Ο σουνίτης ηγέτης του Λιβάνου, Σαάντ Χαρίρι, ανακοίνωσε σήμερα ότι αναστέλλει τον ρόλο του στην πολιτική ζωή και ότι δεν θα είναι υποψήφιος στις επικείμενες βουλευτικές εκλογές.
Ο Χαρίρι, που διετέλεσε τρεις φορές πρωθυπουργός, κάλεσε επίσης το κόμμα του να μην παρουσιάσει υποψηφίους στις εκλογές, λέγοντας πως αρκετές πολιτικές παρατάξεις βρίσκονται πίσω από την απόφασή του, μεταξύ των οποίων μία που είναι ιρανικής επιρροής -- μια αναφορά στη βαριά οπλισμένη σιιτική οργάνωση Χεζμπολάχ.
"Είμαι πεπεισμένος πως δεν υπάρχει χώρος για οποιαδήποτε θετική ευκαιρία για τον Λίβανο υπό το φως της ιρανικής επιρροής, της διεθνούς αναστάτωσης, της εθνικής διαίρεσης, του σεκταρισμού και της κατάρρευσης του κράτους", είπε.
"Θα συνεχίσουμε να υπηρετούμε τον λαό μας αλλά η απόφασή μας είναι να αναστείλουμε οποιονδήποτε ρόλο στην εξουσία, στην πολιτική και στο Κοινοβούλιο", είπε ο Χαρίρι σε απευθείας τηλεοπτικό διάγγελμα, με τη φωνή του να σπάει από τη συγκίνηση καθώς μιλούσε, έχοντας πίσω του ένα πορτρέτο του πατέρα του.
Ο Χαρίρι κληρονόμησε την πολιτική δέσμευση του πατέρα του, Ραφίκ αλ-Χαρίρι, μετά τη δολοφονία του το 2005. Όμως, αν και παραμένει ο σουνίτης με την ηγετική θέση, η πολιτική τύχη του μειώθηκε τα τελευταία χρόνια, με τη θέση του να εξασθενεί λόγω της απώλειας της υποστήριξης της Σαουδικής Αραβίας.
Ο πρωθυπουργός του Λιβάνου Νατζίμπ Μικάτι δήλωσε πως η απόφαση του Χαρίρι να μην είναι υποψήφιος στις επικείμενες εκλογές και να αναστείλει τον ρόλο του στην πολιτική ζωή είναι "μια λυπηρή σελίδα για τη χώρα και για τον ίδιο προσωπικά".
Από την πλευρά του, ο ηγέτης των Δρούζων του Λιβάνου, Ουάλιντ Τζουμπλάτ, εκτίμησε πως η απόφαση του Χαρίρι "σημαίνει ελευθερία κινήσεων για τη Χεζμπολάχ και τους Ιρανούς. "Χάνουμε έναν πυλώνα ανεξαρτησίας και μετριοπάθειας", δήλωσε ο Τζουμπλάτ στο πρακτορείο Reuters.
Η ανακοίνωση του Χαρίρι γίνεται καθώς ο Λίβανος βιώνει μια οικονομική κατάρρευση την οποία η Παγκόσμια Τράπεζα έχει χαρακτηρίσει ως την πιο σοβαρή που έχει καταγραφεί ποτέ στον κόσμο. Η πολιτική ελίτ απέτυχε να αναλάβει βήματα για να αντιμετωπίσει την κρίση παρά το γεγονός ότι το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού έχει βυθιστεί στη φτώχεια.