Αμέσως μετά τις ανακοινώσεις του Γερμανού καγκελάριου Όλαφ Σολτς, που ενέκρινε την παράδοση αρμάτων μάχης Leopard στο Κίεβο, το Κρεμλίνο κοινοποίησε την οργισμένη αντίδραση του. Η Μόσχα κατηγόρησε το Βερολίνο για την απόφαση του, ίσως διότι θεωρούσε πως η Γερμανία δεν θα πειθόταν να κάνει αυτό το βήμα, δεδομένων των σχέσεων που είχαν διαμορφώσει τα προηγούμενα χρόνια.
Βέβαια, υπάρχει κι ένας ακόμα λόγος για τη στάση του πουτινικού καθεστώτος. Λίγο αργότερα το Κρεμλίνο εξέδωσε ένα τελεσίγραφο στη Μεγάλη Βρετανία ώστε να την αποτρέψει από την αποστολή μαχητικά αεροσκάφη στην Ουκρανία. Η ενίσχυση των ουκρανικών δυνάμεων με άρματα μάχης είναι πολύ σημαντική εξέλιξη στην ευρύτερη πορεία του πολέμου. Η έναρξη αποστολής μαχητικών αεροσκαφών μπορεί να αποδειχθεί εξίσου κομβική.
Κατά συνέπεια, η Μόσχα θέλει να δείξει την αντίθεση της με κάθε δυνατό τρόπο, δίχως να αναλογίζεται τις συνέπειες για το σύνολο του πληθυσμού της χώρας. Η στοχοποίηση των υποδομών ενέργειας αποτελεί πλέον μία συνηθισμένη πρακτική των ρωσικών δυνάμεων. Καθώς οι ρωσικές δυνάμεις οπισθοχωρούσαν σε όλη τη χώρα, ακόμα και στις κατεχόμενες περιοχές που δήλωσε ότι προσάρτησε, το Κρεμλίνο ξεκίνησε να σχεδιάζει τον έμμεσο «στραγγαλισμό» του ουκρανικού πληθυσμού με τα χτυπήματα στα δίκτυα ηλεκτροδότησης μεταξύ άλλων.
Πλέον το Κρεμλίνο προσπαθεί να χρησιμοποιήσει τα χτυπήματα σε εγκαταστάσεις και υποδομές ηλεκτρικής ενέργειας σε όλη την Ουκρανία για να δείξει τι προτίθεται να κάνει από και πέρα, μόλις υλοποιηθούν οι εξαγγελίες της Δύσης. Η Μόσχα βέβαια έχει οριοθετήσει ως στόχο τον εξοπλισμό που προέρχεται από την Ευρώπη και καταλήγει στην Ουκρανία. Ωστόσο στην πράξη οι πυραυλικές επιθέσεις της δείχνουν ότι το φάσμα δράσης της έχει εκτραπεί πολύ ευρύτερα. Με επιθέσεις σε οτιδήποτε μπορεί να χρησιμοποιηθεί στην αντίσταση των Ουκρανών, όπως εντέλει παραδέχονται οι ρωσικές δυνάμεις χτυπούν δίχως να αναλογίζονται τις επιπτώσεις στις ζωές των ανθρώπων.
Αυτή η τακτική των ρωσικών δυνάμεων είναι και μία έμμεση παραδοχή ήττας και αποτυχίας στην επίτευξη των αρχικών στόχων τους. Τους πρώτους μήνες μετά την εισβολή στην Ουκρανία, οι ρωσικές δυνάμεις μάλλον απείχαν από τη στόχευση σε υποδομές ενέργειας και συγκοινωνιακών δικτύων. Ο λόγος φαίνεται να ήταν η μεγάλη αισιοδοξία του Κρεμλίνου για την κατάληξη του πολέμου που ξεκίνησε ο Βλαντιμίρ Πούτιν.
Θεωρώντας πως με τον μεγάλο όγκο των στρατιωτών της εισβολής θα κατακτήσουν εύκολα τη χώρα, οι ρωσικές δυνάμεις προσπαθούσαν να μην καταστρέψουν τις βασικές υποδομές. Σε περίπτωση που κατάφερναν να καθυποτάξουν τους Ουκρανούς, το ρωσικό σχέδιο της κατοχής και προσάρτησης των εδαφών θα γινόταν πιο εύκολο, εφόσον ήταν εφικτές οι στοιχειώδεις λειτουργίες της χώρας. Τώρα που η φορά του πολέμου έχει αλλάξει εναντίον τους παρουσιάζουν ένα αδίστακτο πρόσωπο.
Η Μόσχα επαίρεται για μία μικρή προώθηση στην ανατολική Ουκρανία, παρά την εμπλοκή του σε έναν πόλεμο χαρακωμάτων γύρω από τη στρατηγική πόλη του Μπαχμούτ στο Ντονέτσκ. Πλέον, το πουτινικό καθεστώς έχει αποφασίσει να επιτίθεται στις υποδομές ηλεκτρισμού και ενέργειας με σκοπό να εντείνει τις κακουχίες των Ουκρανών και θα δυσχεράνει τη διακυβέρνηση από το Κίεβο. Με αυτό τον τρόπο, το Κρεμλίνο θεωρεί πως μπορεί να αποθαρρύνει την ενίσχυση του ουκρανικού αγώνα της αντίστασης στην εισβολή. Τα ρωσικά αντίποινα δυστυχώς όμως αυξάνουν το κόστος σε ανθρώπινες ζωές, άμεσα αλλά κι άμεσα, λόγω του βαρύ χειμώνα που επικρατεί στη χώρα.