Συγκεκριμένοι ήταν οι λόγοι της επίσκεψης του προέδρου των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, στη Γερμανία, προκαλώντας πάλι ασυνήθιστη για το επίπεδο αυτό της πολιτικής συναισθηματική φόρτιση.
Ο Γερμανός πρόεδρος αποκάλεσε τον Τζο Μπάιντεν «φάρο της Δημοκρατίας» όχι μόνο λόγω του αξιώματός του, αλλά και λόγω του χαρακτήρα του και των εμπειριών του, που ο Αμερικανός φρόντισε να υπενθυμίσει με αναφορές σε πρώην σοσιαλδημοκράτες καγκελάριους που συνέδεσαν το όνομά τους με τη μεταπολεμική ιστορία της χώρας.
Οι συνειρμοί ήταν μάλλον αναπόφευκτοι. Στα μέσα Νοεμβρίου του 2016 ο Μπαράκ Ομπάμα αποχαιρετούσε με μια επίσκεψη στη Γερμανία την «καλή του φίλη» Άνγκελα Μέρκελ. Η Χίλαρυ Κλίντον είχε μόλις ηττηθεί από τον Ντόναλντ Τραμπ και η συνάντηση είχε χαρακτηριστεί ως μια απόδοση από τον Αμερικανό πρόεδρο προς την Γερμανίδα καγκελάριο του χρίσματος της θεματοφύλακα του «ελεύθερου κόσμου». Ήταν μια στιγμή συγκινησιακά φορτισμένη και με πολλούς συμβολισμούς, καθώς η προοπτική ενός νέου, παντελώς απρόβλεπτου «πλανητάρχη» έριχνε απειλητική τη σκιά της στο παγκόσμιο πολιτικό σκηνικό.
Στα χρόνια της αβεβαιότητας
Πολύς λόγος έγινε για τον σκοπό και τη νοηματοδότηση αυτής της επίσκεψης του γηραιού προέδρου σε μια περίοδο, που στην αβεβαιότητα εξαιτίας δύο ανοικτών πολέμων θα μπορούσε να προστεθεί και η αβεβαιότητα για τις επιλογές ενός αλλοπρόσαλλου μελλοντικού προέδρου, που έχει άλλωστε δώσει σημεία γραφής ως τέτοιος το διάστημα 2017-2021.
Ο Τζο Μπάιντεν ήρθε στη χώρα που, μετά τη δική του, έχει σηκώσει το μεγαλύτερο βάρος της στήριξης της Ουκρανίας, γνωρίζοντας ότι αυτό που προβάλλεται συχνά ως διατλαντική συνεργασία, ενότητα και αλληλεγγύη περνά πρωτίστως από το Βερολίνο. Ένας παραιτημένος πρόεδρος ήρθε για να υπογραμμίσει σε έναν αποδυναμωμένο καγκελάριο ότι η ενότητα του δυτικού κόσμου μετατρέπεται σε δική του θεσμική υποχρέωση.
Ήρθε για να αφήσει μια παρακαταθήκη στον Γερμανό καγκελάριο, με τον οποίο έχει όπως και οι δύο τόνισαν μια (σχεδόν) φιλική σχέση. Όπως ο Ομπάμα με τη Μέρκελ.
Αλλά στην πολιτική δεν αρκεί μια καλή διαπροσωπική σχέση και εκατέρωθεν διατυπωμένες καλές προθέσεις, ακόμα και αν αυτές είναι απολύτως ειλικρινείς.
Απολογισμός δεν έγινε ποτέ
Βεβαίως, κανείς δεν μπήκε ποτέ πραγματικά στον κόπο να κάνει έναν απολογισμό, για παράδειγμα για το αν η Μέρκελ εκπλήρωσε το καθήκον, που της είχε αναθέσει ο Ομπάμα. Ίσως, μεταξύ άλλων και γιατί το τέλος της θητείας της συνέπεσε με μια περίοδο που, λόγω πανδημίας, οι παγκόσμιες πολιτικές εξελίξεις μπήκαν σε μια λειτουργία «παύσης». Σίγουρα πάντως ο Ντόναλντ Τραμπ δεν «πόνεσε» ιδιαίτερα από τη στάση των πέραν του Ατλαντικού συμμάχων του. Και αδιαμφισβήτητα η Άνγκελα Μέρκελ απέφυγε να πάρει πρωτοβουλίες επιπέδου πλανητάρχη. Για λόγους ιστορικών ενοχών και προσωπικής ιδιοσυγκρασίας ίσως.
Μάλλον, το αντίθετο συνέβη. Η Γερμανία που κληρονόμησε από αυτήν ο Όλαφ Σολτς μοιάζει πιο αδύναμη πολιτικά και οικονομικά από εκείνη που φανταζόταν ο Ομπάμα. Δεν εμπνέει τον σεβασμό ή το δέος της εποχής μετά τη μεγάλη οικονομική κρίση. Δείχνει πολύ μεγαλύτερη τάση για εσωστρέφεια και αυτοσυντήρηση και αιτία για αυτό δεν είναι μόνο η έλλειψη ηγετικού χαρίσματος του καγκελάριου, όπως διατείνονται μερικοί. Ίσως, να μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι το κοστούμι που καλείται να φορέσει ο καγκελάριος είναι μερικά νούμερα μεγαλύτερό του. Αλλά αυτό δεν είναι υπόθεση προσώπου. Πώς μπορεί για παράδειγμα μια χώρα να εγγυηθεί ότι θα συνεχίσει να σηκώνει το κύριο βάρος ενός πολέμου, όταν αυτό είναι κάτι που απορρίπτουν όλο και μεγαλύτερα κομμάτια του πληθυσμού της;
Σύμφωνα με τη DW, ο Τζο Μπάιντεν ήρθε στο Βερολίνο για να προειδοποιήσει τους Ευρωπαίους ότι θα πρέπει πιθανώς να αποχαιρετίσουν μαζί του και τις Ηνωμένες Πολιτείες που ήξεραν. Κάτι αντίστοιχο θα πρέπει να αισθάνθηκε όμως και από την απέναντι πλευρά, παρά τις διαβεβαιώσεις πίστης και συνέχειας που έλαβε από τον συνομιλητή του στην καγκελαρία. Η Γερμανία που ήξερες δεν είναι πια εδώ.
Η μελαγχολία μιας αποκάλυψης
Θύμισε λίγο την ειλικρίνεια που ξαφνικά αμοιβαία αναδύεται σε μια σχέση που φτάνει στα τελειώματά της. Ένας πρόεδρος που φεύγει παρά τη θέλησή του, πλάι σε έναν καγκελάριο που παλεύει για την πολιτική επιβίωση. Τίποτα μεγαλοπρεπές, ούτε καν σαν αίσθηση τέλους μιας «φάσης», δεν υπάρχει εδώ, όπως συνέβαινε το 2016/17. Παρά τις φιλοφρονήσεις και τα χαμόγελα, το σκηνικό είχε τώρα μια βαθιά μελαγχολία για αυτά που πέρασαν ή δεν πρόλαβαν να γίνουν, μαζί με μια αγωνία για αυτά που έρχονται. Τελικά, μια απόγνωση για ένα κακό που μοιάζει να ζυγώνει.
Το τραγικό της ιστορίας θα είναι να αποδειχτεί ότι ο φόβος για την «επιστροφή» Τραμπ μετέτρεψε τις προσπάθειες για την αποτροπή της σε ιδανικό εργαλείο υλοποίησης μιας αυτοεκπληρούμενης προφητείας. Κι ότι η απέλπιδα προσπάθεια του κυρίου Σολτς να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων, να περάσει τον πήχη των υπερατλαντικών προσδοκιών τον έκανε τελικά να μοιάσει ακόμα πιο κοντός στα μάτια των συμπατριωτών του ψηφοφόρων.