Του Γιώργου Παυλόπουλου
Έχουν περάσει σχεδόν τεσσεράμισι χρόνια από την τελευταία φορά που ο Ταγίπ Ερντογάν πάτησε το πόδι του σε γερμανικό έδαφος. Ήταν ως πρωθυπουργός, τον Φεβρουάριο του 2014 και έξι μήνες προτού εκλεγεί πρόεδρος, για να βάλει μπροστά την τελική φάση του σχεδίου του με σκοπό την μετατροπή του ιδίου σε «σουλτάνο» και της Τουρκίας σε περιφερειακή υπερδύναμη.
Από τότε μέχρι σήμερα, βεβαίως, έχουν μεσολαβήσει πολλά και σημαντικά. Οι διμερείς σχέσεις έχουν κυριολεκτικά περάσει δια πυρός και σιδήρου, έχουν φτάσει ακόμη και στο όριο της ρήξης, όμως παραμένουν εξαιρετικά σημαντικές για να τιναχτούν στον αέρα. Πολύ περισσότερο καθώς στο μεταξύ, υπογράφηκε η συμφωνία Ε.Ε. και Τουρκίας για το προσφυγικό, στην οποία οφείλεται σε μεγάλο βαθμό η κατακόρυφη μείωση των ροών προς την Ευρώπη σε σύγκριση με το 2015.
Από το 2014...
Αξίζει να θυμηθούμε, εν συντομία: Το 2016, εκδηλώθηκε το πραξικόπημα που αντί να ανατρέψει τον Ερντογάν, τον έφερε σε θέση ισχύος, προσφέροντάς του μάλιστα το κατάλληλο επιχείρημα για να εξαπολύσει ένα πρωτοφανές πογκρόμ εναντίον δικαίων και αδίκων, με το επιχείρημα ότι είναι συνεργάτες των «γκιουλενιστών». Ο ίδιος εξαπέλυσε δε μύδρους κατά της Ευρώπης και ειδικά της Γερμανίας, όπου είχαν καταφύγει πολλοί αντίπαλοι του, για την άρνηση έκδοσής τους στην Τουρκία.
Στη συνέχεια, ο Ερντογάν απέκτησε υπερεξουσίες με το δημοψήφισμα του 2017, με διαδικασίες ωστόσο που αμφισβητήθηκαν έντονα από το Βερολίνο και την υπόλοιπη Ευρώπη. Και τότε, η αντιπαράθεση υπήρξε σφοδρή, καθώς οι Γερμανοί και οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι αμφισβήτησαν τις διαδικασίες που ακολουθήθηκαν, ενώ του απαγόρευσαν, όπως άλλωστε και στους υπουργούς του, να πραγματοποιήσουν προεκλογικές συγκεντρώσεις επί του εδάφους τους -γεγονός που τον εξόργισε αφάνταστα και τον έκανε να παρομοιάσει τη γερμανική ηγεσία με το... χιτλερικό καθεστώς.
Ως συνέπεια όλων αυτών, καθώς και πολλών ακόμη -όπως είναι, για παράδειγμα, η αποκάλυψη για τις μυστικές σχέσεις της Άγκυρας με τους τζιχαντιστές του Isis ή η στρατιωτική εισβολή στην Αφρίν της Συρίας κατά των Κούρδων- είχαν ως συνέπεια να παγώσουν για τα καλά οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις με την Ε.Ε. Γεγονός που επιβεβαιώνεται και με τη χθεσινή εισήγηση της αρμόδιας επιτροπής της Ευρωβουλής να μην εκταμιευτούν 70 εκατ. ευρώ που προορίζονταν για την προώθηση μεταρρυθμίσεων τις οποίες το καθεστώς Ερντογάν ούτως ή άλλως δεν είναι διατεθειμένο να κάνει.
Κι όμως, αντέχει!
Τίποτε από αυτά, όμως, δεν στάθηκε ικανό να κόψει εντελώς τον ομφάλιο λώρο που συνδέει την Τουρκία με την Ευρώπη. Κι αυτό θα αποτυπωθεί και στις συνομιλίες που θα έχει το Σάββατο ο πρόεδρος της Τουρκίας με την Άνγκελα Μέρκελ -έστω κι αν η καγκελάριος επέλεξε να μην παραβρεθεί σήμερα στην επίσημη δεξίωση, όπως και πολλοί ακόμη πολιτικοί αρχηγοί και βουλευτές, στέλνοντας έτσι ένα συμβολικό μήνυμα προς την άλλη πλευρά.
Η Μέρκελ και το Βερολίνο έχουν προφανώς πολλούς λόγους για να συνεχίσουν να συνομιλούν και να προσπαθούν να τα βρουν με τον Ερντογάν, έστω κι αν θα προτιμούσαν στη θέση του να βρίσκεται κάποιος άλλος. Οι εμπορικές συναλλαγές που πέρυσι ξεπέρασαν τα 30 δισ., οι γερμανικές επενδύσεις στην τουρκική αγορά, οι χιλιάδες τουρκικές μεσαίες και μικρές επιχειρήσεις που λειτουργούν στη Γερμανία, οι αθρόες αφίξεις Γερμανών τουριστών στην Τουρκία, τα 3 περίπου εκατομμύρια των Τούρκων μεταναστών στη Γερμανία, καθώς και οι κίνδυνοι που συνεπάγεται για την Ευρώπη ενδεχόμενο «κραχ» στην τουρκική οικονομία, είναι μερικοί από αυτούς τους λόγους.
Το μεγάλο δέλεαρ
Στη σημερινή συγκυρία, όμως, αυτό που φαίνεται να βαραίνει περισσότερο από όλα είναι κάτι άλλο: Το κενό που αφήνει σε γεωπολιτικό επίπεδο και σε μια εξαιρετικά κρίσιμη περιοχή, το ρήγμα ανάμεσα στον Ερντογάν και τις Ηνωμένες Πολιτείες -το οποίο, μάλιστα, είναι αμφίβολο εάν μπορεί πλέον να καλυφθεί, ακόμη και στην περίπτωση που επιβεβαιωθούν οι σχετικές φήμες που θέλουν τον «σουλτάνο» να απελευθερώνει τον πάστορα Άντριου Μπράνσον εντός Οκτωβρίου. Αυτό ακριβώς το ρήγμα δελεάζει πολύ το Βερολίνο, που άλλωστε έχει παραδεχθεί ότι πρέπει να χαράξει -όπως και ολόκληρη η Ευρώπη- τον δικό του δρόμο και να οικοδομήσει τις δικές του συμμαχίες, χωρίς να θέτει πλέον ως προϋπόθεση τη συγκατάθεση ή την εύνοια των Αμερικανών.
Η αλήθεια, βεβαίως, είναι πως η Μέρκελ μοιάζει αυτή την περίοδο πιο αδύναμη από ποτέ άλλοτε για να λάβει τόσο σημαντικές αποφάσεις. Αυτό, όμως, δεν θα την εμποδίσει να κάνει βήματα προς την κατεύθυνση που θα έχει επιλέξει.