Ιδανικά το τετ-α-τετ Μπάιντεν -Πούτιν θα μπορούσε να λειτουργήσει ως μια αφετηρία, ως ένα πρώτο βήμα για να λιώσει ο πάγος μεταξύ των δύο ηγετών, τονίζουν για την σημερινή συνάντηση, δυο αμερικανοί αναλυτές με καλή γνώση της Μόσχας.
Κρατώντας ιδιαίτερα μικρό καλάθι, καθώς οι σχέσεις των δύο ηγετών είναι κακές και οι προοπτικές προσέγγισης μικρές, οι Michael Kimmage, πρώην αξιωματούχος του Στέιτ Ντιπαρτμεντ και Matthew Rojansky, Διευθυντής του Wilson Center, «βλέπουν» ότι στην καλύτερη των περιπτώσεων θα επιχειρηθεί μια προσπάθεια να αποφευχθούν οι προκλήσεις.
Τότε μόνο και σε δεύτερο χρόνο, θα καταστεί δυνατό να ξεκινήσει ένας διάλογος πάνω σε στρατηγικά ζητήματα, από τους πυρηνικούς εξοπλισμούς και τις κυβερνοεπιθέσεις έως οι συμβατικοί στρατιωτικοί κίνδυνοι. «Εντούτοις, σήμερα το ζήτημα δεν έγκειται τόσο στο να βρεθεί κοινός τόπος σε κάποια ζητήματα, αλλά στο να μην υπάρξει οποιαδήποτε είδους σύγκρουση», όπως σημειώνουν.
Συνέντευξη στον Γιάννη Μαντζίκο
Γιατί οι περισσότεροι ειδικοί συμφωνούν ότι το διακύβευμα στην επικείμενη σύνοδο κορυφής είναι υψηλό αλλά οι προσδοκίες χαμηλές;
«Και οι δύο πλευρές έχουν θέσει σκόπιμα χαμηλά τον πήχη των προσδοκιών, γνωρίζοντας αφενός τα δύσκολα ζητήματα που τις χωρίζουν, αφετέρου ότι οι δύο ηγέτες έχουν ήδη πολύ κακές σχέσεις μεταξύ τους», απαντά ο Matthew Rojansky.
Από την πλευρά του, ο Michael Kimmage τονίζει ότι «οι προσδοκίες είναι χαμηλές και για ένα επιπλέον λόγο, για το γεγονός ότι Πούτιν και Μπάιντεν έχουν αρνητική άποψη ο ένας για τον άλλο. Έτσι λοιπόν και παρ’ ότι ο διακύβευμα είναι πολύ σημαντικό, εκλείπουν οι προοπτικές για μια ουσιαστική βελτίωση των σχέσεων των δύο ηγετών».
Σε κάθε περίπτωση αμφότεροι οι ηγέτες υποστηρίζουν ότι επιδιώκουν μια πιο σταθερή και «προβλέψιμη» σχέση. Είναι λοιπόν πιθανό να βρεθεί κοινός τόπος έστω σε κάποια ζητήματα ;
Σύμφωνα με τον διευθυντή του Kennan Institute Matthew Rojansky «προκειμένου να υπάρξει μεγαλύτερη σταθερότητα και προβλεψιμότητα στη σχέση θα χρειαστεί αυτή η συνάντηση να λειτουργήσει ως αφετηρία. Το επόμενο βήμα θα ήταν να ξεκινήσει ένας επίσημος διάλογος στρατηγικών ζητημάτων μεταξύ των δύο κυβερνήσεων, όπου θα μπορούσαν να συζητηθούν τα πάντα: Από τους πυρηνικούς εξοπλισμούς και τις κυβερνοεπιθέσεις έως τους συμβατικούς στρατιωτικούς κινδύνους».
Από την πλευρά του, ο Michael Kimmage αναγνωρίζει ότι περιφερειακά ζητήματα όπως το Ιράν, η Νότια Κορέα, καθώς και ευρύτερα ζητήματα, όπως η Αρκτική, η κλιματική αλλαγή και η πανδημία θα μπορούσαν να αποτελέσουν μια βάση διαλόγου. «Εντούτοις, σήμερα το ζήτημα δεν έγκειται τόσο στο να βρεθεί κοινός τόπος σε κάποια ζητήματα, αλλά στο να μην υπάρξει οποιαδήποτε είδους σύγκρουση, ενδεχόμενο που θα έχει σοβαρότατες συνέπειες», όπως λέει.
Λίγες μέρες πριν τη συνάντηση, έγινε γνωστή η απόφαση του Τζο Μπάιντεν να εξαιρέσει τη γερμανική κοινοπραξία που κατασκευάζει τον αγωγό Nord Stream II από τις κυρώσεις των ΗΠ. Πως να διαβάσουμε αυτή τη κίνηση ;
Στο ερώτημα αυτό, αμφότεροι οι αναλυτές συμφωνούν ότι η απόφαση Μπάιντεν ήταν μια κίνηση καλής θέλησης προς τη Γερμανία. «Η απόφαση για τον Nord Stream II αφορούσε στη Γερμανία, όχι τη Ρωσία. Πρόκειται για μια προσπάθεια βελτίωσης των σχέσεων με την Γερμανία η οποία έχει επενδύσει πολλά στον αγωγό, έκτος και αν οι Πράσινοι κερδίσουν την Καγκελαρία και ακυρώσουν το έργο» εκτιμά ο Michael Kimmage. «Η υπόθεση του Nord Stream II, δεν αναιρεί το ενδεχόμενο ότι σε περίπτωση ρωσικών επιθετικών ενεργειών, θα μπορούσε να υπάρξει μια συμφωνία Ουάσινγκτον-Βερολίνου ώστε να κλείσουν οι στρόφιγγες», υποστηρίζει ο Matthew Rojansky.
Σε τι είδους περιφερειακά ζητήματα θα αναφερθούν οι δυο ηγέτες;
«Θα συζητήσουν πιθανώς για την Ουκρανία και τη Λευκορωσία, δυο χώρες για τις οποίες οι απόψεις τους είναι πολύ διαφορετικές. Κοινό έδαφος θα μπορούσε να βρεθεί στο ζήτημα του Αφγανιστάν, όπου υπάρχει ενδεχομένως κοινή ανάγκη ανάσχεσης της τρομοκρατίας μετά την αναμενόμενη απόσυρση των ΗΠΑ έως το τέλος του τρέχοντος έτους. Στο ίδιο πάντα πλαίσιο, καμία από τις δύο πλευρές δεν θα ήθελε να δει το Ιράν να αναπτύσσει πυρηνικό πρόγραμμα, οπότε θα μπορούσε να υπάρξει μια παραγωγική συζήτηση για την επαναφορά της συμφωνίας του 2015 σε ισχύ», απαντά ο Matthew Rojansky.
Από τη μεριά του, ο Michael Kimmage τονίζει ότι «ο πυρήνας των συζητήσεων θα αφορά στην Ευρώπη, όπου και συναντώνται. Δεν αναμένω να προκύψει κάτι το ιδιαίτερο από τη συζήτηση Πούτιν-Μπάιντεν για περιφερειακά θέματα. Αυτό όμως θα εξαρτηθεί από το πόσο καλά - ή πόσο άσχημα - θα εξελιχθεί η σύνοδος κορυφής».