένου ότι θα μπορούσε να έχει μπροστά του δύο προεδρικές θητείες. «Θα έχουμε μία συντηρητική πλειοψηφία 7-2 στο Ανώτατο Δικαστήριο που θα κρατούσε για ένα τέταρτο του αιώνα», λέει.
Την κρίση «νομιμοποίησης» που διέρχεται το Ανώτατο Δικαστήριο έχουν βαθύνει και οι πρόσφατες αναφορές που προκάλεσαν πολιτικό «σεισμό» περί πληρωμένων μετακινήσεων με ιδιωτικά τζετ, πολυτελή ταξίδια και δώρα με «παραλήπτες» τους συντηρητικούς δικαστές Κλάρενς Τόμας, Σάμιουελ Αλίτο και Νιλ Γκόρσουκ και «αποστολείς» δισεκατομμυριούχους Ρεπουμπλικανούς δωρητές.
«Το δικαστικό σύστημα έχει αποστασιοποιηθεί τόσο πολύ από την αμερικανική κοινή γνώμη και τις επιθυμίες της, και σίγουρα την κατανόησή μας για το Σύνταγμα, που κινδυνεύει να βλάψει σημαντικά τη Δημοκρατία», είναι η δήλωση-προειδοποίηση της Κάρολιν Φρέντρικσον, καθηγήτριας Νομικής στο Πανεπιστήμιο Τζόρτζταουν. Το δικαίωμα στην άμβλωση υποστηρίζει το 61% των Αμερικανών και τη διατήρηση των πολιτικών «θετικών διακρίσεων» το 63%, βάσει των πλέον πρόσφατων δημοσκοπήσεων.
Το ισχυρότερο στίγμα ως προς τις πολιτικές «θετικών διακρίσεων» δίνει η ίδια η δικαστής του Ανώτατου Δικαστηρίου Σόνια Σοτομαγιόρ. «Το Δικαστήριο γυρίζει 'πίσω' δεκαετίες δεδικασμένων και σημαντικής προόδου» δήλωσε η ανώτατη δικαστής, μιλώντας ουσιαστικά για εκούσια τύφλωση μπροστά σε μία «ενδημικά διαιρεμένη κοινωνία, όπου η φυλή είχε και θα έχει πάντα σημασία». Η απόφαση, ανέφερε, «ανατρέπει τη συνταγματική εγγύηση της ίσης προστασίας ενισχύοντας περαιτέρω τη φυλετική ανισότητα στην εκπαίδευση, το ίδιο το θεμέλιο της δημοκρατικής μας κυβέρνησης και της πλουραλιστικής κοινωνίας».
Ο «σεισμός» με τις τελευταίες αποφάσεις ήλθε με τη λήξη των εργασιών του Ανώτατου Δικαστηρίου για την τρέχουσα περίοδο, το οποίο σε άλλα ζητήματα εντός του έτους «ευθυγραμμίστηκε» περισσότερο με την πλειονότητα των Αμερικανών, χάρη στις προσπάθειες που αποδίδονται στον συντηρητικό ανώτατο δικαστή Τζον Ρόμπερτς. Όσον αφορά τις καίριες υποθέσεις για τα δικαιώματα ψήφου και την προστασία των ιθαγενών Αμερικανών, ο δικαστής ακολούθησε μία μέση οδό προς ανακούφιση προοδευτικών και φιλελεύθερων που περίμεναν τα χειρότερα…
Διαβάστε επίσης
Ανώτατο Δικαστήριο ΗΠΑ: Επικρίσεις για τη «δεξιά στροφή» του
Ανώτατο δικαστήριο ΗΠΑ: Καταργεί κατάκτηση κατά των φυλετικών διακρίσεων στα πανεπιστήμια
Ανώτατο δικαστήριο ΗΠΑ: Επιτρέπει σε επιχειρήσεις να μην προσφέρουν υπηρεσίες σε ομόφυλα ζευγάρια
ΗΠΑ: Παραμένει ο διχασμός ένα χρόνο μετά την απόφαση για τις αμβλώσεις
Ανώτατο Δικαστήριο ΗΠΑ: Ακύρωσε το μέτρο Μπάιντεν για διαγραφή μέρους του φοιτητικού χρέους