Κι όμως, οι Καταλανοί ψήφισαν όχι στη ρήξη!

Κι όμως, οι Καταλανοί ψήφισαν όχι στη ρήξη!

Του Γιώργου Παυλόπουλου

Μας αρέσει δεν μας αρέσει, η κάλπη μίλησε στην Καταλονία. Και μάλιστα, με τρόπο που δύσκολα μπορεί να αμφισβητήσει κανείς: Η εκλογική διαδικασία υπήρξε απολύτως νόμιμη και δεν αμφισβητήθηκε από κανέναν, σε αντίθεση με το δημοψήφισμα της 1ης Οκτωβρίου, ενώ σε αυτήν συμμετείχε πάνω από το 82% των 5,5 και πλέον εκατομμυρίων εγγεγραμμένων πολιτών με δικαίωμα ψήφου. Έτσι, οι πάντες οφείλουν να λάβουν και να κατανοήσουν το μήνυμα που έστειλαν οι άμεσα ενδιαφερόμενοι με την ψήφο τους.

Ποιο είναι, όμως, αυτό το μήνυμα;

Όσο κι αν μοιάζει παράδοξο – και μοιάζει με βάση την πρώτη ανάγνωση των αποτελεσμάτων – είναι ότι οι περισσότεροι Καταλανοί δεν επιθυμούν να οδηγηθεί η ρήξη στα άκρα, με αποτέλεσμα το ρήγμα που έχει δημιουργηθεί να βαθύνει περισσότερο. Ότι θέλουν να υπάρξει μια περίοδος εκεχειρίας, ώστε να καταλαγιάσουν τα πάθη και οι πάντες να δουν την κατάσταση πιο ψύχραιμα. Ότι ζητούν να δοθεί μια ακόμη ευκαιρία στην ειρηνική και μέσω διαλόγου επίλυση του – απολύτως υπαρκτού – προβλήματος της σχέσης της Καταλονίας με την υπόλοιπη Ισπανία και του δικαιώματος του λαού της στην αυτοδιάθεση.

Γι'' αυτούς ακριβώς τους λόγους, εξάλλου, επέλεξαν κυρίως δυνάμεις που μπορούν να οδηγήσουν τις εξελίξεις προς μια τέτοια κατεύθυνση και αποδοκίμασαν τα λεγόμενα «άκρα». Από τη μία, τον Ραχόι και το Λαϊκό Κόμμα, που σχεδόν εξαφανίστηκαν από τον πολιτικό χάρτη της Καταλονίας (από τις 11 έδρες που είχαν πήραν μόνο 3), καθώς τιμωρήθηκαν για την επιλογή τους να μετατρέψουν την περιφέρεια σε... κατεχόμενη περιοχή, με τη βοήθεια της εθνοφυλακής και του στρατού. Η εξέλιξη αυτή, μάλιστα, συνέβαλε καθοριστικά ώστε οι «Πολίτες» (Ciudadants) να αναδειχθούν πρώτη δύναμη, καθώς ενώ υποστηρίζουν τις ίδιες πρακτικά θέσεις με τον Ραχόι, δεν βαρύνονται ούτε με το «σκοτεινό» παρελθόν του Λαϊκού Κόμματος ούτε με τις πράξεις της κυβέρνησής του.

Από την άλλη, κάτι ανάλογο συνέβη στο απέναντι στρατόπεδο με τον ακροαριστερό εθνικιστικό σχηματισμό CUP, που έχασε τις 6 από τις 10 έδρες που είχε. Αυτό σημαίνει, πρακτικά, ότι αποδοκιμάστηκε η επαμφοτερίζουσα στάση του το προηγούμενο διάστημα και μετά τις εκλογές του 2015 – αφενός, δηλαδή, η υποταγή του στην κεντροδεξιά ατζέντα της κυβέρνησης του Πουτζδεμόντ και, αφετέρου, η θέση του για ρήξη μέχρι τέλους με τη Μαδρίτη στην υπόθεση της ανεξαρτησίας και ανεξαρτήτως του κόστους.

Βεβαίως, οι αριθμοί που αφορούν στα ποσοστά και τις έδρες μπορεί να παραπλανήσουν. Το ίδιο και οι – άλλοτε πανηγυρικές και άλλοτε τελεσιγραφικές – δηλώσεις που έχουν ήδη γίνει. Το συμπέρασμα που κυριαρχεί, για παράδειγμα, στα περισσότερα ισπανικά, ευρωπαϊκά και διεθνή ΜΜΕ είναι ότι το στρατόπεδο των οπαδών της ανεξαρτησίας επικράτησε και πάλι, διασφαλίζοντας μια οριακή πλειοψηφία 70 εδρών στην 135μελή βουλή, έναντι των 72 που διέθετε στην απερχόμενη.

Μάλιστα, καθώς το «Μαζί για την Καταλονία» του αυτοεξόριστου στο Βέλγιο πρώην προέδρου, Carles Puigdemont, αναδείχθηκε ισχυρότερη δύναμη σε αυτή την πλευρά, οι περισσότεροι θα θεωρήσουν απολύτως δικαιολογημένο το αίτημα να αναλάβει και πάλι επικεφαλής της Generalitat – και, ταυτόχρονα, να αποσυρθούν οι σε βάρος του κατηγορίες για «στάση» και να αφεθούν ελεύθεροι οι προφυλακισμένοι συνεργάτες του. Πιθανότατα, μάλιστα, θα σπεύσουν να προσθέσουν ότι τώρα πλέον νομιμοποιείται απολύτως να προχωρήσει με την υπόθεση της ανεξαρτησίας, καθώς οι εκλογές της Πέμπτης είχαν λάβει, αντικειμενικά, τον χαρακτήρα ενός δεύτερου δημοψηφίσματος.

Παρά το γεγονός, όμως, ότι όλα τα παραπάνω είναι απολύτως λογικοφανή, η πραγματικότητα είναι αρκετά πιο περίπλοκη. Κι αυτό διότι τόσο ο συνασπισμός του Puigdemont όσο και η έτερη μεγάλη συνιστώσα των αυτονομιστών, η Ρεπουμπλικανική Αριστερά (ERC) του ευρισκόμενου στη φυλακή Oriol Junqueras, έχουν βάλει ήδη αρκετό νερό στο κρασί τους, μοιάζοντας να προκρίνουν πλέον τον διάλογο με στόχο έναν αμοιβαία αποδεκτό συμβιβασμό. Ένα συμβιβασμό ο οποίος, πιθανότατα, θα συμπυκνώνεται στο «πάγωμα» (έστω και όχι τυπικά, αλλά σίγουρα στην πράξη) της ανακήρυξης της ανεξάρτητης Δημοκρατίας της Καταλονίας, με αντάλλαγμα την διευρυμένη αυτονομία και τη συνταγματική μεταρρύθμιση.

Ήδη, μάλιστα, ο Puigdemont στις πρώτες του δηλώσεις μετά τις εκλογές από τις Βρυξέλλες, τάχθηκε υπέρ του διαλόγου και ξεκαθάρισε ότι μπορεί να σχηματίσει κυβέρνηση και χωρίς το CUP (που αριθμητικά του είναι απαραίτητο για την πλειοψηφία), με την ανοχή ή τη στήριξη άλλων κομμάτων, «τα οποία αντιτίθενται στην παράταση της ισχύος του Άρθρου 155 -με άλλα λόγια, τόσο των Podemos όσο και των Σοσιαλιστών, που τάσσονται κατά της ανεξαρτησίας!

Προφανώς, όλα αυτά αποτελούν ακόμη σκέψεις και σχέδια επί χάρτου και μπορούν να ανατραπούν από τις εξελίξεις, καθώς το ρήγμα που έχει προκληθεί είναι ήδη αρκετά βαθύ. Πολύ περισσότερο καθώς βρίσκονται στα σπάργανα και εναλλακτικές (πέρα από τα κόμματα) δομές οργάνωσης και έκφρασης του λαού της Καταλονίας, ενώ την ίδια στιγμή, το «βαθύ κράτος» της Μαδρίτης (όπου συναντά κανείς και τα φρανκικά κατάλοιπα...) δεν είναι βέβαιο ότι θα συναινέσει στην επιλογή του συμβιβασμού με αμοιβαίες υποχωρήσεις.

Τέλος, δύο αναγκαία αλλά χρήσιμα υστερόγραφα.

Πρώτον, οι Podemos τιμωρήθηκαν επίσης για την αλλοπρόσαλλη στάση τους, με την οποία ουσιαστικά επιδίωξαν να τα έχουν με όλους καλά, με αποτέλεσμα να υποχωρήσουν από τις 11 στις 8 έδρες.

Δεύτερον, το «χαστούκι» που δέχθηκε ο Ραχόι στέλνει ένα σαφές μήνυμα και σε όσους είχαν σπεύσει να τον στηρίξουν άνευ όρων στις Βρυξέλλες και την υπόλοιπη Ευρώπη, θέτοντας υπό αμφισβήτηση και τη δυνατότητά του να συνεχίσει να ηγείται της κυβέρνησης της Ισπανίας.

AP Photo/Santi Palacios