«Οι Έλληνες της Αφρικής είναι λησμονημένοι και είναι άσχημες οι συνθήκες με τις οποίες έρχονται στην επικαιρότητα», λέει ο κ. Αντώνης Χαλδαίος, ιστορικός συγγραφέας που ξεκίνησε πριν από 12 -13 χρόνια να ασχολείται με τις ελληνικές κοινότητες της Μαύρης Ηπείρου και λόγω των εξελίξεων στο Σουδάν αποτελεί σημαντική πηγή πληροφοριών για την ανθρωπογεωγραφία τους.
Μιλώντας στο Liberal.gr ο ερευνητής που ασχολήθηκε με τους Έλληνες στην Αφρική με αφορμή την προσωπική του αναζήτηση για στοιχεία σχετικά με δικούς του συγγενείς που είχαν ταξιδέψει εκεί, ρίχνει φως στην ιστορία των μετακινήσεων των Ελλήνων που επέλεξαν τους πιο δύσκολους δρόμους της διασποράς.
«Στο Σουδάν, η πλειοψηφία των Ελλήνων, σε ποσοστό πάνω από 60% ήταν από τη Λέσβο και κυρίως από την περιοχή του Πλωμαρίου. Δημιούργησαν πληθώρα κοινοτήτων, περίπου δέκα, από τα σύνορα με την Αίγυπτο μέχρι τα σύνορα με την Αιθιοπία αλλά και δυτικά απ' την περιοχή κοντά στο Νταρφούρ. Τώρα πια υπολογίζουμε τους Έλληνες μικτής καταγωγής που βρίσκονται στο Σουδάν περίπου στους 150.», εξηγεί. Αυτοί οι ελάχιστοι που απέμειναν από τους κάποτε 6.000 που είχαν καταγραφεί στα χρυσά χρόνια της παροικίας στο Σουδάν, ζουν καταστάσεις που είναι συνήθεις για τους Έλληνες σε αυτήν την ήπειρο.
«Οι Έλληνες της Αφρικής έχουν μάθει σε τέτοιες δύσκολες καταστάσεις όπως αυτή που παρακολουθούμε να βρίσκεται σε εξέλιξη στο Σουδάν, όπως στο Μπουρούντι, στο Κονγκό, στην Αιθιοπία, οπότε εγώ πιστεύω ότι κάποιοι θα γυρίσουν πίσω. Όπως έγινε με τη γενοκτονία στη Ρουάντα ή στο Κόνγκο με τις σφαγές της δεκαετίας του '60 και του '70. Εξάλλου κάποιοι στο Σουδάν θα παραμείνουν έτσι και αλλιώς. Δεν θα εγκαταλείψουν τη χώρα» εκτιμά ο ιστορικός.
Συνέντευξη στην Κατερίνα Νικολοπούλου
Ποιο είναι όμως το προφίλ αυτών των ανθρώπων;
«Πρόκειται για ανθρώπους που ασχολούνται με το εμπόριο, κάποιοι έχουν εργοστάσια, άλλοι έχουν ξενοδοχεία όπως το Ακροπόλ, τοπόσημο της ελληνικής παρουσίας στο Σουδάν. Με την φυγή των περισσότερων Ελλήνων, σημεία που ήταν χαρακτηριστικά της έχουν κλείσει.
Το Ακροπόλ ευτυχώς παραμένει. Από το 1952 οπότε και δημιουργήθηκε από τον Παναγιώτη Παγουλάτο μετά πέρασε στα χέρια των τριών γιων του, ένας εκ των οποίων, ο Γεράσιμος είναι επίτιμος πρόξενος της Ελλάδας στο Σουδάν. Με όλα αυτά που έχει βιώσει το Ακροπόλ, ακόμα και τρομοκρατική επίθεση το 1988, παραμένει ένα τοπόσημο και σύμβολο της ανθεκτικότητας και της επιμονής των Ελλήνων στο Σουδάν», εξηγεί ο κ. Χαλδαίος.
Και προσθέτει:
«Οι δύο λαοί είναι τόσο κοντά που οι Έλληνες αισθάνονται το Σουδάν χώρα τους. Οπότε ποιος θα αφήσει τη χώρα του για να φύγει σε κάτι που είναι άγνωστο; Η Ελλάδα για τους περισσότερους από αυτούς είναι μια εικόνα, μια μνήμη, μια ιστορία που τούς έχει περάσει από τις παλιότερες γενιές».
Εξάλλου, «στην Αφρική όλοι είναι με τον ένα πόδι στη χώρα και με το άλλο πόδι εκτός γιατί ανά πάσα στιγμή μπορεί να συμβεί κάτι. Όμως υπάρχουν και χώρες που έχουν σταθερότητα πολλών δεκαετιών».
Ο «γαλαξίας» των ελληνικών κοινοτήτων στην Αφρική
Σύμφωνα με τον κ. Χαλδαίο, η μεγαλύτερη παρουσία ελληνικού στοιχείου βρίσκεται στη Ν. Αφρική. «Αλλά και εκεί πριν από 30 χρόνια υπήρχαν 100.000. Πάλι λόγω συνθηκών οι Έλληνες εγκαταλείπουν. Μετά σημαντικός αριθμός Ελλήνων υπάρχει στη δυτική Αφρική, στη Νιγηρία και στη Ζάμπια και στη Ζιμπάμπουε.»
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του ιστορικού οι πληθυσμοί είναι οι ακόλουθοι:
- Μαρόκο - 120
- Τυνησία - 150
- Σουδάν - 150
- Αιθιοπία - 250
- Ζάμπια - 400
- Μαλάουι - 170
- Ζιμπάμπουε - 500
- Ν. Αφρική - 30.000
- Τανζανία – 160
- Μοζαμβίκη - 20
- Νιγηρία - 100
- Μπουρούντι – 20
- Κένυα – 50
«Αν και δεν έχουν γίνει απογραφές, υπάρχουν κάποια στοιχεία αλλά και πάλι είναι θέμα τι θεωρούμε Έλληνα. Για παράδειγμα μπορεί να είναι κάποιος που δεν έχει διαβατήριο αλλά έχει ελληνική καταγωγή καθώς αρκετοί είναι απόγονοι μεικτών γάμων.», διευκρινίζει ο ιστορικός.
Οι επαγγελματικές δραστηριότητες τους διαφοροποιούνται ανάλογα με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε χώρας. Για παράδειγμα, στη Ζάμπια ασχολούνται με τον τομέα της βιομηχανίας, με αλευρόμυλους, με εμπόριο. Στη Νότια Αφρική είναι τεράστιο το εύρος των δραστηριοτήτων τους από τις εξορύξεις μέχρι τις κατασκευαστικές. Στη Ζιμπάμπουε είναι μικρές βιομηχανικές μονάδες.
«Αυτό δείχνει την μεγάλη προσαρμοστικότητα των Ελλήνων που αλλάζουν επαγγελματική ιδιότητα στην πορεία», επισημαίνει ο κ. Χαλδαίος που τονίζει ότι και μετά το 2009 υπήρξε ένα ρεύμα νέων ανθρώπων από την Ελλάδα προς τη Μαύρη Ήπειρο.
«Είτε είχαν κάποια σχέση, για παράδειγμα οι γονείς τους είχαν πάει παλιότερα και είχα επιστρέψει μετά την δεκαετία του '70 λόγω των καταστάσεων που είπαμε. Υπήρχαν όμως και άνθρωποι που δεν είχαν καμία σχέση και άκουσαν για κάποια επαγγελματική ευκαιρία κυρίως στη δυτική Αφρική ή στην ανατολική, δηλαδή Τανζανία».
Κερδισμένοι αλλά όχι αποικιοκράτες
«Όλοι οι Έλληνες μετανάστες σε όποιο μέρος και αν πήγαν κέρδισαν μια καλύτερη ζωή. Σίγουρα διαφορετικές συνθήκες αντιμετώπισαν στις ΗΠΑ και στην Αυστραλία, πολύ δυσκολότερες στην Αφρική. Οι άνθρωποι πάλεψαν με πολλές δυσκολίες για να εγκατασταθούν είτε στη ζούγκλα είτε στην έρημο κυριολεκτικά. Κάποιοι έφτασαν εκεί λόγω της διασύνδεσης με τα καράβια, κάποιοι γιατί βρίσκονταν στην Αίγυπτο και έμαθαν για μια ευκαιρία άλλοι από τυχοδιωκτισμό.», εξηγεί ο κ. Χαλδαίος που επισημαίνει την διαφορά των Ελλήνων σε σύγκριση με τους άλλους Ευρωπαίους.
«Από την πρώτη στιγμή οι Έλληνες προσπάθησαν να ενσωματωθούν στις τοπικές κοινωνίες παρά το γεγονός ότι διατήρησαν τα δικά τους στοιχεία ταυτότητας όπως η θρησκεία, η γλώσσα και ο πολιτισμός μέσα από τις διάφορες οργανώσεις, λέσχες και κοινότητες που έφτιαξαν. Μάθανε τις τοπικές γλώσσες ήρθαν κοντά με τους τοπικούς πληθυσμούς, παντρεύτηκαν κυρίως γυναίκες από τις χώρες στις οποίες βρέθηκαν κάτι που τούς έκανε να ξεχωρίσουν από τους υπόλοιπους Ευρωπαίους. Δηλαδή δεν τους έβλεπαν ως αποικιοκράτες. Βέβαια, γι' αυτό το λόγο θεωρούνταν από τις αποικιοκρατικές ελίτ ως δεύτερης κατηγορίας Ευρωπαίοι».
Ακόμα όμως και αυτή η σχέση δεν μπορεί να προστατέψει τους Έλληνες του Σουδάν από τη σύρραξη στην οποία ο καθένας μπορεί να γίνει παράπλευρη απώλεια, σύμφωνα με τον κ. Χαλδαίο.