Της Κατερίνας Οικονομάκου
Η Μαρία Ρέσα και ο Ροντρίγκο Ντουτέρτε γνωρίζονται εδώ και πολλά χρόνια. Η Ρέσα ήταν ακόμη νεαρή δημοσιογράφος όταν πήρε για πρώτη φορά συνέντευξη από τον δήμαρχο τότε του Νταβάο, της μεγαλύτερης και πιο πυκνοκατοικημένης πόλης στις Φιλιππίνες. Στα χρόνια που θα ακολουθούσαν, ο λαϊκιστής πολιτικός θα έβλεπε το άστρο του να ανατέλλει σταθερά, για να τον οδηγήσει στην κορυφή. Η αυταρχική συμπεριφορά του, ο ακατέργαστος λόγος, η υποστήριξη της βίας, ακόμη και οι σχεδόν 1.500 εξωδικαστικές εκτελέσεις που είχαν σπείρει τον τρόμο στο Νταβάο, δεν είχαν σταθεί αρκετά για να αμαυρώσουν το προφίλ του. Αντιθέτως, όλα έδειχναν ότι κανείς δεν θρηνούσε τους δολοφονημένους της πόλης: μικροκακοποιοί, τοξικοεξαρτημένοι και παιδιά του δρόμου είχαν παρουσιαστεί από τις Αρχές σαν απειλή που έπρεπε να εξουδετερωθεί.
Τον Μάιο του 2016, ο Ροντρίγκο Ντουτέρτε εκλέγεται πρόεδρος της χώρας. Μία από τις υποσχέσεις που δίνει στους ψηφοφόρους του είναι ότι θα καθαρίσει τις Φιλιππίνες από τη μάστιγα των ουσιών. Οι μέθοδοι του νέου προέδρου ήταν γνωστές. Δύο μήνες αργότερα, ο διακηρυγμένος «πόλεμος κατά των ναρκωτικών» βρίσκεται ήδη σε πλήρη εξέλιξη. Την ίδια ώρα, πληθαίνουν οι ανεξήγητες δολοφονίες στους δρόμους και τις φτωχογειτονιές της Μανίλας. Τα θύματα είναι, χωρίς εξαιρέσεις, φτωχοί άνδρες και γυναίκες, πολλοί από τους οποίους ήταν χρήστες ουσιών.
Εκείνη την εποχή, η Μαρία Ρέσα είναι επικεφαλής του Rappler, του πιο πετυχημένου ειδησεογραφικού σάιτ της χώρας. Η 53χρονη δημοσιογράφος αναθέτει σε μια ομάδα νεαρών ρεπόρτερ να αρχίσουν να κάνουν ερωτήσεις. Ποιος και γιατί δολοφονεί μαζικά ανθρώπους στην πρωτεύουσα των Φιλιππίνων; Ετσι, τον Ιούλιο του 2016, οι ρεπόρτερ του Rappler άρχισαν ένα ρεπορτάζ που μέσα στα χρόνια θα εξελισσόταν σε συστηματική αποκάλυψη ενός μαζικού εγκλήματος. Σήμερα, τρία χρόνια αργότερα, η βραβευμένη σειρά ερευνητικής δημοσιογραφίας με τίτλο «Ατιμωρησία» διαβάζεται ως ένα συγκλονιστικό χρονικό του διαβόητου Πολέμου κατά των Ναρκωτικών. Και η Μαρία Ρέσα είναι ο Νο1 εχθρός του προέδρου της χώρας της.
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της κυβέρνησης, οι νεκροί αυτού του «πολέμου» δεν ξεπερνούν τους 5.000. Σύμφωνα με τις τοπικές και διεθνείς ανθρωπιστικές οργανώσεις, ο αριθμός είναι υπερδιπλάσιος. Και οι δημοσιογράφοι του Rappler κάνουν λόγο για πάνω από 20.000 ανεξιχνίαστες δολοφονίες, πολλές από τις οποίες υπάρχουν ενδείξεις ότι διέπραξαν συμμορίες κακοποιών κατόπιν ανάθεσης από την αστυνομία. Αλλά δεν είναι τυχαίος ο τίτλος που η Μαρία Ρέσα διάλεξε για τη σειρά των ρεπορτάζ: Ατιμωρησία. Πώς θα μπορούσε να είναι αλλιώς, όταν ο ίδιος ο πρόεδρος έχει ομολογήσει, για την ακρίβεια έχει σχεδόν υπερηφανευτεί, ότι πυροβόλησε και σκότωσε ανθρώπους; Τον Δεκέμβριο του 2016, ο Ντουτέρτε είχε δήλωσε ότι την περίοδο που ήταν δήμαρχος του Νταβάο, έπαιρνε μια μηχανή και έβγαινε για κυνήγι υπόπτων. Οταν τους εντόπιζε, πυροβολούσε. «Στο Νταβάο το έκανα εγώ ο ίδιος. Για να δείξω στους αστυνομικούς ότι ορίστε, αν μπορώ να το κάνω εγώ, γιατί να μην μπορείς κι εσύ;».
Η απέχθεια του Φιλιππινέζου προέδρου απέναντι στους τοξικοεξαρτημένους και τους απόκληρους της ζωής ανταγωνίζεται μόνο το μίσος του για τους εκπροσώπους των μέσων ενημέρωσης. Σε αυτό ίσως μόνο ο Ντόλαντ Τραμπ μπορεί να του παραβγεί. Οι πιο συνηθισμένοι χαρακτηρισμοί που επιφυλάσσει για τους δημοσιογράφους είναι κατάσκοποι, κατακάθια και αρπακτικά. Εχει μάλιστα εκφράσει τη βεβαιότητα ότι «επειδή είσαι δημοσιογράφος, δεν σημαίνει ότι δεν θα δολοφονηθείς κιόλας, αν είσαι καθοίκι». Και μεταξύ των μισητών δημοσιογράφων της χώρας, η πιο μισητή στον πρόεδρο είναι αυτή η μικροκαμωμένη 56χρονη με τα κοντοκουρεμένα μαλλιά, τα γυαλιά και τα ατσάλινα νεύρα, που δεν λέει να το βάλει κάτω, παρά τις επίμονες και συστηματικές διώξεις που υφίσταται. Τον περασμένο Απρίλιο, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος ανακοίνωσε ότι η διευθύντρια του Rappler είναι η πρωταγωνίστρια μιας συνωμοσίας δημοσιογράφων και νομικών οι οποίοι σχεδιάζουν πραξικόπημα κατά του προέδρου. Την πληροφορία, είπε, την έδωσαν στον Ντουτέρτε μέλη μυστικών υπηρεσιών ξένων κρατών. Είχαν προηγηθεί οι αλλεπάλληλες λεκτικές επιθέσεις του ίδιου του Ντουτέρτε εναντίον της Ρέσα, καταλογίζοντάς της ότι μέσω του Rappler διασπείρει fake news.
Την ίδια στιγμή, εναντίον της πολυβραβευμένης δημοσιογράφου, την οποία το περιοδικό «Time» συμπεριέλαβε το 2018 στους σημαντικότερους αγωνιστές για την αλήθεια, εκκρεμούν έντεκα δίκες με ενάγοντα το κράτος. Τελευταία φορά η Ρέσα συνελήφθη τον περασμένο Φεβρουάριο, κατηγορούμενη για το αδίκημα του «κυβερνο-λίβελου». Η Ενωση Συντακτών της χώρας μίλησε για ένα ακόμη επεισόδιο μιας εκστρατείας εκφοβισμού των δημοσιογράφων «από μια κυβέρνηση-τραμπούκο». Το ρεπορτάζ που θεωρήθηκε λίβελος αφορούσε τις διασυνδέσεις ανάμεσα σε έναν γνωστό επιχειρηματία και έναν ανώτατο δικαστή. Η δημοσιογράφος πέρασε μια νύχτα στη φυλακή, προτού καταβάλει εγγύηση και αφεθεί ελεύθερη, περιμένοντας να εκδικαστεί η υπόθεση. Σε περίπτωση, πάντως, καταδίκης, προβλέπεται ποινή κάθειρξης 15 ετών.
Καμία από τις επιθέσεις του Ντουτέρτε και των συνεργατών του δεν έχει σταθεί αρκετή για να κάμψει αυτή την επίμονη γυναίκα, ή για να πλήξει το κύρος του μέσου που δημιούργησε πριν από λίγα χρόνια από το μηδέν. Μαζί με τρεις συναδέλφους της, όλες γυναίκες, η Μαρία Ρέσα ίδρυσε το Rappler το 2012. Είχε, όμως, πίσω της πάνω από είκοσι χρόνιας επαγγελματικής εμπειρίας, πρώτα ως επικεφαλής του γραφείου του CNN στη Νοτιοανατολική Ασία και στη συνέχεια ως διευθύντρια του μεγαλύτερου ειδησεογραφικού σταθμού στις Φιλιππίνες. Οπως η ίδια έχει πει, πήρε την απόφαση να κάνει το επόμενο βήμα προκειμένου να εξασφαλίσει δημοσιογραφική ανεξαρτησία στην ομάδα της. Το ξεκίνημα ήταν μετριοπαθές: Αρχικά το Rappler υπήρχε μόνο στο Facebook και είχε μόνο μια μικρή ομάδα από 12 δημοσιογράφους και προγραμματιστές. Ολοι τους ήταν κάτω από 30 ετών. Επτά χρόνια αργότερα, με 100 δημοσιογράφους πια στο δυναμικό του, είναι το τέταρτο σε μέγεθος και το πρώτο σε δημοτικότητα και αξιοπιστία μέσο ενημέρωσης.
Εκείνο που η Μαρία Ρέσα έκανε διαφορετικά από τους συναδέλφους τους, που επίσης στοχοποιούνται από τον Φιλιππινέζο πρόεδρο, είναι ότι χωρίς να χάσει καθόλου χρόνο, δημοσιοποίησε τις επιθέσεις εναντίον της ίδιας και της ομάδας της. Οταν η κυβέρνηση, τον περασμένο Ιανουάριο, βρήκε κάποιο πρόσχημα για να ανακοινώσει ότι θα αναστείλει την άδεια του Rappler, η διευθύντριά του οργάνωσε συνέντευξη Τύπου έξω από τα γραφεία, καταγγέλλοντας τη δίωξη της ελευθερίας του Τύπου στη Μανίλα. «Στηρίζω τις ελπίδες μου στη βεβαιότητα ότι σε αυτή την κυβέρνηση υπάρχουν και δίκαιοι άνθρωποι, οι οποίοι θα εμποδίσουν αυτή την εξέλιξη. Μετράω περισσότερα από 33 χρόνια στη δημοσιογραφία και εδώ στο Rappler δεν έχουμε καμιά πρόθεση να αλλάξουμε. Αρνούμαι να τρομοκρατηθώ», είπε.
Ταυτόχρονα με τις δικαστικές διώξεις, η Ρέσα και οι συνάδελφοί της ήταν όλα αυτά τα χρόνια αναγκασμένοι να υφίστανται και το διαδικτυακό λιντσάρισμα από έναν ολόκληρο στρατό από φιλοκυβερνητικά τρολ. «Οποιος τολμήσει να ασκήσει κριτική στην κυβέρνηση και να καταγγείλει τις εξωδικαστικές εκτελέσεις του πολέμου κατά των ναρκωτικών, μπαίνει αμέσως στο στόχαστρο των τρολ. Με πρώτους στόχους τούς εκπροσώπους των μέσων ενημέρωσης», έχει πει. «Είναι καθημερινές οι απειλές κατά της ζωής μας, οι απειλές βιασμού, οι αφάνταστα μισογυνικές επιθέσεις, όλα αυτά με σκοπό να μας κάνουν να σιωπήσουμε». Κάποια εποχή, η δημοσιογράφος μέτρησε 90 διαδικτυακές απειλές κατά της ζωής της μέσα σε μία ώρα. Η Μαρία Ρέσα δεν είναι διατεθειμένη να σιωπήσει, αλλά παίρνει πολύ σοβαρά τις απειλές κατά των συνεργατών της. Στα γραφεία του Rappler έχει αυξηθεί η ασφάλεια, ενώ όλοι έχουν πρόσβαση σε ψυχολογική υποστήριξη.
Για πολλούς Φιλιππινέζους ακτιβιστές για τα ατομικά δικαιώματα και την ελευθερία του Τύπου, η επιβίωση του Rappler είναι ζωτικής σημασίας για τη δημοκρατία στις Φιλιππίνες. Ευτυχώς γι'' αυτούς, η Μαρία Ρέσα δεν φαίνεται διατεθειμένη να επιτρέψει σε κανέναν να φιμώσει την ομάδα της. Παραλαμβάνοντας πριν από μερικούς μήνες το βραβείο της περίφημης Επιτροπής για την Προστασία των Δημοσιογράφων (CPJ), η Ρέσα μοιράστηκε με τους Αμερικανούς συναδέλφους της τα μαθήματα που, όπως είπε, της δίδαξε η εμπειρία των τελευταίων χρόνων: Το πρώτο είναι ότι η υπεράσπιση της δουλειάς της συνίσταται στην υπεράσπιση του συντάγματος. Το δεύτερο, ότι κανείς δεν πρέπει να υπομένει σιωπηλός τις επιθέσεις μιας αυταρχικής ηγεσίας. Το τρίτο ήταν κάτι που είχε πει πρώτη η Κριστιάν Αμανπούρ: «Η υποχρέωσή μας δεν είναι να είμαστε ουδέτεροι. Είναι να λέμε την αλήθεια».
*Το άρθρο δημοσιεύτηκε στον Φιλελεύθερο στις 18 Οκτωβρίου.