Μάχη μέχρις εσχάτων ετοιμάζεται να δώσει το νομικό επιτελείο του Ντόναλντ Τραμπ για την απόκρουση του κατηγορητηρίου των εισαγγελικών αρχών της Νέας Υόρκης, την ώρα που ο ίδιος ο 45ος προέδρος των Ηνωμένων Πολιτειών και νυν επικρατέστερος υποψήφιος για το ρεπουμπλικανικό χρίσμα εμμένει στην εμπρηστική ρητορική κατά πάντων, αψηφώντας την προειδοποίηση του δικαστή να μην καταφύγει σε σχόλια που θέτουν σε κίνδυνο το Κράτος Δικαίου και μπορεί να υποκινήσουν πολιτική αναταραχή.
Στη σκιά της πρωτοφανούς στα αμερικανικά πολιτικά χρονικά ποινικής δίωξης, η πορεία προς την προεδρική κάλπη του 2024 προδιαγράφεται ακόμη πιο ταραχώδης σε ένα έθνος ήδη βαθιά διχασμένο, με τον Ντόναλντ Τραμπ να δυναμιτίζει περαιτέρω το κλίμα χαρακτηρίζοντας τις εις βάρος του κατηγορίες «προσβολή στο έθνος» και μιλώντας για «μίσος» και «κόλαση»...
Το ιστορικό κατηγορητήριο της 4ης Απριλίου 2023, που φέρει την «υπογραφή» του εισαγγελέα του Μανχάταν Άλβιν Μπραγκ, κινείται σε περίπλοκη νομική βάση και κατά κάποιο τρόπο σε «αχαρτογράφητα νερά» στο σκέλος που αφορά στην αναβάθμιση των κατηγοριών από πλημμέλημα σε κακούργημα, γεγονός στο οποίο και θα επικεντρώσει η υπεράσπιση Τραμπ υποβάλλοντας ταυτόχρονα «βροχή» προσφυγών προς αποκλεισμό στοιχείων και μαρτυριών ως είθισται στις ποινικές υποθέσεις.
Νομικοί εμπειρογνώμονες στις Ηνωμένες Πολιτείες, που δεν ενέχονται στην υπόθεση, συγκλίνουν ότι η «δύναμη» του κατηγορητηρίου θα εξαρτηθεί πιθανότατα από περαιτέρω στοιχεία που δεν έχουν δημοσιοποιηθεί ακόμη. Η ίδια η εισαγγελία του Μανχάταν έχει αναφέρει ότι δεν έχει παρουσιάσει όλο το «οπλοστάσιο» των αποδείξεων που τέθηκαν ενώπιον του σώματος των ενόρκων, το οποίο άνοιξε το δρόμο στην πρώτη στα χρονικά ποινική δίωξη πρώην ή εν ενεργεία προέδρου των ΗΠΑ.
Ο Ντόναλντ Τραμπ βρίσκεται σήμερα αντιμέτωπος με 34 κατηγορίες κακουργηματικού χαρακτήρα που αφορούν στην παραποίηση επιχειρηματικών αρχείων προς απόκρυψη σειράς πληρωμών που έγιναν στην τελική ευθεία της προεκλογικής εκστρατείας του 2016 ώστε να αποσιωπηθούν τόσο η γνωστή υπόθεση της Στόρμι Ντάνιελς, όσο και άλλες δύο υποθέσεις που θα μπορούσαν να αποβούν επιζήμιες για τον ίδιο. Επί της ουσίας γίνεται λόγος για ευρύτερη συνωμοσία προς επηρεασμό της προεδρικής κάλπης του 2016 και απόπειρα παραβίασης πολιτειακών και ομοσπονδιακών νόμων.
«Ο κατηγορούμενος Ντόναλντ Τζ.Τραμπ παραποίησε επιχειρηματικά αρχεία της Νέας Υόρκης για να αποκρύψει παράνομη συνωμοσία για την υπονόμευση της ακεραιότητας των προεδρικών εκλογών του 2016», ανέφερε ο Κρις Κονρόι, εκ των εισαγγελέων του Μανχάταν, κατά τη διαδικασία απαγγελίας κατηγοριών σε βάρος του 76χρονου τέως προέδρου των ΗΠΑ.
Ενώπιον του δικαστηρίου, ο φανερά εξοργισμένος Ντόναλντ Τραμπ δήλωσε αθώος για να καταγγείλει στη συνέχεια στο γνώριμο εμπρηστικό τόνο, μετά την επιστροφή του στο Μαρ-α-Λάγκο της Φλόριντα, πως η δίωξη είναι πολιτικά υποκινούμενη και επιχειρείται παρέμβαση στην προεδρική αναμέτρηση του 2024, «Η χώρα έχει πάει στην κόλαση», δήλωσε βάζοντας στο στόχαστρο τον εισαγγελέα Μπραγκ και τον δικαστή της υπόθεσης Χουάν Μέρσαν.
Στον πυρήνα της υπόθεσης βρίσκεται η επίμαχη καταβολή ποσού ύψους 130.000 δολαρίων που έκανε ο Μαικλ Κόεν, τότε δικηγόρος του Ντόναλντ Τραμπ, στην Στόρμι Ντάνιελς τις τελευταίες ημέρες της προεκλογικής εκστρατείας του 2016 προκειμένου να μην μιλήσει για σεξουαλική επαφή που η ίδια αναφέρει πως είχε στο παρελθόν με τον προεδρικό υποψήφιο (Ο Τραμπ παγίως το αρνείται μιλώντας για εκβιασμό εκ μέρους της). O ίδιος ο Κόεν (καταδικασθείς για την υπόθεση) έχει δηλώσει ενώπιον της Δικαιοσύνης ότι η πληρωμή στην Ντάνιελς έγινε κατ’ εντολή Τραμπ, ο οποίος και επέστρεψε το ποσό στο δικηγόρο του όταν πια είχε περάσει τις πύλες του Λευκού Οίκου. Και εκεί ξεκίνησαν όλα...
Η εταιρεία του Ντόναλντ Τραμπ παρουσίασε στα εσωτερικά αρχεία της την επιστροφή του ποσού στον Μάικλ Κόεν ως «νομικά έξοδα» για να αποκρύψει, κατά το κατηγορητήριο, την πραγματική φύση των πληρωμών. Όμως, η κατηγορία της παραποίησης επιχειρηματικών αρχείων -η οποία βρίσκεται στην «καρδιά» της υπόθεσης- συνιστά πλημμέλημα, και η αναβάθμισή της σε κακούργημα συνεπάγεται ότι ο εισαγγελέας Άλβιν Μπραγκ οφείλει να αποδείξει ότι η πρόθεση του Ντόναλντ Τραμπ να εξαπατήσει τις αρχές ήταν για να διαπράξει ή να αποκρύψει δεύτερο έγκλημα. Και δεν είναι σαφές εάν ο κ. Μπραγκ έχει καταλήξει ήδη στις λεπτομέρειες αυτού του δεύτερου εγκλήματος, επισημαίνουν οι New York Times.
Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης Τύπου που παραχώρησε την Τρίτη, ο Άλβιν Μπραγκ αναφέρθηκε σε μία πιθανή σειρά «υποψήφιων» δεύτερων εγκλημάτων, με πιο εμφανή την παραβίαση πολιτειακού εκλογικού νόμου που απαγορεύει κάθε συνωμοσία για την προώθηση της «εκλογής ενός ατόμου σε δημόσιο αξίωμα με παράνομα μέσα». Αναφέρθηκε ταυτόχρονα και σε παραβίαση ομοσπονδιακής νομοθεσίας, συμπληρώνει το Politico, κάτι που αναμφισβήτητα θα «πολεμήσουν» με προδικαστικές προσφυγές οι συνήγοροι του Τραμπ. Εάν επιτύχουν, η ποινική υπόθεση κατά του Ντόναλντ Τραμπ δεν θα κλείσει μεν, αλλά θα αφορά πλέον σε 34 κατηγορίες πλημμεληματικού χαρακτήρα, γεγονός που θα συνιστούσε νίκη για τον υποψήφιο πρόεδρο σε νομικό, επικοινωνιακό και πολιτικό επίπεδο.
Σε ό,τι αφορά την ύπαρξη δεύτερου εγκλήματος προς στοιχειοθέτηση της αναβάθμισης των κατηγοριών σε κακούργημα, οι εισαγγελείς δεν χρειάζεται ούτε να απαγγείλουν επίσημα κατηγορία κατά του Ντόναλντ Τραμπ, ούτε να αποδείξουν ότι το διέπραξε. Πρέπει μόνο να δείξουν ότι υπήρχε πρόθεση εκ μέρους του κατηγορούμενου για την τέλεση ή την απόκρυψή του. Ωστόσο, οι εισαγγελείς δεν έχουν πει ακόμη με βεβαιότητα σε ποιο έγκλημα ή εγκλήματα σκοπεύουν να βασιστούν για την κλιμάκωση των κατηγοριών σε βαθμό κακουργήματος.
Το γραφείο του Άλβιν Μπραγκ έχει συνδέσει τον Ντόναλντ Τραμπ με τρεις χρηματικές συμφωνίες. Αν και το κατηγορητήριο περιλαμβάνει μόνο την πληρωμή για την εξαγορά της σιωπής της Στόρμι Ντάνιελς, στο επεξηγηματικό κείμενο που κατατέθηκε -και το οποίο αποτελεί μιας μορφής «οδικό χάρτη» για τα όσα μπορεί να αποκαλύψουν οι εισαγγελείς στη δίκη- γίνεται λεπτομερής αναφορά σε άλλες δύο πληρωμές στις οποίες ενέχεται το National Enquirer, το οποίο έχει μακροχρόνιους δεσμούς με τον Τραμπ.
Προκειμένου να «σκοτώσει» ιστορίες επιζήμιες για τον Τραμπ αγοράζοντας τα δικαιώματα δημοσίευσής τους, η American Media Inc, εταιρεία που εκδίδει την ταμπλόιντ National Enquirer, φέρεται να πλήρωσε 30.000 δολάρια σε έναν πρώην θυρωρό του Πύργου Τραμπ που υποστήριζε πως γνώριζε ότι ο τέως πρόεδρος είχε αποκτήσει παιδί εκτός γάμου (αργότερα διαπιστώθηκε ότι ο ισχυρισμός ήταν αναληθής), καθώς και το ποσό των 150.000 δολαρίων στην Κάρεν ΜακΝτούγκαλ, μοντέλο του Playboy, που σκόπευε εν μέσω της εκστρατείας του 2016 να δημοσιοποιήσει παλαιότερη σχέση της με τον Ντόναλντ Τραμπ.
Οι συμφωνίες υποδηλώνουν ότι η πληρωμή στην Στόρμι Ντάνιελς δεν ήταν μεμονωμένο περιστατικό, αλλά μάλλον μέρος μιας ευρύτερης στρατηγικής επηρεασμού των εκλογών.
Οι κατηγορίες με τις οποίες βρίσκεται σήμερα αντιμέτωπος ο Ντόναλντ Τραμπ επισύρουν μέγιστη ποινή φυλάκισης τεσσάρων ετών, αν και σπάνια επιβάλλεται μια τέτοια ποινή σε ανάλογες υποθέσεις και το πιθανότερο είναι μία καταδίκη -που στην περίπτωση Τραμπ δεν μπορεί να θεωρείται καθόλου βέβαιη- με αναστολή. Εάν υποβαθμιστούν οι κατηγορίες σε πλημμέλημα, η μέγιστη ποινή φυλάκισης μειώνεται στο ένα έτος για κάθε μία κατηγορία. Ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα μπορούσε επίσης να οδηγήσει σε καθυστέρηση της δίκης. Το νομικό επιτελείο Τραμπ καλείται να καταθέσει τις όποιες προσφυγές έως τις 8 Αυγούστου και η εισαγγελία του Μανχάταν θα πρέπει να έχει απαντήσει έως τις 19 Σεπτεμβρίου. Ο δικαστής Χουάν Μέρσαν θα αποφανθεί επί των προσφυγών στην επόμενη ακρόαση που έχει προγραμματιστεί για τις 4 Δεκεμβρίου.
Διαβάστε επίσης