Με τους προβολείς στραμμένους σε δύο ανοιχτά πολεμικά μέτωπα σε Ουκρανία και Μέση Ανατολή, τις πολιτικές εξελίξεις στην Ευρώπη και την προοπτική μίας επανόδου Τραμπ στον Λευκό Οίκο, γλιστρά κάτω από τα ραντάρ η άβυσσος του εμφυλίου στο Σουδάν. Οι «έφιπποι διάβολοι» έχουν επιστρέψει στην επαρχία του Νταρφούρ δύο δεκαετίες μετά τις φρικαλεότητες που έμειναν χαραγμένες στη συλλογική συνείδηση, ενόσω μία ανθρωπιστική καταστροφή ιστορικών διαστάσεων απειλεί τη χώρα.
Χρησιμοποιώντας την ίδια τακτική καμένης γης κατά την προέλασή τους, οι «διάδοχοι» της διαβόητης πολιτοφυλακής «τζαντζαουίντ» έχουν περικυκλώσει την Ελ Φασέρ, πρωτεύουσα του Βόρειου Νταρφούρ, όπου εκτιμάται ότι έχουν αναζητήσει καταφύγιο ένα εκατομμύριο εκτοπισμένοι λόγω του εμφυλίου και είναι συγκεντρωμένοι κυρίως σε τρεις καταυλισμούς.
Κανείς δεν μπορεί να εγγυηθεί για εκείνους εάν η μόνη μεγάλη πόλη που δεν ελέγχεται ακόμη από τις Δυνάμεις Ταχείας Υποστήριξης (RSF) πέσει στα χέρια της πολιτοφυλακής που στρατολογεί τα μέλη της κυρίως από τις τάξεις των «τζαντζαουίντ». Είναι οι αποκαλούμενοι «έφιπποι διαβόλοι» που ευθύνονται μαζί με την κυβέρνηση του Χαρτούμ για τη γενοκτονία των μη αραβικών πληθυσμών του Νταρφούρ τη δεκαετία του 2000 και διοικούνται -τώρα όπως και τότε- από τον στρατηγό Μοχάμεντ Χαμντάν Νταγκάλο, γνωστό ευρέως ως Χεμέντι.
Η Ελ Φασέρ βρίσκεται εδώ και δύο μήνες υπό βάρβαρη πολιορκία. Ανάλυση δορυφορικών και βιντεοσκοπημένων εικόνων από τους New York Times έχει διαπιστώσει ότι καθώς οι εχθρικές δυνάμεις προσέγγιζαν την πόλη άφηναν πίσω τους τρόμο και χιλιάδες πυρπολημένα και ισοπεδωμένα σπίτια. Χιλιάδες άνθρωποι αναγκάστηκαν να τραπούν σε φυγή. Οι αναφορές για τις σφαγές που διαπράχθηκαν προ μηνών στην Αρνταμάτα του δυτικού Σουδάν προϊδεάζουν για το χειρότερο στην Ελ Φασέρ.
Η σουδανική-αραβική πολιτοφυλακή εισέβαλε στις αρχές Νοεμβρίου πέρυσι στις σκηνές, τις παράγκες και τα λασπόσπιτα του καταυλισμού στην Αρνταμάτα σκοτώνοντας άνδρες και εφήβους, σύμφωνα με αυτόπτες μάρτυρες, τοπικές ομάδες προάσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και διεθνείς οργανισμούς ανθρωπιστικής βοήθειας. Ο οικισμός στο δυτικό Νταρφούρ φιλοξενούσε περίπου 30.000 μη Αραβες Σουδανούς που είχαν διαφύγει από μάχες στον εμφύλιο πόλεμο. Οι νεκροί ξεπέρασαν τους 1.300.
Το Παρατηρητήριο Συγκρούσεων του Πανεπιστημίου Γέιλ, το οποίο χρησιμοποιεί ένα συνδυασμό δορυφορικών εικόνων, δεδομένων από μεθόδους θερμικής ανίχνευσης της NASA και εργαλεία ανοικτού κώδικα, είχε καταγράψει ήδη από τα μέσα του 2023 στοιχεία για «στοχευμένη καταστροφή» κοινοτήτων από τις Δυνάμεις Ταχείας Υποστήριξης.
Είχαν εντοπιστεί ομαδικοί τάφοι και δορυφορικές εικόνες έδειχναν ότι ολόκληρες αστικές γειτονιές και χωριά πυρπολήθηκαν. Η σεξουαλική βία αποτελεί για άλλη μια φορά εμφανές στοιχείο της στρατηγικής των RSF. Εγκαταστάσεις απαραίτητες για την επιβίωση καταστρέφονται σκόπιμα, από σπίτια, σχολεία και νοσοκομεία μέχρι υποδομές ύδρευσης, ηλεκτρισμού και επικοινωνιών. Εάν τώρα η Ελ Φασέρ «πέσει», η σύγκρουση μεταξύ δύο στρατηγών, που για την εξουσία ήταν έτοιμοι να θυσιάσουν ολόκληρη τη χώρα τους, κινδυνεύει να καταλήξει στον ίδιο εφιάλτη εκτυλίχθηκε στο Νταρφούρ δύο δεκαετίες πριν με τη σφαγή 300.000 ανθρώπων.
Από την έναρξη του εμφυλίου τον Απρίλιο του 2023, όταν τινάχτηκε στον αέρα μία εύθραυστη διαδικασία μετάβασης σε πολιτική διακυβέρνηση στο Σουδάν, τουλάχιστον 14.000 άνθρωποι έχουν χάσει τη ζωή τους και περισσότεροι από 10.000 έχουν εκτοπιστεί. Η επίθεση κατά της Ελ Φασέρ κλιμακώνεται και τα Ηνωμένα Έθνη «βλέπουν» ήδη σημάδια εθνοκάθαρσης και γενοκτονίας.
Οι δύο αδίστακτοι στρατηγοί, πρώην σύμμαχοι που ερίζουν για την εξουσία, ήταν αμφότεροι εμπλεκόμενοι στη γενοκτονία στο Νταρφούρ κατά «παραγγελία» του δικτάτορα Ομάρ αλ-Μπασίρ. O ντε φάκτο αρχηγός του κράτους και επικεφαλής του Μεταβατικού Στρατιωτικού Συμβουλίου, στρατηγός Αμπντέλ Φατάχ αλ-Μπουρχάν, και ο πρώην αναπληρωτής του και αρχηγός των παραστρατιωτικών Δυνάμεων Ταχείας Υποστήριξης (RSF), στρατηγός Μοχάμεντ Χαμντάν Νταγκάλο υπηρέτησαν τον Μπασίρ συνθλίβοντας προ δύο δεκαετιών την εξέγερση στο Νταρφούρ για να στραφούν μία 20ετία μετά μαζί εναντίον του όταν οι Σουδανοί πολίτες βγήκαν μαζικά στους δρόμους με αίτημα και ελπίδα για Δημοκρατία. Πήραν εκείνοι στα χέρια τους την εξουσία και δεσμεύτηκαν να την παραδώσουν, αλλά δεν το έκαναν ποτέ. Από σύμμαχοι έγιναν εχθροί και άνοιξαν τον Απρίλιο του 2023 ένα νέο αιματηρό και απρόβλεπτο κεφάλαιο στην τρίτη μεγαλύτερη χώρα της Αφρικής.
Πάνω από ένα χρόνο μετά, το Σουδάν διολισθαίνει ταχύτατα προς μια ανθρωπιστική καταστροφή ιστορικών διαστάσεων. Αμφότερες οι αντιμαχόμενες πλευρές εμποδίζουν τη ροή ανθρωπιστικής βοήθειας, μόνο μια μικρή ποσότητα -περίπου 22 φορτηγά για μια πόλη 1,8 εκατομμυρίων κατοίκων- έφτασε στην Ελ Φασέρ τους τελευταίους τρεις μήνες.
Ενώ η ανθρωπιστική βοήθεια καθυστερεί συνεχώς και οι χώροι ταφής στο Νταρφούρ επεκτείνονται διαρκώς καθώς άμαχοι πεθαίνουν από υποσιτισμό όπως καταγράφει το Reuters, τα αντιμαχόμενα μέρη δεν έχουν κανένα πρόβλημα να προμηθεύονται όπλα: O σουδανικός στρατός, μεταξύ άλλων, από τη Ρωσία και το Ιράν, και οι RSF πρωτίστως από τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, σύμμαχο της Ουάσινγκτον. Η σύντομη ανακοίνωση του Λευκού Οίκου για τη συνάντηση του Αμερικανού προέδρου, Τζο Μπάιντεν, και του σεΐχη Μοχάμεντ μπιν Ζαγιέντ Αλ Ναχιάν στη Σύνοδο Κορυφής της G7 στην Ιταλία δεν περιλάμβανε καμία αναφορά στο Σουδάν.
Κατά το Ιταλικό Ινστιτούτο Διεθνών Πολιτικών Μελετών (ISPI), τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα όχι μόνο εμπλέκονται στη σύγκρουση, αλλά σύμφωνα με ισχυρισμούς, που θεωρούνται αξιόπιστοι από τον ΟΗΕ, είναι ο εξωτερικός παράγοντας που εμπλέκεται περισσότερο στον πόλεμο. Το Άμπου Ντάμπι είναι ο κύριος εισαγωγέας χρυσού από το Σουδάν και έχει σχέδια πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων για την ανάπτυξη λιμανιών κατά μήκος της ακτής του Σουδάν στην Ερυθρά Θάλασσα.
Υποστηρίζοντας τους RSF και τον ηγέτη τους Χεμέντι, πρώην διοικητή της πολιτοφυλακής «τζαντζαουίντ» με μακροχρόνιους δεσμούς με τη χώρα του Κόλπου, τα Εμιράτα φέρονται να σαμποτάρισαν άμεσα τη δημοκρατική μετάβαση μετά την πτώση Μπασίρ το 2019 έπειτα από 30 χρόνια δικτατορίας. Σύμφωνα με αναφορές αξιωματούχων και διπλωματών σε σειρά εκθέσεων του ΟΗΕ, τα Εμιράτα προμηθεύουν όπλα και μη επανδρωμένα αεροσκάφη και περιθάλπουν τραυματισμένους μαχητές, μεταφέροντας τα πιο σοβαρά περιστατικά σε κάποια από τα στρατιωτικά νοσοκομεία τους στο γειτονικό Τσαντ.
Η κυβέρνηση των Εμιράτων αρνείται όλες τις κατηγορίες και επιμένει ότι οι επιχειρήσεις της στα σύνορα με το Σουδάν είναι καθαρά ανθρωπιστικού χαρακτήρα. Ωστόσο, χωρίς την άμεση υποστήριξη του Άμπου Ντάμπι, αναφέρει ο Guardian, οι RSF δεν θα ήταν σε θέση να προελάσουν τόσο γρήγορα, φτάνοντας να ελέγχουν σχεδόν όλες τις επαρχίες του Νταρφούρ.