Αν κι η μονομερής αποχώρηση των ΗΠΑ από τη συμφωνία του 2015 έχει πλήξει σημαντικά την οικονομία του Ιράν, επιδεινώνοντας δυσβάστακτα τις συνθήκες διαβίωσης του πληθυσμού, η Τεχεράνη ουδέποτε βιάστηκε για να διαπραγματευθεί την επιστροφή της. Ακόμα περισσότερο τώρα, όπου το σκληροπυρηνικό καθεστώς του Ιμπραήμ Ραϊσί, αισθάνεται πως βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση, μετά από την υπέρογκη αύξηση των τιμών του πετρελαίου και την ανάγκη της Δύσης να βρει εναλλακτικές στις ρωσικές πηγές ενέργειας.
Η Τεχεράνη φαίνεται να θεωρεί πως η πρόοδος που έχει επιτύχει στον εμπλουτισμό του ουρανίου δεν πρέπει να τεθεί σε αμφισβήτηση, καθώς την έχει φέρει σε απόσταση αναπνοής από τη δυνατότητα παραγωγής πυρηνικών όπλων, εάν το αποφασίσει. Γι’ αυτό άλλωστε, το Ιράν ζητάει επανειλημμένως από τη Διεθνή Επιτροπή Ατομικής Ενέργειας (ΔΕΑΕ) να κλείσει το ζήτημα των μη δηλωμένων εγκαταστάσεων στην επικράτεια της, όπου βρέθηκαν ίχνη εμπλουτισμένου ουρανίου.
Παρά τη προεκλογική του δέσμευση για επιστροφή στη συνεννόηση με το Ιράν για το πυρηνικό πρόγραμμα του, ο Τζο Μπάιντεν βλέπει τις απαιτήσεις του Ιράν να παραμένουν υψηλές, ενώ ο ίδιος έχει πολύ στενά περιθώρια παραχωρήσεων, λόγω των εσωτερικών πολιτικών συσχετισμών. Ταυτόχρονα όμως, το πυρηνικό πρόγραμμα συνεχίζει να αναπτύσσεται με μεγάλη ταχύτητα, κάτι το οποίο αποτελεί βασικό θέμα διαβουλεύσεων μεταξύ των ΗΠΑ και του στενού εταίρου τους, του Ισραήλ.
Άλλωστε λίγο πριν, ο Αμερικανός πρόεδρος και ο Γιαΐρ Λαπίντ, που ανέλαβε την πρωθυπουργία στο Ισραήλ, υπέγραψαν κοινή δέσμευση ότι το Ιράν δεν πρόκειται να αποκτήσει πυρηνικά όπλα. Στο Ισραήλ βέβαια ο Λαπίντ βρίσκεται σε μία κρίση που σχετίζεται με την επιδείνωση των σχέσεων με τη Ρωσία και δύσκολα θα άντεχε μία συμφωνία της Δύσης με το Ιράν, ενόψει των εκλογών του Νοεμβρίου. Οπότε όλα τα ενδεχόμενα είναι ανοιχτά, καθώς μία στρατιωτική επέμβαση στο Ιράν, με ή δίχως προειδοποίηση, βρίσκεται πάντα πάνω στο τραπέζι.