Το ερώτημα που απασχολεί την πλειοψηφία των Ευρωπαίων, στην περίοδο που διανύουμε, είναι το αν η συγκέντρωση στρατιωτικών δυνάμεων από πλευράς Ρωσίας στα σύνορα με την Ουκρανία, θα οδηγήσει αναπόφευκτα σε δυναμική ανάφλεξη.
Το ίδιο ερώτημα φαίνεται να απασχολεί πολύ μικρότερη μερίδα της κοινής γνώμης στις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά αναμφισβήτητα είναι ανάμεσα στα κορυφαία θέματα συζήτησης στους πολιτικούς κύκλους μεταξύ των λεωφόρων «Πενσυλβάνια» και «Ανεξαρτησίας».
Δεν θα μπορούσε ίσως να συμβαίνει και κάτι διαφορετικό, εφόσον ζητήματα διαχείρισης εξωτερικής πολιτικής, κατά τη διάρκεια προεκλογικής περιόδου (με τις επερχόμενες αναπληρωματικές εκλογές του Κογκρέσου τον προσεχή Νοέμβριο), σαφώς συνυφαίνονται με το ευρύτερο πλαίσιο πολιτικών, και εν τέλει αντανακλούν στην εικόνα του εκάστοτε Αμερικανού προέδρου.
Ο πρόεδρος Μπάιντεν, ομολογουμένως, στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής και παρά τις εξαγγελίες του για «επάνοδο της Αμερικής» στη διεθνή κονίστρα δεν είναι χει καταφέρει να δρέψει δάφνες στην εξωτερική πολιτική της χώρας. Πέρα από τα όποια ελαφρυντικά που του επιμερίζονται (π.χ.πανδημία), έχει χρεωθεί -στο επίπεδο των εντυπώσεων και όχι μόνο- ως πρόεδρος και Commander in chief με το φιάσκο του Αφγανιστάν.
Η διαχείριση δε, ζητημάτων εσωτερικής πολιτικής δεν διαφέρει καθοριστικά, με δεδομένο πως πέρα από τον ικανοποιητικό χειρισμό του κορονοϊού και μια αναιμική οικονομική ανάκαμψη, οι συνολικές επιδόσεις του, όπως απεικονίζονται στις μετρήσεις δημοφιλίας, δεν είναι κολακευτικές για έναν Αμερικανό Πρόεδρο που μόλις έκλεισε το πρώτο έτος στην ανώτατη θέση.
Αποτελεί σχεδόν αξιωματική θέση στην Ουάσιγκτον, πως εν μέσω προεκλογικής περιόδου, ζητήματα εξωτερικής πολιτικής δεν «επιτρέπεται» να διαταράσσουν μια εικόνα business as usual, οδηγώντας σε ανεξέλεγκτες -και ανεπιθύμητες περιπλοκές/περιπέτειες.
Τι γίνεται όμως, όταν η εικόνα δεν είναι ειδυλλιακή για τον εκάστοτε ένοικο του Λευκού Οίκου;
Τα διακυβεύματα στην περίπτωση της Ουκρανίας, πόρρω απέχουν από τη διακωμωδούμενη στην κινηματογραφική ταινία «Wag the Dog», όπου μια κρίση κάπου στο εξωτερικό προσφέρει χρυσή ευκαιρία στον υποδυόμενο τον Πρόεδρο να αυξήσει δραματικά τα ποσοστά δημοφιλίας του. Τούτο όμως, δεν αναιρεί το γεγονός πως η παρούσα διακυβέρνηση, εν όψει των αναπληρωματικών-ενδιάμεσων εκλογών, δεν βρίσκεται σε αναζήτηση -άμεση μάλιστα- «topics» στα οποία μπορεί να επιδείξει καλές επιδόσεις.
Την 1η Μαρτίου, ο πρόεδρος Μπάιντεν -ως είθισται- θα απευθύνει στον αμερικανικό λαό, το «Διάγγελμα για την κατάσταση της Ένωσης- State of the Union Address», κάτι που ιδίως εφέτος, λαμβανομένων υπόψη των χαμηλών ποσοστών στις δημοσκοπήσεις, στις αναλύσεις σοβαρών πολιτικών συντακτών, σημαίνει πως εάν ως αποτέλεσμα αυτού του Διαγγέλματος, δεν σημειωθεί ανάκαμψη στις δημοσκοπικές τάσεις, το διάστημα μέχρι τον Νοέμβριο, είναι απίθανο να καταστεί επαρκές για «ανάταξη» και «αντεπίθεση».
Με άλλα λόγια, και αφού τονισθεί ξανά πως η Ουκρανία, δεν είναι άνευ σημαντικότατου γεωπολιτικού ενδιαφέροντος, εντούτοις μια σθεναρή αμερικανική στάση έναντι της Ρωσίας -στάση που έχει ιδιαίτερη απήχηση και στο κύριο πολιτικό ακροατήριο του Προέδρου Μπάιντεν, δηλαδή τους Δημοκρατικούς- εμφανίζεται ως η μόνη επιλογή, στην παρούσα χρονική συγκυρία.
Το ζήτημα της Ουκρανίας, ως ζήτημα που ενώ για τη ρωσική πλευρά, ενέχει χαρακτηριστικά υπαρξιακής απειλής, ενώ για τη Δύση αποτελεί μέρος της συζήτησης στο επίπεδο των «αξιών» και των «ηθικών υποχρεώσεων», και μόνο λόγω της συσσώρευσης τόσο μεγάλου αριθμού στρατιωτικών δυνάμεων, εξακολουθητικά έχει την υφή «ενός ατυχήματος που περιμένει να συμβεί».
Πολλώ δε μάλλον αφ' ης στιγμής, μεσολαβήσουν δραστηριότητες του τύπου false-flag, από τη μια ή την άλλη πλευρά, κάτι που για τους Ρώσους θα υποδήλωνε την ουκρανική πρόθεση να ανακαταλάβει τα χαμένα το 2014 εδάφη της και για τη Δύση την πρόθεση της να περιορίσει γεωπολιτικά τη Ρωσία στα επίπεδα των αρχών του 18ου αιώνα, ήτοι στο προ-Μεγάλου Πέτρου εδαφικά όρια. Αντιστοίχως, για τους Ουκρανούς και για τη Δύση, υποκρύπτεται η ρωσική διάθεση είτε να α) γελοιοποιήσουν τη Δύση είτε, β) να καταστήσουν ψυχολογικά την Ουκρανία όμηρο των ρωσικών επιβουλών είτε τέλος γ) να καταλάβουν επιπλέον ουκρανικά εδάφη. Αν τα πρώτα δυο ενδεχόμενα στερούνται βάσης, αντιλαμβάνεται εύκολα κανείς πως το τρίτο μάλλον αγγίζει το επίπεδο του απίθανου.
Ένα ερώτημα που μέλλει να εξετασθεί, πιο «αμερόληπτα» ίσως μετά την 1η Μαρτίου, είναι, αν η Ρωσία, μακροπρόθεσμα βρίσκεται σε θέση να απορροφήσει, είτε τις συνέπειες μιας εισβολής εν τέλει ή -εξίσου σημαντικό- τις συνέπειες μιας παρατεταμένης αντιπαράθεσης και αντιπαράταξης.
* Ο Αφεντούλης Λαγγίδης είναι Δρ. Διεθνών Σχέσεων και Δ/ντής Ερευνών, Κέντρο Ανατολικών Σπουδών