Η συνθήκη των «Ανοικτών Ουρανών» φέρνει στις μνήμες μας μία από τις μεγαλύτερες, ίσως τη μεγαλύτερη, κρίση του Ψυχρού Πολέμου. Όταν οι Ηνωμένες Πολιτείες ανακάλυψαν πως δίπλα τους, στην Κούβα συγκεκριμένα, η Σοβιετική Ένωση είχε εγκαταστήσει πυραύλους που θα μπορούσαν δυνητικά να πλήξουν αμερικανικό έδαφος, το σοκ ήταν μεγάλο.
Μέχρι τότε υπήρχε η αίσθηση πως οι δύο ωκεανοί που χωρίζουν την Αμερική από τον υπόλοιπο κόσμο ήταν μία απρόσβλητη άμυνα. Οι 13 μέρες, όπως ήταν και ο τίτλος της περίφημης αμερικάνικης ταινίας για το θέμα των πυραύλων της Κούβας, ήταν ότι πιο κοντά υπήρξε σε έναρξη πολέμου μεταξύ δυνάμεων με πυρηνικά όπλα.
Έκτοτε οι συμφωνίες για περιορισμό των εξοπλισμών των δύο δυνάμεων αποτέλεσαν ένα βασικό εργαλείο για την αντιμετώπιση της πιθανής κλιμάκωσης του ανταγωνισμού μεταξύ τους.
Η συνθήκη των «Ανοικτών Ουρανών» επέτρεπε σε αυτό το πλαίσιο τις πτήσεις επιτήρησης από μη οπλισμένα αεροπλάνα, έπειτα από προηγούμενη ειδοποίηση εντός χρονικών ορίων, πάνω από τις χώρες που έχουν υπογράψει τη συμφωνία. Με αυτό τον τρόπο θα μπορούσαν να αποτραπούν γεγονότα όπως για παράδειγμα η κρίση του της Κούβας το 1963 και να χτιστούν σχέσεις εμπιστοσύνης και διαφάνειας.
Η πραγματικότητα ωστόσο ήταν πως οι δύο μεγάλες δυνάμεις, ΗΠΑ και Ρωσία, παραβίαζαν τη συμφωνία των «Ανοιχτών Ουρανών» όπως και τις άλλες συμφωνίες περιορισμού των εξοπλισμών.
Ωστόσο, ήταν ο Ντόναλντ Τραμπ που έκανε το μεγάλο βήμα, όταν το 2020 απέσυρε εντελώς τις Ηνωμένες Πολιτείες από τη συνθήκη, κατηγορώντας τη Ρωσία για παραβίαση των κανόνων. Ενδεχομένως να είχε στο νου κάποιο μεγαλεπήβολο σχέδιο, έναν νέο «πόλεμο των άστρων», όπου με τη συνεχή κατασκευή εξοπλισμών όπως έκαναν οι Ηνωμένες Πολιτείες επί προεδρίας Ρόναλντ Ρίγκαν και οδήγησαν τη Σοβιετική Ένωση σε οικονομική κατάρρευση. Ίσως, βέβαια απλά να ήθελε να δείξει πως πλέον ακολουθεί σκληρή πολιτική απέναντι στη Ρωσία
Αν κι ο Μπάιντεν είχε ταχθεί αρχικά υπέρ της διατήρησης των Ηνωμένων Πολιτειών στο πλαίσιο της συνθήκης, τα δεδομένα άλλαξαν, αλλά με ένα διαφορετικό σκεπτικό. Ο νέος ένοικος του Λευκού Οίκου θεωρεί πως η συνθήκη των «Ανοιχτών Ουρανών» είναι αλληλένδετη με τις υπόλοιπες συνθήκες περιορισμού των εξοπλισμών, τις οποίες η Ρωσία επίσης παραβιάζει.
Κατά συνέπεια, αποφάσισε να καθυστερήσει επ’ αόριστον την επανένταξη των Ηνωμένων Πολιτειών στη συμφωνία, ώστε να πιέσει τη Μόσχα να δεχθεί περιορισμούς της δράσης της στο πεδίο των εξοπλισμών. Για παράδειγμα, η συμπεριφορά της Μόσχας σχετικά με τη συνθήκη για τις πυρηνικές δυνάμεις μέσου βεληνεκούς είναι ένα πολύ σημαντικό ζήτημα για την Ουάσιγκτον.
Εξ’ άλλου, ο Μπάιντεν θεωρούσε πως είχε κάνει ήδη μία κίνηση καλής θέλησης, όταν οι Ηνωμένες Πολιτείες επέκτειναν τον Φεβρουάριο την συνθήκη New START με τη Ρωσία για πέντε χρόνια, για τους διηπειρωτικούς βαλλιστικούς πυραύλους, τους βαλλιστικούς πυραύλους εκτοξευόμενους από υποβρύχια και στα βομβαρδιστικά αεροσκάφη.
Ωστόσο, η Μόσχα δεν ήταν διατεθειμένη να υποκύψει στον εκβιασμό της Ουάσιγκτον για τη συνθήκη των «Ανοικτών Ουρανών,» που σε λίγο θα συμπλήρωνε δύο δεκαετίες.
Άλλωστε η πρόσφατη ιστορία μας δείχνει πως το στοιχείο του αιφνιδιασμού είναι χαρακτηριστικό της εξωτερικής πολιτικής του Κρεμλίνου. Ποιος περίμενε τις επιχειρήσεις στην Κριμαία για παράδειγμα το 2014 που θα οδηγούσαν στη σημερινή κατάσταση; Επιπρόσθετα, η Μόσχα φέρει βαρέως την αμερικανική στήριξη στην Ουκρανία, το οποίο θεωρεί ζήτημα που άπτεται της δικής της και μόνο σφαίρα επιρροής.
Το ΝΑΤΟ κάλεσε τη Ρωσία να συναντηθούν στο πλαίσιο του Συμβουλίου ΝΑΤΟ-Ρωσίας μία εβδομάδα πριν από τη σύνοδο κορυφής της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας στις Βρυξέλλες σε μία ένδειξη καλής θέλησης. Θα χρειαστούν πολύ περισσότερα πάντως για να πειστεί η Μόσχα πως δε ζούμε μέρες Ψυχρού Πολέμου.