Χωρίς ιδιαίτερες φιλοφρονήσεις σε προσωπικό επίπεδο, αλλά με απόλυτη επίγνωση της σημασίας που έχει η μία χώρα για την άλλη, Άνγκελα Μέρκελ και Βλαντιμίρ Πούτιν πραγματοποιούν την δεύτερη μέσα σε τρεις μήνες συνάντησή τους, έχοντας στην ατζέντα τους όλα τα σημαντικά διμερή θέματα - πολλά από τα οποία μάλιστα κυριαρχούν και στη διεθνή σκηνή.
Στις κοινές δηλώσεις που πραγματοποίησαν στον πύργο του Μέσενμπεργκ, όπου πραγματοποιείται η συνάντηση, οι δύο ηγέτες αναγνώρισαν την ανάγκη να διευρύνουν και να εμβαθύνουν τη συνεργασία τους σε όλα τα επίπεδα. Ειδικά δε στο ενεργειακό, που φαίνεται πως κυριαρχεί εξαιτίας και του αγωγού φυσικού αερίου Nord Stream II, η οποία έχει προκαλέσει ανησυχία σε αρκετούς εταίρους της Γερμανίας και τις Ηνωμένες Πολιτείες, που θεωρούν ότι αφενός θα μεγαλώσει την ενεργειακή εξάρτηση από τη Ρωσία και, αφετέρου, θα περιθωριοποιήσει περαιτέρω την Ουκρανία, η οποία είναι σήμερα η βασική χώρα διέλευσης του ρωσικού αερίου προς την Ευρώπη.
Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι αμφότεροι στάθηκαν στο συγκεκριμένο θέμα στις δηλώσεις τους, συμφωνώντας ότι ο ρόλος της Ουκρανίας -η οικονομία της οποίας βρίσκεται σε εξαιρετικά δύσκολη κατάσταση και στέκεται στα πόδια της μόνο με τη βοήθεια του ΔΝΤ, των ΗΠΑ και της ΕΕ, θα παραμείνει σημαντικός. Ωστόσο, πρέπει να σημειωθεί ότι ο πρόεδρος της Ρωσίας ισχυρίστηκε ότι αντιμετωπίζει το θέμα με καθαρά οικονομικά κριτήρια, τονίζοντας χαρακτηριστικά πως η συνεργασία της χώρας του με το Κίεβο θα συνεχιστεί μόνο εφόσον είναι οικονομικά βιώσιμη. Κάτι που, προφανώς, αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο να «αδειάσει» ανά πάσα στιγμή τους Ουκρανούς, εξυπηρετώντας τις πολιτικές του σκοπιμότητες με οικονομικά επιχειρήματα -με στόχο να πετύχει ένα ευνοϊκό διακανονισμό για τη Μόσχα και τους συμμάχους της στην Ουκρανία, η οποία παραμένει ουσιαστικά διχασμένη.
Σε κάθε περίπτωση, αν και δεν δέχθηκαν ερωτήσεις, Μέρκελ και Πούτιν κατέστησαν σαφές ότι δεν συμμερίζονται το ψυχροπολεμικό κλίμα που επιδιώκουν ορισμένες πλευρές να καλλιεργήσουν στις σχέσεις της Ευρώπης και ειδικά της Γερμανίας με τη Ρωσία. Ειδικά ο Πούτιν απαρίθμησε συνοπτικά τα κοινά συμφέροντα και τα περιθώρια που υπάρχουν για στενότερη συνεργασία -όπως χαρακτηριστικά είπε, σήμερα στη Ρωσία δραστηριοποιούνται πάνω από 5.000 γερμανικές επιχειρήσεις, που απασχολούν περισσότερους από 210.000 εργαζόμενους.
Είναι σαφές, επίσης, ότι η σημερινή συνάντηση πραγματοποιείται στο φόντο της επιδείνωσης των σχέσεων τόσο της Ρωσίας όσο και της Γερμανίας και συνολικά της ΕΕ με τις ΗΠΑ. Στο ίδιο «κάδρο» προστίθεται και η Τουρκία του Ερντογάν, η οποία είναι πλέον σε ανοιχτή ρήξη με τον Τραμπ και μοιάζει να αναζητεί στήριγμα και στη Μόσχα αλλά και στο Βερολίνο. Δεν είναι τυχαίο, εξάλλου, ότι και οι τρεις χώρες δείχνουν να συντονίζονται σε μεγάλα μέτωπα της Μέσης Ανατολής, όπως είναι η Συρία και το Ιράν -μάλιστα, ειδικά όσον αφορά το δεύτερο, συνεχίζουν να στηρίζουν σθεναρά τη συμφωνία του 2015 για το πυρηνικό πρόγραμμα της Τεχεράνης, επικρίνοντας την απόφαση Τραμπ να αποχωρήσει από αυτήν.
Αξίζει, τέλος, να σημειωθεί ότι ο Πούτιν μετέβη στη Γερμανία από την Αυστρία, όπου παραβρέθηκε στον γάμο της υπουργού Εξωτερικών της χώρας. Η απόφαση να αποσταλεί πρόσκληση στον πρόεδρο της Ρωσίας προκάλεσε σημαντικές αντιδράσεις στη Βιέννη, καθώς η αντιπολίτευση κατηγόρησε την κυβέρνηση συνασπισμού Χριστιανοδημοκρατών και Ακροδεξιάς ότι υπονομεύουν την ενιαία στάση της Ευρώπης έναντι της Μόσχας, ειδικά καθώς αυτό συνέβη σε μια περίοδο που η χώρα ασκεί την εξάμηνη περιοδική προεδρία της ΕΕ.
Γιώργος Παυλόπουλος