Του Γιώργου Παυλόπουλου
«Πολλοί άνθρωποι ανησυχούν για την Ευρώπη, ανάμεσά τους και εγώ. Αυτό σημαίνει πως αισθάνομαι περισσότερο παρά ποτέ δεσμευμένη από το καθήκον να συνταχθώ με άλλους, ώστε να διασφαλίσουμε ότι η Ευρώπη θα έχει μέλλον». Το παραπάνω απόσπασμα από τη συνέντευξη την οποία παραχώρησε η καγκελάριος της Γερμανίας σε έξι συνεργαζόμενες ευρωπαϊκές εφημερίδες -the Guardian (Ηνωμένο Βασίλειο), le Monde (Γαλλία), Suddeutsche Zeitung (Γερμανία), la Vanguardia (Ισπανία), la Stampa (Ιταλία) και Gazeta Wyborcza (Πολωνία)- μία εβδομάδα πριν ανοίξουν οι κάλπες των ευρωεκλογών, ίσως μοιάζει με... ξαναζεσταμένο φαγητό, μια και τόσο η ίδια όσο και άλλοι Ευρωπαίοι ηγέτες έχουν το τελευταίο διάστημα πει κάτι ανάλογο, με διαφορετικό τρόπο.
Η αλήθεια, ωστόσο, είναι ότι η Aνγκελα Μέρκελ προσπάθησε να γίνει πιο συγκεκριμένη και, επί της ουσίας, περιέγραψε μια Ευρώπη η οποία είναι μόνη της σε έναν κόσμο που αλλάζει και υποχρεούται να τα βάλει με τα άλλα «θηρία». «Οι παλιές βεβαιότητες της μεταπολεμικής τάξης πραγμάτων δεν ισχύουν πλέον», σημείωσε. «Όλοι τους -πρόσθεσε αναφερόμενη στην Κίνα, στη Ρωσία και τις ΗΠΑ και βάζοντάς τις πρακτικά στην ίδια μοίρα- μας αναγκάζουν να βρούμε κοινές πολιτικές».
Ιράν και Huawei
Οι προειδοποιήσεις και παραινέσεις της Μέρκελ αποκτούν ακόμη μεγαλύτερη αξία, καθώς έρχονται σε μια στιγμή επικίνδυνης κλιμάκωσης της έντασης στη Μέση Ανατολή, ενώ παράλληλα πυκνώνουν τα σύννεφα στον ουρανό του παγκόσμιου εμπορίου. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι και στις δύο περιπτώσεις, η Ε.Ε. έχει βρεθεί απέναντι στις ΗΠΑ, διαφωνώντας τόσο με την ακύρωση της συμφωνίας του 2015 με το Ιράν και την επαναφορά των κυρώσεων εις βάρος του όσο και με το μπλόκο στην κινεζική Huawei που ανακοίνωσε ο Ντόναλντ Τραμπ. «Πρόθεσή μας δεν είναι να μπλοκάρουμε τη Huawei ή οποιαδήποτε άλλη εταιρεία, αλλά να διασφαλίσουμε την εθνική μας ασφάλεια και την ευρωπαϊκή κυριαρχία», όπως δήλωσε ο Εμανουέλ Μακρόν.
Σε κάθε περίπτωση, τα λόγια της Γερμανίδας καγκελαρίου και μακροβιότερης πολιτικού ηγέτη της Ευρώπης, γρήγορα αποδείχθηκαν σχεδόν προφητικά. Λίγες ώρες αργότερα, άλλωστε, δινόταν στη δημοσιότητα έρευνα του YouGov σε 14 χώρες (και την Ελλάδα) για λογαριασμό του -θεωρούμενου ως σοβαρού και έγκυρου- Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Εξωτερικών Σχέσεων (ECFR), η οποία δείχνει ότι περισσότεροι από τους μισούς ερωτηθέντες θεωρούν πιθανή τη διάλυση της Ε.Ε. εις τα εξ ων συνετέθη μέσα στις επόμενες δύο δεκαετίες, δηλαδή ως το 2040. Κι αυτό, παρά το γεγονός ότι τα δύο τρίτα πιστεύουν ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση και η παρουσία της χώρας τους σε αυτήν είναι κάτι καλό σήμερα...
Οι Γάλλοι δεν αποκλείουν και πόλεμο!
Αξίζει, μάλιστα, να σημειωθεί ότι ένα από τα υψηλότερα ποσοστά απαισιοδοξίας καταγράφεται στη Γαλλία, γεγονός που είναι ενδεικτικό των αντιθέσεων και της διαπάλης στην κοινωνία, όπως εκφράζονται και στην πορεία προς τις ευρωεκλογές, αλλά και στην πολιτική αντιπαράθεση ανάμεσα σε Μακρόν και Λεπέν. Για του λόγου το αληθές, εκτός από το 58% που απαντά θετικά στο ερώτημα που αφορά τη διάλυση της Ε.Ε. σε 10-20 χρόνια από σήμερα, ο ένας στους τρεις (34%) χαρακτηρίζει «ρεαλιστικό» το σενάριο να ξεσπάσει... πόλεμος ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα κράτη-μέλη της!
Τι σημαίνουν τα παραπάνω;Σύμφωνα με το ίδιο το EFCR, «οι φιλοευρωπαίοι οφείλουν να επικεντρώσουν την προσπάθειά τους στο να επανασυνδεθούν με τους ψηφοφόρους. Να δείξουν ότι αναγνωρίζουν το βαθύ ρήγμα ανάμεσα σε ψηφοφόρους και κόμματα και να προσφέρουν ένα όραμα για το μέλλον της Ευρώπης το οποίο θα πείσει τη σιωπηρή πλειοψηφία ότι έχει αξία να προσέλθει και να ψηφίσει στο τέλος Μαΐου». Το ίδιο διαπιστώνει ότι ακόμη και τώρα, καθώς «το εκλογικό σώμα είναι ρευστό, ενδέχεται να υπάρχουν ως και 97 εκατομμύρια πολίτες που σχεδιάζουν να συμμετέχουν στην ψηφοφορία, θα μπορούσαν όμως να πειστούν να στηρίξουν διαφορετικά κόμματα από αυτά που έχουν στο μυαλό τους».
Τραπεζικός... εθνικισμός
Ο,τι και να λέει το Ινστιτούτο, όμως, η πραγματικότητα δείχνει ότι η τάση περιχαράκωσης στα εθνικά σύνορα είναι ισχυρή στην Ευρώπη. Αντί άλλης απόδειξης αξίζει να δώσουμε προσοχή στον κώδωνα κινδύνου που έκρουσε την Πέμπτη ο αντιπρόεδρος της ΕΚΤ. «Οι τράπεζες της ευρωζώνης έχουν μειώσει δραστικά τη διασυνοριακή τους δραστηριότητα από τη στιγμή που ξέσπασε η κρίση και έτσι το 60% της συνολικής τους έκθεσης αφορά τις χώρες όπου έχουν την έδρα τους», είπε ο Λουίς ντε Γκίντος, τονίζοντας στη συνέχεια: «Αυτό είναι ανησυχητικό, σε μια στιγμή που η πολιτική δυναμική πίσω από την ολοκλήρωση της τραπεζικής ένωσης μειώνεται».
Αναδημοσίευση από τον Φιλελεύθερο Παρασκευής 17 Μαΐου