Μία και μόνο ομιλία δεν μπορεί να εγγυηθεί την επανεκλογή του. Αυτή όμως η εκδοχή του Τζο Μπάιντεν, με την ισχύ και την αποφασιστικότητα που προέβαλε από το βήμα του Κογκρέσου, θα μπορούσε να νικήσει τον Ντόναλντ Τραμπ στις εκλογές της 5ης Νοεμβρίου. Το μεγάλο στοίχημα της ομιλίας για την Κατάσταση του Έθνους κερδήθηκε. Το επόμενο, και ακόμη μεγαλύτερο, είναι να παρουσιαστεί ξανά και ξανά ο ίδιος Μπάιντεν ενώπιον των Αμερικανών στην μακρά, εξαντλητική, όσο και απρόβλεπτη, διαδρομή προς τις κάλπες.
Ήταν μία προεδρική ομιλία για την Κατάσταση του Έθνους σαν καμία άλλη. Ουδέποτε πρόεδρος έχει επιτεθεί κατά το παρελθόν τόσο σκληρά και επίμονα σε πολιτικό του αντίπαλο, ούτε και η βαρυσήμαντη ομιλία είχε προσλάβει ποτέ χαρακτήρα «ιατρικού check-up» για την πνευματική οξύτητα και τις αντοχές του εκφωνούντος. Όμως ήταν και τα δύο αναμενόμενα από τη στιγμή που ο πολιτικός αντίπαλος που ακούει στο όνομα Ντόναλντ Τραμπ έχει απειλήσει και εξακολουθεί να απειλεί την αμερικανική Δημοκρατία, και ο νυν πρόεδρος διεκδικεί δεύτερη θητεία στα 81 του χρόνια.
Ενώπιον των δύο σωμάτων Κογκρέσου, της στρατιωτικής και δικαστικής ηγεσίας των ΗΠΑ και υψηλών προσκεκλημένων, και μπροστά σε τηλεοπτικό κοινό εκατομμυρίων, ο Αμερικανός πρόεδρος κήρυξε ουσιαστικά την έναρξη της προεκλογικής του εκστρατείας για τον Λευκό Οίκο, περνώντας πλέον σε κατά μέτωπο επίθεση στον Ντόναλντ Τραμπ. Παραθέτοντας «εσωτερικές και εξωτερικές» απειλές για τη Δημοκρατία και τις ελευθερίες των πολιτών των Ηνωμένων Πολιτειών, ο Μπάιντεν αποτύπωσε τις διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στη δική του Αμερική και τη δυστοπία του Τραμπ.
Ο λόγος ήταν «πύρινος» και το διακύβευμα που έθεσε ξεκάθαρο. «Ζητώ από όλους, ανεξαρτήτως κόμματος, να ενωθείτε και να υπερασπιστείτε τη Δημοκρατία μας», δήλωσε ο Μπάιντεν, τονίζοντας ότι ο Τραμπ και οι προσδεδεμένοι στο άρμα του Ρεπουμπλικανοί επιχειρούν να ξαναγράψουν την Ιστορία «θάβοντας την αλήθεια» για την 6η Ιανουαρίου 2021. «Δεν μπορείς να αγαπάς τη χώρα μόνο όταν κερδίζεις», υπογράμμισε.
Στα 68 λεπτά της ομιλίας του, ο Τζο Μπάιντεν επιτέθηκε 13 φορές κατά του υπόδικου τέως προέδρου -από την εισβολή της 6ης Ιανουαρίου στο Καπιτώλιο και τη λογική της «εκδίκησης και τιμωρίας» που εκπροσωπεί έως το μεταναστευτικό και τη δικομματική συμφωνία για την ασφάλεια των αμερικανικών συνόρων που τορπιλίζει, το μπλόκο στη βοήθεια στην Ουκρανία, καθώς και την «υποταγή» στον Πούτιν με τις παροτρύνσεις να «κάνει ό,τι διάολο θέλει» με του ΝΑΤΟϊκούς συμμάχους στην Ευρώπη. Ούτε μία φορά δεν ανέφερε ο Μπάιντεν το όνομα του Ντόναλντ Τραμπ. Καθ’ όλη την ομιλία ο Τραμπ ήταν ο «προκάτοχός» του.
Οι Ρεπουμπλικανοί φώναζαν για να τον διακόψουν ιδίως όταν πέρασε στην επίθεση εις βάρος τους για το φόρους, την άμβλωση, το μεταναστευτικό ζήτημα και την κοινωνική ασφάλιση. Βρήκαν απέναντί τους έναν Μπάιντεν προετοιμασμένο να απαντήσει, και τους Δημοκρατικούς να φωνάζουν από τα έδρανα το σύνθημα «ακόμη τέσσερα χρόνια» με την ομιλία για την Κατάσταση του Έθνους να παίρνει χαρακτηριστικά προεκλογικής αναμέτρησης. Η ρεπουμπλικανική πλευρά ανέμενε έναν πιο «ασθενικό» Μπάιντεν και ήταν έτοιμη να εκμεταλλευτεί κάθε σημάδι αδυναμίας και σύγχυσης. Τελικά, κατέληξε να τον επικρίνει γιατί… φώναζε πολύ, λέγοντας πως μπερδεύει την ένταση της φωνής με την ισχύ.
Ήταν κατά γενική ομολογία η πιο δυναμική ομιλία Μπάιντεν στις δεκαετίες της πολιτικής του πορείας. Καλούνταν ταυτόχρονα να καταδείξει την απειλή που συνιστά μία ενδεχόμενη προεδρική νίκη Τραμπ για τις Ηνωμένες Πολιτείες και να πείσει μία το λιγότερο επιφυλακτική κοινή γνώμη πως διαθέτει ακόμη ικανά αποθέματα ενέργειας. Η ηγεσία είναι ζήτημα ιδεών, και όχι ηλικίας, επέμεινε ο Μπάιντεν, ενώ μετά την ομιλία αξιωματούχοι του Λευκού Οίκου έσπευδαν να υπογραμμίσουν πως ο Αμερικανός πρόεδρος μπορεί και το απέδειξε. Τον Μπάιντεν αναμένει, ωστόσο, ένας μαραθώνιος. Εννέα εξαντλητικοί μήνες έπονται έως τις κάλπες και ο Τραμπ «εγγυάται» μία τοξική εκστρατεία και ακόμη μεγαλύτερη πόλωση.
Πέραν της ηλικίας, της οικονομίας και το ζήτημα του μεταναστευτικού -το πεδίο στο οποίο ο Μπάιντεν υστερεί περισσότερο από όλα-, σε μείζον ζήτημα και «αγκάθι» για την εκστρατεία του έχει αναδειχθεί ο πόλεμος στη Γάζα. Η παρούσα δημοσκοπική εικόνα προδιαθέτει σε μία εξαιρετικά αμφίρροπη εκλογική μάχη και ο Αμερικανός πρόεδρος δεν έχει κανένα περιθώριο να αποξενώσει την εκλογική βάση των Δημοκρατικών, μερίδα της οποίας έχει καταστήσει σαφή τη δυσφορία της για τους χειρισμούς του διά της «αδέσμευτης ψήφου» στις κάλπες των προκριματικών.
Στην ομιλία του ο Αμερικανός πρόεδρος επανέλαβε ότι το Ισραήλ έχει το δικαίωμα άμυνας έναντι της Χαμάς, επέκρινε ωστόσο τη στάση του ως προ τη διανομή της ανθρωπιστικής βοήθειας στους Παλαιστινίους λέγοντας πως δεν μπορεί να συνιστά «διαπραγματευτικό χαρτί», και επανέλαβε ότι η ειρήνευση έγκειται στη λύση των δύο κρατών. Ζήτησε άμεσα εκεχειρία, χωρίς πάντως να μιλήσει για μόνιμη κατάπαυση του πυρός όπως ζητά η «αδέσμευτη ψήφος».
Με αναφορές στο μέτωπο της Ουκρανίας, ο Μπάιντεν συνέκρινε τις στιγμές με το 1941, όταν οι ΗΠΑ βρίσκονταν στα πρόθυρα να εμπλακούν στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, λέγοντας στους Αμερικανούς πως «η Ιστορία μας κρίνει» για την αντίδραση στις κρίσεις που εκτυλίσσονται ανά τον κόσμο.
Μιλώντας ίσως στο μεγαλύτερο ακροατήριο στο οποίο θα απευθυνθεί μέχρι και την κάλπη της 5ης Νοεμβρίου, ο Αμερικανός πρόεδρος αντιπαρέβαλε τα λόγια του Τραμπ με το βροντερό κάλεσμα του Ρεπουμπλικάνου πρώην προέδρου Ρόναλντ Ρέιγκαν προς τον Σοβιετικό ηγέτη Μιχαήλ Γκορμπατσόφ να «γκρεμίσει» το Τείχος του Βερολίνου: «Ο προκάτοχός μου, ένας Ρεπουμπλικανός πρώην πρόεδρος, λέει στον Πούτιν, κατά λέξη ‘Κάνε ό,τι διάολο θέλεις’. Ένας πρώην πρόεδρος το είπε πραγματικά αυτό υποκλινόμενος σε έναν Ρώσο ηγέτη. Νομίζω ότι είναι εξωφρενικό, είναι επικίνδυνο και απαράδεκτο. Δεν θα υποκύψουμε. Εγώ δεν θα υποκύψω».