Τη μία εβδομάδα προηγείται ο Ντόναλντ Τραμπ, την επόμενη ο Τζο Μπάιντεν. Οι δημοσκοπήσεις στις Ηνωμένες Πολιτείες «έρχονται» κατά κανόνα πιο κοντά στην πρόγνωση της εκλογικής έκβασης των προεδρικών εκλογών στα τέλη του καλοκαιριού, όταν η επίσημη απονομή του χρίσματος στα συνέδρια Δημοκρατικών και Ρεπουμπλικανών, αντίστοιχα, δίνει το γενικό πρόσταγμα για τη μάχη.
Το τελευταίο διάστημα ο Τζο Μπάιντεν έχει αποκτήσει προβάδισμα έναντι του Τραμπ σε εθνικό επίπεδο. Όμως βάσει του περίπλοκου εκλογικού συστήματος των ΗΠΑ η νίκη «περνά» μέσα από το Κολέγιο των Εκλεκτόρων και οι παραδοσιακά αμφίρροπες πολιτείες κρατούν τα «κλειδιά» για τον Λευκό Οίκο. Στις περισσότερες από αυτές, ο Μπάιντεν πασχίζει να έλθει έστω ισόπαλος με τον Τραμπ.
Οι οκτώ από τις δέκα πιο πρόσφατες δημοσκοπήσεις εμφανίζουν τον νυν πρόεδρο να προηγείται στη λαϊκή ψήφο με ποσοστό έως και τρεις μονάδες. Και η Χίλαρι Κλίντον στις κάλπες του 2016 είχε κερδίσει τη λαϊκή ψήφο. Συγκέντρωσε 2,9 εκατομμύρια περισσότερες ψήφους από τον Τραμπ. Την ψήφισαν 65,844,610 πολίτες, και τον Τραμπ 62,979,636. Όμως η Χίλαρι Κλίντον δεν έγινε πρόεδρος.
Στο ερώτημα, πάντως, πόσο βάρος πρέπει να δίνεται στις δημοσκοπήσεις του Απριλίου, επτά μήνες πριν από την προεδρική αναμέτρηση, οι αναλυτές απαντούν ότι είμαστε αρκετά μακριά από το σημείο που αρχίζουν να αποκτούν πραγματικό νόημα.
Μεγάλη μερίδα ψηφοφόρων, και κυρίως εκείνοι που δυσανασχετούν με τις υποψηφιότητες αμφότερων των Μπάιντεν και Τραμπ, δεν δίνουν μεγάλη σημασία στην προεκλογική εκστρατεία αυτή τη στιγμή. Είναι αυτοί οι ψηφοφόροι που πιθανώς θα καταλήξουν να γείρουν την πλάστιγγα υπέρ του ενός ή του άλλου στις αμφίρροπες πολιτείες.
Ακόμη όμως δεν έχουν αποφασίσει ποιον θα ψηφίσουν σε μία αναμέτρηση που, όπως το θέτει το Newsweek, δεν είναι τόσο ένας διαγωνισμός δημοφιλίας, όσο ένα δημοψήφισμα για το ποιος πιστεύουν οι Αμερικανοί ότι είναι η λιγότερη κακή επιλογή. Αυτό το ριμέικ του 2020 η πλειονότητα των Αμερικανών δεν θέλει να ξαναζήσει, και σε αυτό συμφωνούν όλες οι δημοσκοπήσεις.
Όσο για την έκβαση της αναμέτρησης, κατά τους πολιτικούς επιστήμονες οι διακυμάνσεις που παρατηρούνται στις μετρήσεις σε αυτό το στάδιο είναι αναμενόμενες σε μία προεκλογική περίοδο βουτηγμένη στην πόλωση και την τοξικότητα, και δεν μπορεί να ειπωθεί τίποτε άλλο πέραν του ότι όλα είναι ανοιχτά. Είναι αξίωμα ότι οι δημοσκοπήσεις είναι φωτογραφία της στιγμής, και η εναλλαγή μεταξύ Μπάιντεν και Τραμπ στην πρώτη θέση, πέραν του ότι κυμαίνεται στα περιθώρια του στατιστικού λάθους, καλλιεργεί μόνο πρόσκαιρες εντυπώσεις.
«Θα πιστέψουν οι ψηφοφόροι ότι η οικονομία βελτιώνεται; Θα επιλυθεί κάπως η κατάσταση της Γάζας; Θα ψηφίσουν οι γυναίκες σε μεγάλο βαθμό για το δικαίωμα στην άμβλωση; Πόση προτεραιότητα θα δώσουν οι ψηφοφόροι στο μεταναστευτικό; Θα κριθεί ένοχος ο Τραμπ σε μία από τις πολλές ποινικές δίκες εναντίον του; Θα έχει ο Μπάιντεν ένα επεισόδιο που θα αναζωπυρώσει την προσοχή στην ηλικία του; Από οποιονδήποτε από αυτούς τους παράγοντες, θα μπορούσε να εξαρτηθεί η προεδρία, λέει στο Newsweek o Κρίστοφερ Φελπς, καθηγητής Σύγχρονης Αμερικανικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Νότιγχαμ στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Από κάθε άποψη, μία τόσο οριακή εικόνα στις μετρήσεις, σε τόσο μεγάλη χρονική απόσταση από την κάλπη, δεν προσφέρεται για συμπεράσματα. Υπάρχουν τόσοι πολλοί γνωστοί και άγνωστοι παράγοντες καθ’ οδόν προς την 5η Νοεμβρίου. Ανάμεσά τους, προβάλλει ακόμη και το ενδεχόμενο να φθάσει ο Τζο Μπάιντεν να χάσει τις ψήφους των κεντρώων Δημοκρατικών.
Είναι μία διάσταση που θέτει η επιθεώρηση The Hill γράφοντας για ενδείξεις νευρικότητας των Δημοκρατικών μπροστά σε κινήσεις του Ντόναλντ Τραμπ που μπορεί να τον βοηθήσουν να κερδίσει υποστήριξη από το πολιτικό κέντρο. Ως παράδειγμα θέτουν την απόφασή του να μην υποστηρίξει την καθολική απαγόρευση των αμβλώσεων στις 15 εβδομάδες κύησης, και αντ’ αυτού να πει ότι αρμόδιες είναι οι πολίτειες -σαφώς η κίνηση ενός υποψηφίου που έχει το βλέμμα του στραμμένο στους μετριοπαθείς ψηφοφόρους.
«Εάν οι εκλογές διεξάγονταν σήμερα, ο Τραμπ θα κέρδιζε και αυτό σημαίνει ότι κερδίζει τους μετριοπαθείς αυτή τη στιγμή που μιλάμε», αναγνώρισε σύμβουλος στρατηγικής των Δημοκρατικών που επικαλείται η Hill. «Ο Τραμπ πρέπει να επικεντρώσει τις εκλογές στην οικονομία και τη μετανάστευση και αν το κάνει αυτό αποτελεσματικά, κέρδισε» λέει από πλευράς του ο σύμβουλος στρατηγικής των Ρεπουμπλικανών Ματ Μάκογουακ.
«Στο τέλος της ημέρας, η κούρσα θα είναι 50-50 την ημέρα των εκλογών. Δεν ξέρω γιατί ο κόσμος δυσκολεύεται να το αποδεχτεί αυτό», σημειώνει την ίδια στιγμή μιλώντας στον Guardian η πολιτική επιστήμονας και σύμβουλος στρατηγικής Ρέιτσελ Μπίτεκοφερ.
Ο καθηγητής Κρίστοφερ Φελπς παράλληλα σημειώνει πως είναι τέτοιος ο «βομβαρδισμός» των δημοσκοπήσεων, που είναι δύσκολο να καθοριστεί σε ποιες από αυτές πρέπει να δοθεί βάρος. «Η μεγαλύτερη προτεραιότητα δεν θα πρέπει να δίνεται στις εθνικές δημοσκοπήσεις αλλά στις δημοσκοπήσεις που στοχεύουν σε συγκεκριμένες πολιτείες που είναι κρίσιμες για το Κολέγιο των Εκλεκτόρων», επισημαίνει.
Όμως, και σε αυτές η εικόνα στις μετρήσεις διαφέρει. Ενδεικτικά, στην τελευταία δημοσκόπηση της Wall Street Journal ο Τζο Μπάιντεν εμφανίζεται να χάνει και στις οκτώ πολιτείες-κλειδιά εκτός από μία. Άλλες δημοσκοπήσεις δείχνουν τον Μπάιντεν να προηγείται οριακά στις εν λόγω πολιτείες.
Αρκετές δημοσκοπήσεις τους τελευταίους μήνες έχουν επίσης καταδείξει ότι ο Τραμπ λαμβάνει τις ψήφους έως και 20% των Αφροαμερικανών ψηφοφόρων. Οι περισσότερες από αυτές τις εκτιμήσεις, ωστόσο, βασίζονται σε δείγματα από τη δεξαμενή μεγαλύτερων δημοσκοπήσεων και θεωρούνται πολύ μικρά για να είναι ακριβή, όπως διευκρινίζει η εκτελεστική διευθύντρια της BlackPAC, Αντριάν Σρόπσαϊρ, και δηλώνει ότι τα ευρήματα αυτά δεν περιλαμβάνονται στις δικές τους δημοσκοπήσεις. Η ίδια εκτιμά ότι δεν υπάρχει τίποτα κοντά σε μια ιστορική μετατόπιση στις προθέσεις των Αφροαμερικανών.