Το έντονο ενδιαφέρον της Τουρκίας για το βόρειο Ιράκ – ευρύτερα γνωστό και ως Ιρακινό Κουρδιστάν – όπως και η ισχυρή επιρροή που διαθέτει εκεί δεν είναι κάτι καινούριο. Δεν αποτελεί μυστικό, άλλωστε, το γεγονός ότι επί πολλά χρόνια, το «αφεντικό» της τοπικής κυβέρνησης και ηγετική φυσιογνωμία μιας από τις πιο ξακουστές κουρδικές φαμίλιες του Ιράκ, ο Μασούντ Μπαρζανί, συνεργαζόταν στενά και ιδιαιτέρως αρμονικά με τις τουρκικές κυβερνήσεις.
Ήταν μια συνεργασία που εκτεινόταν σε όλα τα επίπεδα και έφτανε σε βαθμό... παρεξήγησης – με άλλα λόγια, στην κατηγορία ορισμένων ότι ο τελευταίος αποτελούσε το μακρύ χέρι της Άγκυρας (και της Ουάσινγκτον) στις τάξεις των Κούρδων. Αυτό τουλάχιστον ισχυρίζονταν μέχρι το 2017, όταν οι διμερείς σχέσεις διαταράχθηκαν σοβαρά εξαιτίας της απόπειρας του Μπαρζανί να ανακηρύξει ανεξάρτητο κουρδικό κράτος. Ήταν μια κίνηση που τον μετέβαλε σε κόκκινο πανί στα μάτια του Ταγίπ Ερντογάν, ο οποίος συμμάχησε με την κυβέρνηση της Βαγδάτης και τον εκπαραθύρωσαν από την προεδρία.
Είδηση δεν συνιστά, όμως, ούτε η νέα στρατιωτική επέμβαση της Άγκυρας στο βόρειο Ιράκ, η οποία πραγματοποιήθηκε την περασμένη εβδομάδα, με τη γνωστή αιτιολογία: Την αντιμετώπιση της απειλής του Κουρδικού Εργατικού Κόμματος (ΡΚΚ), που έχει εγκαταστήσει εκεί τις σημαντικότερες βάσεις του, από τις οποίες εξακολουθεί να καταφέρνει πλήγματα στους αντιπάλους του.
Εδώ και περίπου 20 χρόνια, εξάλλου, προτού καν αναλάβουν την εξουσία ο Ερντογάν και το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης, τα τουρκικά μαχητικά και οι κομάντος μπαινοβγαίνουν συχνότατα στο Ιράκ. Χωρίς, μάλιστα, να συναντούν ουδεμία ουσιαστική αντίσταση ή αντίρρηση από τη Βαγδάτη ή από τις τοπικές αρχές, κάτι που ίσχυε και επί Μασούντ Μπαρζανί και επί των ημερών του διαδόχου και συνονόματού του, Μασρούρ – για τους οποίους, το ΡΚΚ αποτελούσε πάντα πιο επικίνδυνο ανταγωνιστή και αντίπαλο.
Η ίδια «αναθεωρητική» τακτική
Αυτή τη φορά, πάντως, υπάρχουν σαφείς ενδείξεις ότι κάτι έχει αλλάξει και ότι ο Ερντογάν επιδιώκει να μετατρέψει το περιστασιακό σε μόνιμο, εκμεταλλευόμενος τις γενικότερες ανακατατάξεις και αλλαγές συνόρων στη νοτιοανατολική Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή. Φιλοδοξεί, δηλαδή, να επαναλάβει στην περίπτωση του Ιράκ την ίδια ουσιαστικά τακτική με εκείνη που εφαρμόζει ήδη στη Συρία και τη Λιβύη, ένα τμήμα των οποίων είναι φανερό ότι θεωρεί ως ντε φάκτο προτεκτοράτο της χώρας του.
Οι δηλώσεις που έκανε πριν μερικές ημέρες ο υπουργός Εξωτερικών, Μεβλούτ Τσαβούσογλου, αναφερόμενος στο ΡΚΚ, είναι σίγουρα αποκαλυπτικές: «Βρίσκονται πλέον στους δρόμους της Σουλεϊμανίγιε και ελέγχουν εκατοντάδες σημεία. Ασκούν πίεση σε πολιτικά κόμματα και, γι' αυτό, αποτελούν απειλή για εμάς. Γι' αυτό η επιχείρησή μας θα συνεχιστεί βήμα-βήμα, μέχρις ότου οι τρομοκράτες εξαλοθρευτούν πλήρως και από εκεί. Κι αυτό είναι κάτι καλό τόσο για την Τουρκία όσο και για το Ιράκ».
Ακόμη πιο ωμός ήταν ο κυβερνητικός εταίρος του Ερντογάν και ιστορικός ηγέτης του εθνικιστικού κόμματος MHP και των «Γκρίζων Λύκων», Ντεβλέτ Μπαχτσελί, ο οποίος λειτουργεί συνήθως ως «λαγός», φανερώνοντας τις πραγματικές επιδιώξεις του εταίρου του και του κατεστημένου της Άγκυρας: «Το ΡΚΚ βρίσκεται στους δρόμους της Σουλεϊμανίγιε. Στο Κιρκούκ, οι σημαίες των Τουρκμένων υπεστάλησαν και ανέβηκαν τα σύμβολα του ΡΚΚ. Αυτές οι εξελίξεις δίνουν στην Τουρκία το νόμιμο δικαίωμα να επέμβει και να πολεμήσει με τον πιο σκληρό τρόπο», σημείωσε χθες σε γραπτή του δήλωση, χρησιμοποιώντας ταυτόσημες εκφράσεις με εκείνες του Τσαβούσογλου.
Τι υπονοούν, λοιπόν, οι δυο τους; Τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο από αυτό που φαντάζονται όλοι διαβάζοντας τις δηλώσεις τους, υπό το πρίσμα της «αναθεωρητικής» πολιτικής που ακολουθεί η Άγκυρα σε όλα σχεδόν τα μέτωπα: Να πατήσει η Τουρκία το πόδι της σε περιοχές της γειτονικής χώρας που εποφθαλμιά εδώ και δεκαετίες (οι οποίες, όλως τυχαίως, διαθέτουν και μεγάλο φυσικό πλούτο...) και να μην το βγάλει ποτέ ξανά από εκεί!