Στις 31 Δεκεμβρίου 2019, τις ώρες που σε ολόκληρο σχεδόν τον κόσμο κυριαρχούσε η εορταστική διάθεση και οι προετοιμασίες για την υποδοχή του νέου έτους, στην Κίνα γινόταν μια ανακοίνωση η οποία έμελλε να αλλάξει τα πάντα. Λίγο πριν τα μεσάνυχτα εκείνης της ημέρας, η κυβέρνηση της κινεζικής επαρχίας Χουμπέι, στην πόλη Γουχάν, έκανε λόγο για την ύπαρξη μιας «πνευμονίας που προκαλούνταν από άγνωστα αίτια», η οποία είχε ήδη οδηγήσει δεκάδες ανθρώπους στα νοσοκομεία με επιπλοκές.
Λίγες ημέρες αργότερα, στις 11 Ιανουαρίου 2020 και ενώ λίγοι στον υπόλοιπο πλανήτη είχαν αντιληφθεί ή δώσει ιδιαίτερη σημασία σε όσα είχαν ειπωθεί, η Κίνα ανακοίνωνε τον πρώτο επισήμως καταγεγραμμένο θάνατο από τη νέα αυτή ασθένεια, ενώ η ιατρική κοινότητα και ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας επιβεβαίωναν ότι πρόκειται για ένα νέο μέλος της οικογένειας των «κορονοϊών» – εκείνων, δηλαδή, που προέρχονται από τα ζώα. Ακόμη και τότε, όμως, οι περισσότεροι δεν έδειξαν να αλλάζουν στάση ή να ανησυχούν πιο πολύ – εκτός, ίσως, από τους πιο ειδικούς επιστήμονες, λοιμωξιολόγους και επιδημιολόγους, οι οποίοι προσπαθούσαν να προειδοποιήσουν γι’ αυτό που θα ερχόταν.
Στην πορεία, δυστυχώς δικαιώθηκαν. Διότι σε αντίθεση με τα δύο πιο γνωστά του «ξαδερφάκια», τον SARS (εμφανίστηκε το 2003) και τον MERS (το 2012), που γενικώς ξεπεράστηκαν χωρίς να προκαλέσουν (στατιστικά τουλάχιστον) εκτεταμένες και σοβαρές βλάβες, ο COVID-19 έμελλε να έχει διαφορετική εξέλιξη.
Δισεκατομμύρια άνθρωποι, σε κάθε γωνιά του πλανήτη, βιώνουν πρωτόγνωρες καταστάσεις για καιρό ειρήνης, ενώ την ίδια στιγμή κυβερνήσεις και διεθνείς οργανισμοί κάνουν λόγο για έναν «αόρατο εχθρό» ο οποίος συνιστά την πιο σοβαρή απειλή μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ενώ προκαλεί μια τεραστίων διαστάσεων οικονομική κρίση.
Πρακτικά, τα όσα έχουν συμβεί μέχρι στιγμής (και ενώ είναι βέβαιο ότι θα συμβούν ακόμη περισσότερα και εξίσου συγκλονιστικά) μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι όταν ξυπνήσουμε από το σοκ, θα ζούμε σε ένα κόσμο πολύ διαφορετικό, σε πολλά επίπεδα – την υγεία, την οικονομία, την δημοκρατία. Γι' αυτόν τον λόγο, οι 110 περίπου ημέρες που έχουν περάσει από την πρώτη ανακοίνωση της Κίνας θα καταγραφούν στην ιστορία – και τον πολιτισμό – του ανθρώπου ως αυτές οι οποίες έχουν αλλάξει τις ζωές μας ριζικά. Μαζί, βεβαίως, με τον τρόπο που σκεφτόμαστε και αντιμετωπίζουμε τις καταστάσεις.
Υγεία
Είναι γνωστό ότι απέναντι στις σοβαρές και θανατηφόρες ασθένειες, η βασική ψυχολογική άμυνα την οποία έχουν αναπτύξει οι περισσότερη άνθρωποι είναι η εξής: Εμένα δεν θα με βρει ποτέ – πιθανώς ούτε τους δικούς μου. Κι όμως. Η ξαφνική εκδήλωση της πανδημίας του κορονοϊού και η ταχύτητα με την οποία αυτός μεταδίδεται, σε συνδυασμό με τις εικόνες και τα στοιχεία-σοκ από ορισμένες (ειδικά) χώρες έκαναν τους πάντες, αν μη τι άλλο, να το ξανασκεφτούν. Και να αναρωτηθούν μήπως, τελικά, είναι εξίσου ευάλωτοι με τους «άλλους» και το κακό μπορεί να τους χτυπήσει ανά πάσα στιγμή, όπως και τους αγαπημένους τους και κυρίως όσους ανήκουν στις πιο ευπαθείς ομάδες.
Αναμφίβολα, στο διάστημα που έχει περάσει, τα μέτρα αυτοπροστασίας έχουν γίνει για τον καθένα – τουλάχιστον για όσους διαθέτουν πρόσβαση σε αυτά... – μια παράλληλη καθημερινότητα. Θα διατηρηθεί, άραγε, αυτή η συνήθεια και μετά το τέλος της κρίσης – και αν ναι σε ποιο βαθμό; Θα μπορέσει να υψώσει ασπίδα προστασίας και για τους «συνηθισμένους» ιούς και τα παθογόνα μικρόβια που κυκλοφορούν ούτως ή άλλως γύρω μας; Θα μάθουν οι άνθρωποι να πηγαίνουν στα νοσοκομεία μόνο για τα σοβαρά περιστατικά και όχι για ψύλου πήδημα, όπως μέχρι σήμερα; Και κυρίως, θα ενισχυθούν και θα αναπτυχθούν κατάλληλα οι πρωτοβάθμιες δομές, ώστε το σύστημα υγείας να λειτουργεί πιο αποτελεσματικά;
Οικονομία
Σύμφωνα με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, η οικονομική κρίση την οποία προκαλεί η πανδημία COVID-19 μπορεί να συγκριθεί μόνο με την Μεγάλη Ύφεση που ακολούθησε τα δραματικά γεγονότα του 1929.
Εάν αυτό επιβεβαιωθεί στην πράξη – και όλα δείχνουν πως θα επιβεβαιωθεί, ανάμεσά τους και τα 22 εκατομμύρια των νέων ανέργων στις ΗΠΑ… – τότε αυτό που έχει συμβεί στην ανθρωπότητα μέσα σε λιγότερο από 15 χρόνια είναι ότι μαζί με το σοκ που ακολούθησε την κατάρρευση της Lehman Brothers το 2008, έχουν σημειωθεί δύο αλλεπάλληλα «Κραχ».
Με άλλα λόγια, δύο σεισμοί πολλών μεγατόνων οι οποίοι κλόνισαν συθέμελα τις δομές της παγκόσμιας οικονομίας, το κυρίαρχο πλαίσιο στην αγορά εργασίας, καθώς και τη βεβαιότητα πως η παγκοσμιοποίηση αποτελεί μια αντικειμενική και αναντίστρεπτη διαδικασία.
Τα όσα τραγικά έχουν συμβεί, άλλωστε, στην προσπάθεια των κρατών να προμηθευτούν το αναγκαίο ιατροφαρμακευτικό υλικό (κατασχέσεις κοντέινερ, μπλόκα σε παραγγελίες, προσπάθειες επιθετικών εξαγορών εταιριών για αποκλειστικότητα στην επιστημονική έρευνα και άλλα) αποδεικνύουν ότι ο οικονομικός εθνικισμός και ο προστατευτισμός – που συμπυκνώνονται στο «πρώτα η χώρα μου», από όλες σχεδόν τις κυβερνήσεις – δεν αποτελούν εξαίρεση ή ιδιοτροπία του κάθε Τραμπ, παρά τείνουν να γίνουν κανόνας. Όσο για την ΕΕ και την ευρωζώνη, η εικόνα που παρουσίασαν οι εταίροι και η αδυναμία τους να κάνουν μια τομή που θα αποδεικνύει ότι η ανάκαμψη αποτελεί κοινή υπόθεση, είναι για μια ακόμη φορά αποκαρδιωτική. Κι αυτό είναι κάτι που θα έχει κόστος…
Κράτος και δημοκρατία
Όπως συμβαίνει σε κάθε μεγάλη δομική κρίση, έτσι και σε αυτή που ζούμε σήμερα αποδείχθηκε ότι ο μοναδικός μηχανισμός ο οποίος μπορεί και έχει τα μέσα για να σηκώσει το βάρος της αντιμετώπισής της είναι το κράτος – και μάλιστα, όχι μόνο σε επίπεδο υγείας. Κάπως έτσι δε, όπως είναι φυσικό, φούντωσε εκ νέου η αέναη αντιπαράθεση ανάμεσα στα διάφορα στρατόπεδα: Πρώτα το κράτος ή πρώτα οι ιδιώτες; Πόσο και ποιο κράτος; Παντού ή μόνο σε ορισμένους τομείς; Και πολλά, ακόμη, συναφή και επιτακτικά ερωτήματα, τα οποία δύσκολα θα ξεχαστούν ή θα παρακαμφθούν μόλις περάσουν τα χειρότερα και επιστρέψουμε σε μια κάποια ομαλότητα.
Την ίδια στιγμή, έντονη είναι και η αντιπαράθεση γύρω από τα ζητήματα της δημοκρατίας. Όχι φυσικά στην Κίνα, η οποία είναι συνηθισμένη στο «αποφασίζομεν και διατάζομεν», αλλά κυρίως στις χώρες της Δύσης – ή για την ακρίβεια, σε όλες εκείνες που έχουν υιοθετήσει το μοντέλο της δυτικής αστικής δημοκρατίας, όμως για αρκετές εβδομάδες υιοθέτησαν μοντέλο... Κίνας. Ο αυστηρός και μακρόχρονος περιορισμός στις μετακινήσεις, οι διαρκείς έλεγχοι και τα μπλόκα, η επιστροφή του στρατού στο κέντρο πολλών μεγαλουπόλεων (όπως την περίοδο των τρομοκρατικών επιθέσεων), η χρήση της νέας τεχνολογίας και των smartphones για τον αυτόματο εντοπισμό της θέσης των ύποπτων κρουσμάτων – όλα αυτά συνιστούν αναμφίβολα μια πρωτόγνωρη εμπειρία, που γεννά τεράστιους φόβους και ανησυχίες. Ειδικά όταν συνδυάζονται με ακραίες επιλογές και ενέργειες όπως αυτές του πρωθυπουργού της Ουγγαρίας, Βίκτορ Όρμπαν, ο οποίος δημιουργεί ουσιαστικά μια δικτατορία στην καρδιά της Ευρώπης.
Άνθρωπος και Φύση
Η αλήθεια είναι ότι μπροστά στα υπόλοιπα επιτακτικά μέτωπα και ερωτήματα, η υπόθεση της σχέσης του ανθρώπου με τη φύση, της καταστροφής που έχει επιφέρει στη «μητέρα Γη» το σύγχρονο μοντέλο ζωής και παραγωγής και της ευθύνης που ενδεχομένως έχει για την εκδήλωση του νέου κορονοϊού, δεν έχουν βρεθεί ακόμη στο προσκήνιο. Ωστόσο, αρκετοί επιστήμονες (και όχι μόνο) σπεύδουν να το αναδείξουν ως ένα από τα θεμελιώδη και πλέον ζωτικά της εποχής μας, ειδικά μετά από αυτή την κρίση.
Παράλληλα, οι εικόνες από τα διάφανα κανάλια της Βενετίας και τον καθαρό ουρανό πάνω από το Πεκίνο και το Νέο Δελχί, καθώς και η μείωσης ρεκόρ στις εκπομπές διοξειδίου και άλλων «αερίων του θερμοκηπίου» στην ατμόσφαιρα μετά το πάγωμα μεγάλου μέρους της παραγωγής και των μετακινήσεων, μας αναγκάζουν να αναρωτηθούμε: Μήπως, τελικά, υπάρχει ακόμη χρόνος για να αντιμετωπιστεί η κλιματική αλλαγή;