Μετά από 3 ημέρες θρίλερ, και 15 ανεπιτυχείς προσπάθειες της Βουλής των Αντιπροσώπων των ΗΠΑ να εκλέξει νέο Πρόεδρο του Σώματος, ο Ρεπουμπλικάνος Κέβιν Μακάρθι πέτυχε τελικά να εξασφαλίσει την ψήφο, ή ανοχή, των 20 υπερσυντηρητικών Βουλευτών που αρνούνταν μέχρι αργά χθες το βράδυ να τον στηρίξουν.
Είναι η πρώτη φορά μετά από 100 χρόνια που οι ΗΠΑ έζησαν τέτοιες στιγμές, αφού συνήθως πανηγυρικά εκλέγεται ως Πρόεδρος ο επικεφαλής της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του Κόμματος που κερδίζει την πλειοψηφία. Τα όσα συνέβησαν αναδεικνύουν την κατάσταση στην οποία βρίσκεται το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα.
Η απλοϊκή ανάγνωση του χάους των τελευταίων ημερών ήταν πως 20 ακραία μέλη του Freedom Caucus, των πλέον ακραιφνών υπερσυντηρητικών Τραμπικών Ρεπουμπλικανών Βουλευτών, εκβίαζαν τον μετριοπαθή Μακάρθι προκειμένου να στρέψουν προς μία ακόμη πιο συντηρητική κατεύθυνση τη νέα πλειοψηφία στη Βουλή.
Η πραγματικότητα είναι πιο περίπλοκη: Καταρχάς, ο ίδιος ο Μακάρθι είναι από τους πλέον αφοσιωμένους υποστηρικτές του πρώην Προέδρου. Τον στήριξε ακόμη και μετά τα γεγονότα της 6ης Ιανουαρίου 2022, οπότε και είχε αρνηθεί να ψηφίσει την επικύρωση των αποτελεσμάτων των προεδρικών εκλογών, ενώ λίγες εβδομάδες μετά τον επισκέφτηκε στη Φλόριντα για να δηλώσει την αφοσίωση του όταν άλλοι Ρεπουμπλικάνοι αμφιταλαντεύονταν ακόμη για την στάση τους μετά από όσα είχαν συμβεί. Ήταν φανατικά εναντίον της διαδικασίας καθαίρεσης του και αργότερα ανοιχτά κατήγγειλε ως κυνήγι μαγισσών και υπονόμευσε ανοιχτά την λειτουργία της Εξεταστικής Επιτροπής της Βουλής για τα τραγικά γεγονότα εκείνης της ημέρας.
Για αυτούς τους λόγους ο Τραμπ στήριξε τώρα τον Μακάρθι, καλώντας σύσσωμη την Κοινοβουλευτική Ομάδα των Ρεπουμπλικάνων να τον στηρίξει, κάτι που και η πλειοψηφία του ίδιου του Freedom Caucus έκανε, με Βουλευτές, όπως η εξίσου υπερσυντηρητική με τους διαφωνούντες Μάρτζορι Τέιλορ Γκριν, να τον στηρίζουν με πάθος και να καταγγέλλουν τους 20 συναδέλφους τους.
Αυτό που συνέβη λοιπόν δεν ήταν μέρος ενός πολέμου μετριοπαθών - συντηρητικών εντός του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, το οποίο εξάλλου έχει σχεδόν εξοβελίσει όχι απλώς τα μετριοπαθή στελέχη του αλλά ακόμη και συντηρητικούς που πήραν θέση δημοσίως απέναντι στον Τραμπισμό.
Ήταν ένα παιχνίδι ισχύος που ως μόνη ουσιαστική αναφορά είχε την υπονόμευση των υπερεξουσιών που έχει ο Πρόεδρος της Βουλής, ο οποίος κανονικά καθορίζει απολύτως όλη την ατζέντα και τον προγραμματισμό του Σώματος, διορίζει τα μέλη των Επιτροπών και εν γένει λειτουργεί ως αρχηγός της Αντιπολίτευσης όταν ο Λευκός Οίκος ελέγχεται από το αντίπαλο κόμμα.
Δεν αποτελεί όμως έκπληξη για όσους παρακολουθούν στενά τα δρώμενα εντός του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος τα τελευταία 30 χρόνια. Σε αντίθεση με τους Δημοκρατικούς Κοινοβουλευτικούς ηγέτες, αλλά και τους Ρεπουμπλικάνους στη Γερουσία, η (ολοένα πιο συντηρητική) Κοινοβουλευτική Ομάδα των Ρεπουμπλικάνων στη Βουλή είναι πιο δυσλειτουργική, φαινόμενο που εντείνεται όσο περνούν τα χρόνια και έφτασε στο απόγειο της επί Τραμπ.
Είναι χαρακτηριστικό πως οι δύο προηγούμενοι Ρεπουμπλικάνοι Πρόεδροι της Βουλής, Τζον Μπένερ και Πολ Ράιαν, έχοντας να διαχειριστούν πιο άνετες πλειοψηφίες, αντιμετώπισαν έντονη εσωκομματική αμφισβήτηση και οδηγήθηκαν τελικά, όχι απλώς σε παραίτηση από τη θέση τους, αλλά αποξένωση από το Κόμμα και την ενεργή πολιτική εν γένει, εξαντλημένοι από την προσπάθεια να ελέγξουν, όχι τόσο τις διαφορετικές πολιτικές τάσεις εντός της Κοινοβουλευτικής Ομάδας τους, αλλά τις προσωπικές αντιδικίες κι ένα κλίμα λαϊκιστικού ριζοσπαστικού συντηρητισμού με μειωμένο ενδιαφέρον παραγωγής νομοθετικού έργου και των συναινέσεων που αυτό απαιτεί.
Αυτό αποδεικνύεται και από το γεγονός πως, όπως οι ίδιοι οι συνάδελφοι τους και ο Μακάρθι κατήγγειλαν, δεν ήταν καθόλου σαφές το πολιτικό περιεχόμενο της αντίθεσης των 20 στον Μακάρθι, ο οποίος εξάλλου έχει τη φήμη ενός απολύτως οπορτουνιστή πολιτικού, χωρίς κανέναν ενδοιασμό να μετακινείται ανάλογα με το πολιτικό κλίμα, εξ ου και προσαρμόστηκε απολύτως στο νέο «Τραμπικό» Ρεπουμπλικανικό Κόμμα. Διαρρέεται πως εδώ και ημέρες έχει δεχθεί να παραχωρήσει αυξημένα δικαιώματα στους Βουλευτές, ενώ ακόμη κι ένας από τους 20 αντιφρονούντες, ο Ματ Γκάετς, φέρεται χθες το βράδυ να είπε πως «δεν μπορούσα πια να σκεφτώ τι άλλο θα μπορούσαμε να ζητήσουμε»!
Το τι ακριβώς τους υποσχέθηκε τελικά ο Μακάρθι για να το πετύχει δεν έχει αποσαφηνιστεί πλήρως. Θεωρείται όμως δεδομένο ότι συμπεριλαμβάνει αυξημένα δικαιώματα για κάθε απλό Βουλευτή, καθώς και διαβεβαιώσεις πως η νέα Ρεπουμπλικανική πλειοψηφία θα τηρήσει εξαιρετικά σκληρή στάση απέναντι στην Κυβέρνηση Μπάιντεν. Αυτό θα αφορά τόσο τον κοινοβουλευτικό έλεγχο, με τη σύσταση πλειάδας Εξεταστικών Επιτροπών για τις δραστηριότητες του Χάντερ Μπάιντεν, του Υπουργείου Δικαιοσύνης, τη διαχείριση της πανδημίας, καθώς και τη νομοθετική διαδικασία.
Ειδικά ως προς το νομοθετικό έργο, δεδομένου πως οι Δημοκρατικοί ελέγχουν τη Γερουσία, αυτό που φαίνεται πως σκοπεύουν να κάνουν οι Ρεπουμπλικάνοι στη Βουλή είναι να χρησιμοποιήσουν τη διαδικασία του προϋπολογισμού, αλλά και την ψηφοφορία για την αύξηση του ορίου χρέους των ΗΠΑ, που θα χρειαστεί να γίνει κάποια στιγμή μέσα στο 2023, ώστε να εκβιάσουν νομοθετικές αλλαγές σε ζητήματα όπως οι περικοπές συντάξεων και προγραμμάτων κοινωνικής προστασίας.
Φυσικά, αυτά είναι πράγματα που πιθανότατα ήδη θα συνέβαιναν και χωρίς το δράμα των τελευταίων ημερών. Δεδομένου όμως πως είναι κόκκινη γραμμή για τους Δημοκρατικούς, προοιωνίζεται μια διετία, όχι απλώς με μηδενικό νομοθετικό έργο, αλλά με τρομερή πόλωση και αυξημένες πιθανότητες, όχι μόνο «λουκέτου» σε Ομοσπονδιακές Υπηρεσίες (σε περίπτωση μη επίτευξης συμφωνίας επί του προϋπολογισμού), αλλά ακόμη και χρεωκοπίας (!!) των ΗΠΑ σε περίπτωση μη αύξησης του Ορίου Χρέους, κάτι που θα έχει καταστροφικές συνέπειες για την αμερικανική και παγκόσμια οικονομία.
Το πιο ανησυχητικό όμως είναι πως, ήδη από την εκλογή του, είναι εμφανές πως ο νέος Πρόεδρος της Βουλής είναι πολιτικά αδύναμος και δεν έχει τον έλεγχο της Κοινοβουλευτικής του Ομάδας. Ταυτόχρονα, δεν φαίνεται να υπάρχει και η παραμικρή πιθανότητα διακομματικών συναινέσεων στη Βουλή, πέραν κάποιων τεχνικών και αυτονόητων ζητημάτων.
Συνεπώς, εφόσον καταφέρουν να ξεπεράσουν τον σκόπελο της αύξησης του Ορίου Χρέους και του προϋπολογισμού, θα πρέπει ο μεν Λευκός Οίκος να επικεντρωθεί, όσο αυτό είναι δυνατόν, στη διακυβέρνηση χωρίς περιθώριο νομοθέτησης, η δε Γερουσία στους διορισμούς Ομοσπονδιακών Δικαστών και άλλων Αξιωματούχων, όσο η Βουλή που ουσιαστικά δεν θα κάνει τίποτα (κατά την περίφημη φράση του Χάρι Τρούμαν το 1948 για μία προηγούμενη, ελεγχόμενη από τους Ρεπουμπλικάνους, Βουλή σε μία πολύ διαφορετική εποχή) θα παράγει πολιτικό δράμα αντί για έργο.
Νικόλας Νικολαΐδης, Διδάκτωρ Πολιτικών Επιστημών ΕΚΠΑ, Δικηγόρος