Η κυβέρνηση Μπάιντεν προτάσσει αμιγώς ζήτημα εθνικής ασφάλειας, επιμένοντας πως οι κινήσεις της είναι χειρουργικής ακριβείας. Το καθεστώς Σι Τζινπίνγκ καταγγέλλει ωμό οικονομικό καταναγκασμό, προειδοποιώντας με αντίμετρα. Και κάπως έτσι, με το διάταγμα που απαγορεύει τις αμερικανικές επενδύσεις σε κρίσιμες βιομηχανίες υψηλής τεχνολογίας στην Κίνα, ανοίγει ένα ακόμη κεφάλαιο έντασης στις σινοαμερικανικές σχέσεις που διανύουν ήδη τη χειρότερη περίοδό τους από το 1979 και την αναγνώριση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας επί προεδρίας Κάρτερ.
Το διάταγμα του Αμερικανού προέδρου Τζο Μπάιντεν έρχεται να μπλοκάρει νέες επενδύσεις από εταιρείες ιδιωτικού και επιχειρηματικού κεφαλαίου, καθώς και κοινοπραξίες, σε ευαίσθητες τεχνολογίες. Στο «απαγορευτικό» εντάσσονται ημιαγωγοί, κβαντικοί υπολογιστές και τεχνητή νοημοσύνη και, σύμφωνα με τον Λευκό Οίκο, η στόχευση είναι να μην χρησιμοποιηθούν αμερικανικά κεφάλαια, καθώς και αμερικανική τεχνογνωσία, προς ενίσχυση των στρατιωτικών δυνατοτήτων του Πεκίνου.
Η ανάσχεση του στρατιωτικού εκσυγχρονισμού και της γεωπολιτικής επιρροής της Κίνας διεθνώς αποτελεί κυρίαρχη προτεραιότητα για τις Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες στο αμυντικό τους δόγμα χαρακτηρίζουν ήδη από το 2022 την Κίνα ως τη μεγαλύτερη μακροπρόθεσμη απειλή για την παγκόσμια ασφάλεια. Για το επίμαχο διάταγμα, σύσσωμο το οικονομικό επιτελείο και σύμβουλοι ασφαλείας του Λευκού Οίκου επισημαίνουν ότι πρόκειται για κίνηση στοχευμένη με άξονα αποκλειστικά και μόνο την εθνική ασφάλεια, όμως σαφώς αντανακλά τον αυξανόμενο οικονομικό ανταγωνισμό μεταξύ των δύο υπερδυνάμεων.
«Η κυβέρνηση Μπάιντεν έχει δεσμευτεί να κρατήσει την Αμερική ασφαλή και να υπερασπιστεί την εθνική ασφάλεια μέσω της κατάλληλης προστασίας τεχνολογιών που είναι κρίσιμες για την επόμενη γενιά στρατιωτικής καινοτομίας», αναφέρεται στην ανακοίνωση που εκδόθηκε από το υπουργείο Οικονομικών και γίνεται για λόγος για στοχευμένη προσθήκη στους υφιστάμενους ελέγχους εξαγωγών.
Η Κίνα πάντως δεν «πείθεται», βλέποντας την αμερικανική ενέργεια ως σκέλος ευρύτερης εκστρατείας για τον περιορισμό της ανόδου της.
Η χρονική συγκυρία επίσης δεν βοηθά. Χωρίς να είναι μεν προσχεδιασμένο, το μπλόκο Μπάιντεν έρχεται ακριβώς τη στιγμή που ο αποπληθωρισμός «δείχνει τα δόντια» του στον ασιατικό γίγαντα, Οι κινεζικές τιμές καταναλωτή διολίσθησαν σε αποπληθωρισμό για πρώτη φορά εδώ και δύο χρόνια, με τις ανησυχίες να εντείνονται για την κατάσταση της «υγείας» της δεύτερης μεγαλύτερης οικονομίας παγκοσμίως.
Με διαδοχικές ανακοινώσεις το υπουργείο Εξωτερικών και το υπουργείο Εμπορίου της Κίνας κατακεραύνωσαν τις ΗΠΑ, κάνοντας λόγο για ξεκάθαρη πράξη «οικονομικού εξαναγκασμού» και «εκφοβισμού» στο πεδίο της επιστήμης και της τεχνολογίας με «απώτερο σκοπό να στερήσουν από την Κίνα το δικαίωμά της στην ανάπτυξη». Το Πεκίνο καταγγέλλει ότι το διάταγμα του προέδρου Μπάιντεν «αποκλίνει σοβαρά» από τις αρχές της οικονομίας της αγοράς και του θεμιτού ανταγωνισμού που ανέκαθεν προωθούσαν οι Ηνωμένες Πολιτείες.
O «πόλεμος των ημιαγωγών» μαίνεται επί μακρόν. Οι Ηνωμένες Πολιτείες μαζί με την Ιαπωνία και την Ολλανδία, κυριαρχούν στην πλέον προηγμένη τεχνολογία στον κόσμο. Αμφότεροι Δημοκρατικοί και Ρεπουμπλικανοί ανησυχούν ότι το Πεκίνο μπορεί να ξεπεράσει την Ουάσινγκτον όσον αφορά τη συνολική στρατιωτική ισχύ και ότι θα μπορούσε να το πράξει ουσιαστικά εκμεταλλευόμενο την πρόοδο που καταγράφουν στους σχετικούς τομείς οι ίδιες οι ΗΠΑ.
Ακριβώς εξαιτίας αυτών των ανησυχιών, η κυβέρνηση Μπάιντεν επέβαλε τον περασμένο Οκτώβριο περιορισμούς στην πώληση ημιαγωγών και εξοπλισμού κατασκευής τσιπ στην Κίνα, η οποία και «απάντησε» με την επιβολή περιορισμών στις εξαγωγές πολύτιμων μετάλλων που χρησιμοποιούνται ευρέως στη βιομηχανία ημιαγωγών -του γαλλίου και του γερμανίου, μέταλλα κρίσιμα για την αλυσίδα εφοδιασμού του ίδιου του Πενταγώνου. Με αντίμετρα απείλησε και για το νέο μπλόκο στις επενδύσεις.
Η Κίνα έχει ανακοινώσει ότι φιλοδοξεί να καταστεί ηγέτιδα δύναμη στον τομέα της τεχνητής νοημοσύνης έως το 2030. Από την άλλη πλευρά, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν καταστήσει σαφές ότι επιδιώκουν να κρατήσουν την Κίνα τουλάχιστον μία γενιά πίσω στη μάχη για υπεροχή στο πεδίο της ΑΙ.
Δημοκρατικοί και Ρεπουμπλικανοί στην ίδια γραμμή
Στο «καυτό» ζήτημα της Κίνας, ο Τζο Μπάιντεν έχει κινηθεί επί προεδρίας του εν πολλοίς στη γραμμή Τραμπ παρά την «άβυσσο» που τους χωρίζει. Δημοκρατικοί και οι Ρεπουμπλικανοί ευθυγραμμίζονται όσον αφορά τη στάση έναντι του Πεκίνου, την προστασία της εγχώριας παραγωγής, το εξωτερικό εμπόριο και τη βιομηχανική παραγωγή, και την πρόσβαση σε στρατηγικές τεχνολογίες.
Υπάρχει σταθερή δικομματική συμφωνία ότι η Κίνα αντιπροσωπεύει τη μεγαλύτερη πρόκληση για τα συμφέροντα εθνικής ασφάλειας των ΗΠΑ και για την παγκόσμια τάξη πραγμάτων. Και αν και υφίστανται διαφωνίες ως προς τους τρόπους με τους οποίους πρέπει να αντιμετωπιστεί, οι κινήσεις για την υπερίσχυση στον μεταξύ τους ανταγωνισμό αναμένεται να καθοδηγήσουν την εξωτερική, αλλά και την οικονομική πολιτική της Ουάσινγκτον, ανεξαρτήτως νικητή στις κρίσιμες προεδρικές εκλογές του 2024.
Ένας μελλοντικός Ρεπουμπλικανός πρόεδρος πιθανότατα θα ακολουθούσε μία πιο μονομερή προσέγγιση έναντι της Κίνας, «τιμωρώντας» τους Ευρωπαίους συμμάχους εάν δεν ακολουθήσουν. Οποιαδήποτε μελλοντική ρεπουμπλικανική κυβέρνηση θα είναι πιο συναλλακτική στη σχέση της με την Ευρωπαϊκή Ένωση και θα εξαρτήσει τις εμπορικές της πολιτικές έναντι της Ευρώπης από τη στρατηγική βιομηχανική πολιτική της ίδιας έναντι της Κίνας, έχει εκτιμήσει σε πρόσφατη ανάλυση η «δεξαμενή σκέψης» Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Εξωτερικών Σχέσεων (ECFR).
Υπό μία δεύτερη θητεία Μπάιντεν, οι ΗΠΑ είναι πιο πιθανό να συνεχίσουν να προσελκύουν συμμάχους για να περιορίσουν την Κίνα, ακόμα κι αν η υπομονή της κυβέρνησης μπορεί τελικά να εξαντληθεί. Ωστόσο, σε κάθε περίπτωση, οι ΗΠΑ θα περιμένουν όλο και περισσότερο από την ΕΕ να ευθυγραμμίσει τη στρατηγική βιομηχανική πολιτική της έναντι της Κίνας με εκείνη των ΗΠΑ, ενώ θα απαιτήσουν μεγαλύτερη ευρωπαϊκή συνεισφορά σε στρατιωτικά ζητήματα και θέματα ασφάλειας στην Ουκρανία, προκειμένου να απελευθερωθούν στρατιωτικοί πόροι των ΗΠΑ για τον Ινδο-Ειρηνικό.
Οικονομικός και γεωπολιτικός ανταγωνισμός, το ζήτημα της Ταϊβάν, η εδραίωση του σινορωσικού άξονα εν μέσω του πολέμου στην Ουκρανία, η κινεζική επιθετικότητα στη Νότια Σινική Θάλασσα και οι κινήσεις του Πεκίνου στον Ινδο-Ειρηνικό, αλλά και η διαρκής καταστολή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από το καθεστώς του Σι Τζινπίνγκ, καθιστούν πολύ δύσκολη για τις ΗΠΑ την κινεζική εξίσωση.
Ο Τζο Μπάιντεν έχει δηλώσει ότι επιθυμεί να απομακρυνθούν από το ψυχροπολεμικό κλίμα. Ο επικεφαλής του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, Άντονι Μπλίνκεν, μετέβη πρόσφατα στο Πεκίνο για να τον ακολουθήσει η Αμερικανίδα υπουργός Οικονομικών, Τζάνετ Γέλεν, και επίκειται επίσκεψη της υπουργού Εμπορίου των ΗΠΑ Τζίνα Ραϊμόντο. Όμως δεν είναι σαφές εάν και σε ποιο βαθμό μπορεί να ανοίξει ο δρόμος προς κρίσιμα βήματα που τελικά θα μετριάσουν τις ανησυχίες ότι μπορεί να καταλήξει σε σύγκρουση ο αυξανόμενος ανταγωνισμός μεταξύ των δύο υπερδυνάμεων.