Την 1η Φεβρουαρίου, οι Ηνωμένες Πολιτείες ανακοίνωναν – μαζί με άλλες χώρες – το κλείσιμο των συνόρων τους για τους πολίτες της Κίνας, αλλά και όσους είχαν επισκεφθεί την Κίνα σχετικά προσφάτως. Η αιτία δεν ήταν άλλη από την εκρηκτική διάσταση που είχε λάβει τότε η διάδοση του κορονοϊού στην απέναντι ακτή του Ειρηνικού και ειδικά στην επαρχία Χουμπέι και την πρωτεύουσά της, την πόλη Ουχάν.
Με την κίνηση αυτή, όπως εκτιμούν οι ειδικοί, η Ουάσινγκτον κέρδισε πολύτιμο χρόνο, ο οποίος θα μπορούσε να κάνει τη διαφορά στην προσπάθεια για την αντιμετώπιση της νέας θανάσιμης απειλής. Μόνο που ο πρόεδρός της αποφάσισε να τον πετάξει στα σκουπίδια, υποτιμώντας τον κίνδυνο και δείχνοντας να χαίρεται για το κακό που είχε βρει την μεγάλη ανταγωνίστρια των ΗΠΑ – με την ελπίδα ότι ο Covid-19 θα την γονατίσει και εκείνος, στη συνέχεια, θα την αναγκάσει να προσκυνήσει.
Δυστυχώς για τον Ντόναλντ Τραμπ – και πολύ δυστυχέστερα για τους Αμερικανούς, φυσικά – τα πράγματα εξελίχθηκαν διαφορετικά. Τα κρούσματα στη χώρα του άρχισαν να πολλαπλασιάζονται, ανεξέλεγκτα από ένα σημείο και μετά, με αποτέλεσμα από την περασμένη Πέμπτη να είναι περισσότερα από τα αντίστοιχα που έχει ανακοινώσει επισήμως η Κίνα και τα περισσότερα στον κόσμο. Όσο για την κορύφωση της πανδημίας, όλοι είναι βέβαιοι ότι απέχει ακόμη πολύ και μέχρι τότε θα μεσολαβήσει απίστευτος πόνος...
Και τι κάνει, άραγε, ο Τραμπ απέναντι σε αυτό; Όταν άρχισε να καταλαβαίνει το τραγικό λάθος του, έπραξε το σύνηθες: Έψαξε και βρήκε ποιος άλλος μπορεί να φταίει εκτός από τον ίδιο, πίστεψε ότι τον βρήκε στην Κίνα και την πέρασε... γενεές δεκατέσσερις. Έτσι, έκανε επανειλημμένως λόγο για «κινεζικό ιό», ενώ κατηγόρησε το Πεκίνο για έλλειψη διαφάνειας και παραπληροφόρηση όσον αφορά την επιδημία και την εξέλιξή της.
Ο τσαμπουκάς δεν πιάνει
Πλέον, ούτε αυτό πιάνει, μιας και οι πάντες σχεδόν αναγνωρίζουν στους Κινέζους ότι πλέον διαχειρίζονται σωστά την κρίση. Και όχι μόνο αυτό, αλλά τους ζητούν και βοήθεια, καθώς οι Αμερικανοί δεν είναι εκεί για να την προσφέρουν (όπως άλλωστε και οι Γερμανοί...), αντιμετωπίζοντάς τους ως σωτήρες, όπως συνέβη στην περίπτωση της Ιταλίας (και όχι μόνο).
Όπως είναι προφανές, λοιπόν, ο Σι Τζινπίνγκ – ο οποίος, κατά την κορύφωση της κρίσης ήταν άφαντος, προτιμώντας τα έργα από τα λόγια – θα είχε σήμερα κάθε δικαίωμα να εκμεταλλευτεί την κατάσταση. Να χτυπήσει τον Τραμπ με το ίδιο όπλο και με πολύ μεγαλύτερη ισχύ, διαμηνύοντάς του πως γελά καλύτερα όποιος γελά τελευταίος. Δεν το έκανε όμως.
Αντ' αυτού, ο Κινέζος πρόεδρος προτίμησε να τείνει χείρα φιλίας και βοηθείας προς τον ομόλογό του. Συμπεριφέρθηκε, δηλαδή, με ηγεμονικό τρόπο, με αίσθηση υπεροχής και αποπνέοντας τη σιγουριά του νικητή – την οποία συνόδευσε με τον οίκτο απέναντι στον (δυνάμει) ηττημένο. Με στόχο, αν μη τι άλλο, να στείλει ένα ξεκάθαρο μήνυμα στην κοινή γνώμη των ΗΠΑ και όλου του πλανήτη: Ότι η ανερχόμενη υπερδύναμη είναι σαφώς καλύτερη, πιο ανθρώπινη, φιλική και συνεργάσιμη από την απερχόμενη.
Ενδιαφέρον έχουν οι αντιδράσεις των μέσων ενημέρωσης απέναντι στο εγχείρημα. «Ο Σι λειτουργεί σαν ηγέτης, ο Τραμπ όπως ένας σαματατζής», έγραψε χαρακτηριστικά ένας από τους κεντρικούς σχολιογράφους της γερμανικής εφημερίδας FAZ, η οποία εκφράζει παραδοσιακά το πιο «σκληρό» και παραδοσιακό τμήμα της γερμανικής ελίτ. Αυτής, δηλαδή, στην οποία ανήκει και το αφεντικό της αυτοκινητοβιομηχανίας Volkswagen, Χέρμπερτ Ντις, που τάχθηκε αναφανδόν υπέρ της στροφής προς την Κίνα. Ελπίζοντας, ανάμεσα στα άλλα, η εταιρεία της οποίας ηγείται να αυξήσει το ποσοστό του 40% που αποτυπώνει στο μερίδιο της κινεζικής αγοράς επί του συνόλου των πωλήσεών της.
Είναι η ιστορία, ανόητε!
Ο Τραμπ είναι φανερό ότι βρίσκεται πλέον σε αδιέξοδο και καταλαβαίνει – ακόμη κι αυτός – ότι οι... τσαμπουκάδες δεν έχουν πλέον νόημα. Αυτός είναι και ο λόγος, άλλωστε, που τον ανάγκασε, μετά την τηλεφωνική συνομιλία την οποία είχε με τον Σι, να καταπιεί τη γλώσσα του και να γράψει στο Twitter: «Συνεργαζόμαστε στενά. Απέραντος σεβασμός!».
Το ζήτημα, βεβαίως, είναι πολύ πιο βαθύ και ξεπερνά τις ιδιοτροπίες ενός προέδρου. Έχει να κάνει, πιο συγκεκριμένα, με μια διαδικασία η οποία έχει ξεκινήσει πριν από αρκετά χρόνια, είναι σε μεγάλο βαθμό αντικειμενική και πριν την παρουσία του Τραμπ στον Λευκό Οίκο – ο οποίος, το πολύ πολύ, να καταγραφεί στη ιστορία ως ο άνθρωπος που την επιτάχυνε.
Ποια είναι αυτή η διαδικασία; Μα η μετατόπιση του οικονομικού και γεωπολιτικού κέντρου βάρους του πλανήτη από τη Δύση προς την Ανατολή, από τις Ηνωμένες Πολιτείες προς την Κίνα. Κάτι, δηλαδή, το οποίο έχουν «διαβάσει» και προβλέψει αρκετοί αναλυτές ήδη από το τέλος της περασμένης χιλιετίας και απλώς βλέπουν τώρα να επιβεβαιώνονται – με τη βοήθεια, βεβαίως, του νέου κορονοϊού και του Τραμπ.
Φυσικά, οι εξελίξεις δεν πρόκειται να είναι ευθύγραμμες – για παράδειγμα, τα νέα κρούσματα που ανακοινώνει η Κίνα δείχνουν πως δεν αποκλείεται η χώρα να «υποτροπιάσει», κάτι που θα δώσει στον Αμερικανό πρόεδρο το έναυσμα να αλλάξει ξανά τροπάριο και να την κατακεραυνώσει. Δεν θα είναι ούτε ειρηνικές – δεν υπάρχει παράδειγμα στην ιστορία, άλλωστε, μιας τέτοιας «διαδοχής» που να έχει γίνει χωρίς βία.
Όντως, ο κορονοϊός είναι ένας αόρατος εχθρός. Όλα τα υπόλοιπα, όμως, είναι ορατά δια γυμνού οφθαλμού και καθαρού νου.
AP Photo/Andy Wong