«Ο πρόεδρος θα μπορούσε να έχει χρησιμοποιήσει την ομιλία του για να ενώσει τις δυνάμεις του με τους συμμάχους του, με στόχο την αντιμετώπιση τόσο του ιού όσο και των οικονομικών επιπτώσεων. Θα μπορούσε να έχει μιλήσει για την ανταλλαγή των δεδομένων που αφορούν την υγεία και για τα διδάγματα που μπορούν να αντληθούν από την περίπτωση της Κίνας. Δεν το έκανε, όμως».
Ο αρθρογράφος των New York Times, Ντέιβιντ Σένγκερ, δεν μάσησε τα λόγια του στο άρθρο το οποίο κοινοποιήθηκε την Πέμπτη. Αντιθέτως, όπως έγραψε χωρίς περιστροφές, η 30ήμερη αναστολή εισόδου στο έδαφος των Ηνωμένων Πολιτειών για τους περισσότερους Ευρωπαίους (πλην Βρετανών και Ιρλανδών), «επιταχύνει την εν εξελίξει εδώ και καιρό διαδικασία διαζυγίου με πολλούς από τους παραδοσιακούς συμμάχους της Αμερικής».
Όπως, άλλωστε, διαπίστωσαν πολλά ΜΜΕ, το μήνυμα και ο στόχος αυτής τη ενέργειας δεν ήταν ο περιορισμός της διάδοσης του νέου κορονοϊού – αυτό μοιάζει πλέον αδύνατο στις ΗΠΑ, όπως και στις περισσότερες χώρες. Ήταν, όπως κατάλαβε και η Κομισιόν (έστω κι αν δεν το διατύπωσε με αυτόν τον τρόπο, για ευνόητους λόγους), το άνοιγμα ενός ακόμη μετώπου στον πόλεμο τον οποίο έχει κηρύξει ο Τραμπ στην Ευρώπη – μετά από εκείνα που έχουν να κάνουν με το εμπόριο και τους δασμούς, το περιβάλλον και την κλιματική αλλαγή που σφραγίστηκε με την αποχώρηση από τη Συμφωνία του Παρισιού την οποία είχε υπογράψει ο προκάτοχός του, αλλά και με το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, καθώς η σχετική συμφωνία επίσης τινάχτηκε στον αέρα από την Ουάσινγκτον.
Με δοκιμασμένη συνταγή
Πρακτικά, βεβαίως, αυτό που κάνει ο Τραμπ δεν είναι τίποτε άλλο από το να συνεχίζει και να τραβάει στα άκρα το σύνθημα «Πρώτα η Αμερική», το οποίο αποτέλεσε το σήμα κατατεθέν της εκλογικής εκστρατείας του το 2016. Καθώς δε το 2020 είναι επίσης εκλογική χρονιά, είναι πλέον φανερό ότι θα επιδιώξει να δώσει τη μάχη με την ίδια συνταγή, επαναλαμβάνοντας στερεότυπα τα οποία μπορεί να μοιάζουν πλήρως ανορθολογικά σε κάποιους, όμως έχουν αποδεδειγμένα επίδραση στη συνείδηση του μέσου Αμερικανού.
Ένα από αυτά, σύμφωνα με τον Τραμπ, είναι πως όλα τα κακά που βρίσκουν απέναντί τους οι πολίτες της χώρας είναι εισαγόμενα και οφείλονται στους κακούς ξένους – από τους Ευρωπαίους μέχρι τους Κινέζους. Θυμηθείτε, για παράδειγμα, πώς έχει δικαιολογήσει ο Τραμπ την απόφασή του να επιβάλει δασμούς – ότι μέχρι σήμερα, όλοι εκμεταλλεύονταν τη μεγαλοψυχία των Αμερικανών και περίπου τους έκλεβαν και αυτό είναι κάτι το οποίο πρέπει να σταματήσει άμεσα. Κάτι ανάλογο λέει και όταν οι στρατιωτικές επεμβάσεις δεν πάνε όπως θα ήθελε – η ευθύνη ανήκει «στους συμμάχους μας στο ΝΑΤΟ, που τα θέλουν όλα από εμάς και δεν δαπανούν όσα πρέπει».
Ώρα αποφάσεων – μετά τον κορονοϊό
Όπως είναι προφανές, βεβαίως, το πρόβλημα δεν εξαντλείται στο πρόσωπο του Τραμπ αλλά αρχίζει να αφορά συνολικά τη θέση και την εικόνα της Αμερικής στην Ευρώπη και τον υπόλοιπο κόσμο. Ακόμη και στην περίπτωση που κάποιος (ο Μπάιντεν, άραγε;) καταφέρει να τον διώξει από τον Λευκό Οίκο στις εκλογές του ερχόμενου Νοεμβρίου, θα χρειαστεί να καταβάλει τεράστιες προσπάθειες και να δώσει πολλά προκειμένου να πείσει ότι η πολιτική του προκατόχου του ήταν μια εξαίρεση...
Όσο για την ΕΕ, η νέα αυτή επίθεση που δέχθηκε από τις ΗΠΑ προφανώς δίνει ακόμη μεγαλύτερο κύρος και βάρος στις φωνές που επιμένουν ότι πρέπει να απεξαρτηθεί από τον «μεγάλο αδελφό» της. Αλλά με αυτό θα ασχοληθεί μόλις ξεπεράσει τη φρίκη του κορονοϊού και της νέας οικονομικής λαίλαπας που φέρνει μαζί του.