Κατάφερε να ξαναεκλεγεί από τον γαλλικό λαό. Κάτι που ουδέποτε είχε στο παρελθόν είχε πετύχει προκάτοχός του. (Πλην εκείνων οι οποίοι κατά τα τελευταία χρόνια της προεδρίας τους ζούσαν σε κατάσταση «συγκατοίκησης», έχοντας πρωθυπουργό και κυβέρνηση του αντίπαλου πολιτικού χώρου, που απορροφούσαν εκείνοι την –πρόσφατη- δυσαρέσκεια ενός λαού δομικά ανικανοποίητου από τους κυβερνώντες του και εθισμένου τη μεν δημοκρατική εποχή να τους στέλνει γρήγορα στην αντιπολίτευση, τη δε προδημοκρατική στη λαιμητόμο). Και το κατάφερε παρά κάποιες επιλογές με ταξικό πρόσημο προκλητικό για τον μέσο Γάλλο, αλλά και παρά κάποιες μεταρρυθμίσεις –με περιβαλλοντικό ή εκσυγχρονιστικό πρόσημο- του ξεσήκωσαν εναντίον του πολλές από τις εθνικές αρχαϊκότητες.
Ωστόσο… Οι συγκυρίες… Τα πολιτικά δεδομένα… Οι συσχετισμοί δυνάμεων… Τα κίνητρα ενός μέρους όσων τον επανεγκατέστησαν στην προεδρία της χώρας… Όλα οδηγούν στην ισχυρή πιθανολόγηση πως στη δεύτερη πενταετία του περισσότερο θα προσπαθήσει να διαφυλάξει την εύθραυστη εθνική ενότητα παρά να προωθήσει την όποια μεταρρυθμιστική ατζέντα του (μολονότι αυτή δεν έμεινε χωρίς αποτέλεσμα οδηγώντας, με ενίσχυση της επιχειρηματικότητας σε τομείς τεχνολογικής αιχμής, σε πρωτοφανώς υψηλή απορρόφηση των νέων στην αγορά εργασίας).
Πού βασίζεται αυτή η κρίση;
Πρώτον, μπορεί μεν οι αντισυστημικότητες, λόγω αντίθετου ιδεολογικού πρόσημου, να μην αθροίζονται ολοσχερώς, ωστόσο η κυριαρχία της αντισυστημικής Γαλλίας, της Γαλλίας της άρνησης, της καταγγελίας, του ευρωσκεπτικισμού, των πολιτικών άκρων, της απόρριψης των ανοικτών οριζόντων, της αυτοπεριχαράκωσης κοκ αναδεικνύεται σταθερή και πανίσχυρη: Αυτό, τουλάχιστον από το ΟΧΙ στο ευρωσύνταγμα μέχρι σήμερα, όπου το άθροισμα αποχής, λευκών, άκυρων και ψήφων στα άκρα φτάνει ή σε κάποιες περιοχές της χώρας υπερβαίνει το 80% του εκλογικού σώματος…
Δεύτερον, με δεδομένο το εκλογικό σύστημα για ανάδειξη βουλευτών (πλειοψηφικό σε δύο γύρους) τα κόμματα των αντισυστημικών άκρων, στερούμενα –παρά τις μετακινήσεις κάποιων ψήφων από τα ένα στο άλλο- εφεδρειών και πολιτικών συμμαχιών, υποαντιπροσωπεύονται αισθητά στο κοινοβούλιο. Πχ το 2017 το κόμμα της Λεπέν πρώτευσε στον 1ο γύρο σε περισσότερες από 150 μονοεδρικές περιφέρειες, αλλά τελικά εξέλεξε… εννέα βουλευτές. Ακριβώς ανάλογα συνέβησαν και με το κόμμα του Μελανσόν. Ωστόσο τέτοια αναντιστοιχία μεταξύ κοινωνικών τάσεων και αντιπροσωπευτικών θεσμών μπορούν να υπονομεύσουν καίρια το κύρος των τελευταίων, αλλά και γενικότερα των θεσμών: Δεν είναι τυχαία η κοινωνική απήχηση που βρήκε η θέση της Λεπέν για συνεχή προσφυγή σε δημοψηφίσματα, ακόμη και για αντισυνταγματική αναθεώρηση του Συντάγματος με δημοψήφισμα!
(Οι λαοί έχουν πιστέψει στο μύθο που θέλει τα δημοψηφίσματα να αποτελούν την πεμπτουσία της δημοκρατίας: Αγνοούν πως δημοψηφίσματα λαϊκής πρωτοβουλίας μόνο ισχυρά επικοινωνιακά και οικονομικά συμφέροντα μπορούν να προκαλέσουν, καθώς και πως δημοψηφίσματα με πρωτοβουλία της κυβέρνησης, βοναπαρτιστικό εφεύρημα, έκαναν την Ελβετία τελευταία χώρα της Δύσης που έδωσε ψήφο στις γυναίκες ή πως προσδιόρισαν την ένωση της Αυστρίας με το γερμανικό Ράιχ ή, ακόμη, επέβαλαν τη συγχώνευση των αξιωμάτων του καγκελαρίου και του προέδρου του Ράιχ στο πρόσωπο του Χίτλερ…).
Τρίτον, επειδή δεν μπορεί επ’ άπειρον να διαιωνίζεται τέτοια αναντιστοιχία ψήφου και αντιπροσώπευσης χωρίς απονομιμοποίηση όχι απλώς των αντιπροσωπευτικών θεσμών αλλά και του ίδιου του δημοκρατικού πολιτεύματος, το μόνο ίσως σημείο στο οποίο συμφώνησαν Μακρόν και Λεπέν είναι η ανάγκη εισαγωγής αναλογικής εκπροσώπησης για τη Βουλή, σε συνδυασμό με την επαναφορά της επταετούς προεδρικής θητείας. Αυτό θα επιτρέπει στον εκάστοτε πρόεδρο να αναζητεί εναλλακτικές κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες για προώθηση των νομοθετικών πρωτοβουλιών του, κάτι που μάλλον δεν θα δώσει ταχύτητα και αποτελεσματικότητα στο πολιτικό σύστημα της Γαλλίας…
Τέταρτον, ακόμη και μετά τις –πλειοψηφικές, ίσως για τελευταία φορά- εκλογές του προσεχούς Ιουνίου δεν αποκλείεται ο Μακρόν να αναζητήσει μια κυβέρνηση, πιθανόν υπό τον κεντρώο Φρανσουά Μπαυρού, που να καλύπτει το ευρύτερο δυνατόν φάσμα από τη μετριοπαθή Δεξιά έως τη μη ολοσχερώς αιθεροβάμονα Αριστερά. Το αν μια τέτοια, μικρής ασφαλώς μεταρρυθμιστικής δύναμης, κυβέρνηση –εφόσον πράγματι οδηγηθούμε εκεί- θα επιτρέπει στη Γαλλία να παίζει τον ηγεμονικό ρόλο που, στις παρούσες δύσκολες σε βάθος χρόνου συγκυρίες, έχει ανάγκη η Δύση και η Ευρώπη αυτό είναι ένα από τα ερωτήματα που δημιουργεί η μετεκλογική συγκυρία στη χώρα του Αστερίξ.
Ένα πάντως είναι βέβαιο: Μεταρρυθμιστικός ζήλος που «να σπάζει αυγά» και δημοκρατικό πολίτευμα μόνον επί βραχέα διαστήματα μπορούν να συμβαδίζουν. Πολλώ μάλλον όταν τη μεταρρυθμιστική διάθεση των ελίτ τα πιο λαϊκά στρώματα νιώθουν πως είναι αυτά που την πληρώνουν. Και ο Μακρόν, στην τελευταία συνταγματικώς επιτρεπόμενη προς το παρόν θητεία του, μάλλον δείχνει να το έχει αντιληφθεί.