Ουδείς μπορεί να φανταστεί μια Ευρώπη, στατική και διαπνεόμενη από την αίσθηση της απροσβλητικότητας και αδιαφορίας, σε αναφορά προς όλα όσα συμβαίνουν σε ολόκληρο τον πλανήτη.
Η στατικότητα ως αντίληψη δεν υπήρξε στους νόες όσων συνέλαβαν και συνέδραμαν στη δημιουργία μιας Ενωμένης ηπείρου, πολιτικά, κοινωνικά και οικονομικά, μετά τους καταστρεπτικούς πολέμους του 20ού αιώνα.
Με αφορμή τα αποτελέσματα των πρόσφατων εκλογών για την ανανέωση του Ευρωκοινοβουλίου και τις πολιτικές τάσεις που ευνοήθηκαν από αυτά, ήταν περίπου αναμενόμενο να ανασυρθεί στην επιφάνεια, μια μακρά, εντονότατη και πολωμένη συζήτηση για το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά και για το ίδιο το περιεχόμενο της «Ευρωπαϊκής Ιδέας».
Ήταν εξίσου αναμενόμενο, στη σχέση αιτίου και αιτιατού, οι εκλογές αυτές να επηρεάσουν και τα μεμονωμένα συστατικά στοιχεία της Ένωσης, ήτοι τα εθνικά κράτη.
Η «συμβατική σοφία» κι όχι μόνον, μας προϊδεάζει για μια τουλάχιστον βραχυπρόθεσμη συνέχιση της τάσης αυτής σε εθνικό επίπεδο, και οι κοινοβουλευτικές εκλογές στη Γαλλία (κι όχι μόνο βεβαίως), αποτελούν ένα ισχυρό επιχείρημα που «επιβεβαιώνει» την τάση αυτή.
Πολλές φορές στην πορεία της Ιστορίας, προκύπτει το πάγιο ερώτημα για τα χαρακτηριστικά της ίδιας της κίνησης της Ιστορίας, αν αυτή είναι γραμμική, κυκλική, σπειροειδής κι ούτω καθεξής.
Το ερώτημα αυτό δεν στερείται περιεχομένου, αρκεί όμως πάντα να ενθυμούμαστε ότι οι περίοδοι «ιστορικών κρίσεων» δεν είναι φαινόμενο της συγκυρίας, αλλά έχει το χαρακτηριστικό της επανάληψης, σε τακτά ή μη, χρονικά διαστήματα.
Ταυτόχρονα, πρέπει κατά πρώτον να κατανοήσουμε ότι η Ευρωπαϊκή Ιστορία δεν ταυτίζεται αποκλειστικά με αυτή της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και κατά δεύτερο, πως ιδίως σήμερα, οι εξελίξεις σε ένα οποιοδήποτε, ακόμη και απομακρυσμένο σημείο της Γης, επηρεάζουν άμεσα και σίγουρα έμμεσα, αυτές στη γειτονιά μας.
Ξεφεύγοντας από το, πολλές φορές δεσμευτικό θεωρητικό επίπεδο, οι πολιτικές εξελίξεις στην ευρωπαϊκή ήπειρο εντός του θέρους του 2024, α) δεν είναι μονοσήμαντες και με ντετερμινιστκό / φαταλιστικό χαρακτήρα και β) μοιραίως θα επηρεαστούν αλλά -και σε μια αμφίδρομη σχέση- θα επηρεάσουν τις πολιτικές εξελίξεις σε άλλα σημεία της υδρογείου, εντός μάλιστα της ίδιας «ιστορικής χρονιάς του 2024».
Αναζητώντας τα χαρακτηριστικά μιας φαινομενικής και αναπόδραστης «μονιμότητας» στις τάσεις οι οποίες αναδείχθηκαν μετά τις ευρωπαϊκές εκλογές, σαφώς και θα πρέπει να αναμείνουμε και τις Αμερικανικές εκλογές της 5ης Νοεμβρίου, οι οποίες θα επιβεβαιώσουν ή θα διαψεύσουν την κατίσχυση του συντηρητισμού (ότι περιεχόμενο κι αν αυτός έχει σήμερα) σε ευρύτερη κλίμακα.
Ενθυμούμενοι πάντοτε, ότι η «εξίσωση» είναι πολύ πιο περίπλοκη από το ιδεολογικό σχήμα «παρακμή της Δύσης» και αντίστοιχη άνοδος των πολιτικών και πολιτισμικών χώρων όπου «το κοινωνικό σύνολο, υπερέχει των ατόμων-προσώπων».
Με ετούτο το τελευταίο υπονοείται πως τα πολιτικά και κοινωνικά συστήματα του «μη Δυτικού κόσμου» υπερέχουν ως «παραδοσιακά» και καλύτερα προσαρμοσμένα στις ανάγκες των κοινωνιών τους, και πως αυτά και μόνο, είναι ικανά να δώσουν τις απαντήσεις ενός κόσμου στον οποίο η εξέλιξη, οδηγεί αναπόφευκτα στην παρακμή.
Ομολογουμένως, διανοητές όπως ο Όσβαλντ Σπένγκλερ, συγγραφέας του μνημειώδους έργου «Η Παρακμή της Δύσης», σήμερα, με δεδομένες τις πλειστάκις ταυτόχρονες και αποκλίνουσες εξελίξεις στην πολιτική και την οικονομία, θα δίσταζαν πιθανότατα να εκφέρουν «επιστημονικώς προσδιορισμένες» εκτιμήσεις για το που βαδίζει η ίδια η Δύση ή η Ανθρωπότητα στο σύνολο της, τουλάχιστον σε σχέση με το παρελθόν και δη τις αρχές του περασμένου αιώνα.
Επανερχόμενοι όμως στην Ευρώπη, και εντός αυτής της «οικογένειας», δύσκολα θα κατέληγε κάποιος στην εκτίμηση πως «Πατέρες της Ευρώπης» όπως ο Ρομπέρ Σουμάν, ο Ζαν Μονέ, ο Ανρί Σπάακ, ο Ντε Γκάσπερι, ο Σπινέλι κ.ο.κ. θα ήταν απολύτως σύμφωνοι με την πορεία και την εξέλιξη της ευρωπαϊκής ιδέας και οικοδομήματος.
Το ζητούμενο για την Ευρώπη. δεν είναι πλέον η δημιουργία ευημερουσών κοινωνιών από τις οποίες αυτή θα συνίσταται, αλλά και οι Αρχές επί των οποίων θα εδράζεται η ευημερία αυτή.
Η αναζήτηση των Αρχών αυτών δεν έγκειται στην εξεύρεση μόνο της κατάλληλης ενώπιον των προκλήσεων του μέλλοντος, στρατηγικής και καθημερινής τακτικής και πρακτικής, αλλά και στην επίτευξη της Συναίνεσης των ιδίων των κοινωνιών των κρατών, από τα οποία απαρτίζεται το ευρωπαϊκό οικοδόμημα, και απαραιτήτως, στην ιχνηλάτηση Θεμελιωδών Κοινών Παρονομαστών.
Οι «Ελάχιστοι Κοινοί Παρονομαστές» δεν εξαντλούνται σε πρόσωπα με επικοινωνιακά χαρακτηριστικά ηγέτη, αλλά καθόσον αφορούν τον υπαρκτό ή ιδεατό «Μέσο Ευρωπαίο Πολίτη», μπορούν να προκύψουν μόνο από την εξεύρεση των διαθέσεων, προθέσεων και προτάσεων ακόμη, των πολιτών της Ένωσης.
Όλα αυτά τα ζητούμενα, δεν επιτυγχάνονται και κατακτώνται, απλώς μέσα από τις δεξιότητες προσώπων που ανα-διανέμονται και ανακυκλώνονται σε ηγετικές θέσεις, αλλά κι από την ικανότητα αυτών να προσλαμβάνουν, τις τάσεις που διαμορφώνονται μέσα από την εξελικτική πορεία και την ειλικρινή τους πρόθεση να εκφράζουν, όσο αυτό είναι δυνατό, το μέσο όρο τουλάχιστον, αυτού που αποκαλείται «λαϊκό ευρωπαϊκό αίσθημα».
Όσο οι συζητήσεις συνεχίζονται χωρίς να συνοδεύονται από άμεσες ή τάχιστες πράξεις, η Ευρωπαϊκή Ένωση, θα βρίσκει μπροστά της την ίδια αίσθηση αρνητικότητος από τους πολίτες της.
Δεν αρκεί το να αποδεχόμαστε με συγκατάβαση την ύπαρξη του σκεπτικισμού -και του «ευρωσκεπτικισμού» κατά προέκταση-, στοιχείου εγγενούς στον ανθρώπινο ψυχισμό αλλά, και ως σκεπτόμενες ανθρώπινες υπάρξεις να επανεξετάζουμε συνεχώς, το κατά πόσον η ιδέα της Ευρώπης εξαντλείται μόνο σε πολιτικές π.χ. έναντι της «κλιματικής μεταβολής», σε δημοσιονομικές πολιτικές, σε πολιτικές που εκφράζουν ένα απλουστευτικά νοούμενο «δικαιωματισμό».
Ούτε η επιστροφή και περιχαράκωση γύρω από κοινωνικο-πολιτικές συνθήκες που ίσχυαν πολλές δεκαετίες πριν, αλλά, ούτε και μια ανεξέλεγκτη «φυγή προς τα εμπρός» μέσα από την αυτομαστίγωση και αυτοταπείνωση ακόμη για τις «ιστορικές ευθύνες που βαρύνουν τη Δύση», αρκούν για να ανταπεξέλθουν στις προκλήσεις του διόλου μακρινού πλέον μέλλοντος.
Πολλοί πλέον «συμφωνούν» πως η Ευρώπη έχει εκτραπεί των αξιών και θεμελιωδών παραδοχών της, ακόμη περισσότεροι προτείνουν τις δικές τους λύσεις για το ξεπέρασμα του αδιεξόδου, αλλά όλοι δέον να συμφωνήσουμε πως αυτές οι «δραστικές λύσεις» θα πρέπει να απέχουν εξίσου δραστικά από αυτές που θα μας φέρουν κοντά στην επανάληψη των εγκληματικών λαθών του παρελθόντος, που έφεραν την Ευρώπη κοντά την ολοκληρωτική καταστροφή.
* Ο Αφεντούλης Θ. Λαγγίδης είναι Δρ. Διεθνών Σχέσεων, Διεθνολόγος