Το θέμα που θα κρίνει την έκβαση των εκλογών στην Τουρκία είναι η οικονομία. Οι καιροί που ο πρόεδρος Ερντογάν χαρακτηριζόταν ως ο γεννήτορας της οικονομικής προόδου και της ευημερίας έχουν περάσει ανεπιστρεπτί.
Σήμερα, πολλοί Τούρκοι ταυτίζουν τον πρόεδρο με τις υψηλές τιμές και την προχωρημένη φτώχεια. Για να αποσπάσουν την προσοχή από τα δυσάρεστα οικονομικά νέα, οι πολιτικοί συχνά προωθούν τα επιτεύγματα της εξωτερικής πολιτικής. Σ'αυτό ο Ερντογάν δεν αποτελεί εξαίρεση.
Ο Τούρκος πρόεδρος είναι μάστορας στην εργαλειοποίηση της εξωτερικής πολιτικής για εσωτερικούς πολιτικούς σκοπούς. Ωστόσο, ακόμη και στην εξωτερική πολιτική, δεν πάνε όλα σύμφωνα με τα σχέδια του. Τις τελευταίες εβδομάδες και μήνες, οι αποτυχίες της Άγκυρας στο διπλωματικό μέτωπο αυξάνονται.
Στον Ερντογάν αρέσει να βλέπει τον εαυτό του στην πρώτη σειρά της παγκόσμιας πολιτικής. Μια φωτογραφία με τον Εμανουέλ Μακρόν ή τον Όλαφ Σολτς, ακόμη καλύτερα με τον πρόεδρο των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν στον Λευκό Οίκο, θα ήταν ένα πολυπόθητο μοτίβο για την προεκλογική εκστρατεία. Αλλά τέτοιες φωτογραφίες με πρόσφατη ημερομηνία δεν υπάρχουν.
Ο Τζο Μπάιντεν αποφεύγει τις διμερείς επαφές με τον Τούρκο πρόεδρο- αν υπάρχουν συναντήσεις, τότε στην καλύτερη περίπτωση στο περιθώριο διεθνών διασκέψεων.
Στο ανομολόγητο μποϊκοτάζ διμερών συναντήσεων συμμετέχουν και οι δυτικοευρωπαίοι ηγέτες. Στη Γερμανία, για παράδειγμα, η οποία διαδραματίζει κεντρικό ρόλο στους υπολογισμούς του Ερντογάν, η τελευταία φορά που βρέθηκε εκεί ο Ερντογάν ήταν τον Ιανουάριο του 2020, όταν η Άνγκελα Μέρκελ τον προσκάλεσε στη διεθνή διάσκεψη για τη Λιβύη στο Βερολίνο.
Τον περασμένο χρόνο, ο Ερντογάν συμμετείχε στις διασκέψεις κορυφής του ΝΑΤΟ στις Βρυξέλλες και τη Μαδρίτη. Πρόκειται όμως για πολυμερείς διασκέψεις και όχι για προσκλήσεις σε διμερείς συνομιλίες.
Τώρα έγινε γνωστό ότι ο Τούρκος πρόεδρος σχεδίασε ταξίδι στο Βερολίνο στα τέλη Ιανουαρίου για συνομιλίες με τον Γερμανό καγκελάριο. Σύμφωνα με γεμανικές πηγές, λίγο-πολύ ο Ερντογάν προσκάλεσε τον εαυτό του. Το Βερολίνο δεν αντέδρασε με ενθουσιασμό στην πρωτοβουλία της Άγκυρας. Σύμφωνα με τον γερμανικό Τύπο, ο λόγος για τον οποίο δεν πραγματοποιήθηκε η επίσκεψη είναι ότι οι δύο πλευρές δεν συμφώνησαν σε μια κοινή ατζέντα.
Η γερμανική πλευρά θέλησε να χρησιμοποιήσει την ευκαιρία να προειδοποιήσει τους Τούρκους να μη διαδίδουν «εκφοβιστικές και διχαστικές εκκλήσεις» στις προεκλογικές συγκεντρώσεις τους στη Γερμανία. Η προεκλογική εκστρατεία των τουρκικών κομμάτων διεξάγεται και στη Γερμανία.
Από τα περίπου τρία εκατομμύρια Τούρκων ψηφοφόρων στο εξωτερικό, σχεδόν οι μισοί ζουν στη Γερμανία. Συνολικά, οι Τούρκοι στο εξωτερικό αποτελούν περίπου πέντε τοις εκατό των σχεδόν 60 εκατομμυρίων ψηφοφόρων. Καθώς το αποτέλεσμα αναμένεται να είναι οριακό, οι Τούρκοι στη Γερμανία, η πλειοψηφία των οποίων θεωρούνται οπαδοί του Ερντογάν, αποτελούν σημαντική ομάδα-στόχο της Άγκυρας.
«Ο Ερντογάν ήθελε πάση θυσία να ξεκινήσει την προεκλογική του εκστρατεία στο Βερολίνο», επισημαίνει ο γνωστός Τούρκος δημοσιογράφος CanDündar, ο οποίος ζει εξόριστος στη Γερμανία. Ερωτηθείς σχετικά με την επίσκεψή του Τούρκου προέδρου, ο εκπρόσωπος της γερμανικής κυβέρνησης απάντησε λακωνικά: «Δεν έχω καμία πληροφορία, αλλά υπήρξαν φήμες προς αυτή την κατεύθυνση».
Οι κλειστές πόρτες της Καγκελαρίας αποτελούν διπλωματική ήττα για τον Ερντογάν. Καταδεικνύουν την πολιτική απομόνωση του στον δυτικό κόσμο.
Νωρίτερα, η επίσκεψη του Τούρκου υπουργού Εξωτερικών Μεβλούτ Τσαβούσογλου στην Ουάσιγκτον κάθε άλλο παρά επιτυχής ήταν. Ο υπουργός θα επιθυμούσε πολύ να επιστρέψει στην πατρίδα του με την υπόσχεση ότι είναι θέμα χρόνου να παραδοθούν τα αμερικανικά F-16.
Όμως η πραγματικότητα είναι διαφορετική. Ο Μπάιντεν παρέπεμψε την απόφαση του θέματος στο Κογκρέσο. Και εκεί αρκετοί βουλευτές είναι της γνώσης ότι η Τουρκία του Ερντογάν έπαψε να είναι ένας αξιόπιστος σύμμαχος που του αξίζουν τα αμερικάνικα μαχητικά.
Το μπλοκάρισμα της ένταξης της Φινλανδίας και της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ αποτελεί ένα πρόσθετο εμπόδιο για την εξομάλυνση των σχέσεων με τις ΗΠΑ και τη Δύση. Είναι απίθανο να υπάρξουν εξελίξεις στο θέμα αυτό πριν τις εκλογές, τις οποίες ο Ερντογάν θα μπορούσε να παρουσιάσει στους ψηφοφόρους ως επιτυχία της διπλωματίας του.
Το μεγαλύτερο χάσμα μεταξύ εξαγγελιών και πολιτικής πράξης παρατηρείται στο θέμα της Συρίας όπου τα περιθώρια κινήσεων του Ερντογάν γίνονται ιδιαίτερα φανερά. Οι εξελίξεις στο Συριακό παίζουν μεγάλο ρόλο στις εκλογές.
Μετα το οικονομικό, οι Σύροι πρόσφυγες αποτελούν το πιο σπουδαίο θέμα για τους ψηφοφόρους. Η αντιπολίτευση έχει ανακοινώσει ότι αν κερδίσει θα στείλει τα τέσσερα εκατομμύρια Σύρους στην Τουρκία στην πατρίδα τους.
Ο Ερντογάν αντιδρά με μια διπλή στρατηγική: Από τη μία απειλεί εδώ και μήνες με νέα στρατιωτική εισβολή με στόχο την επέκταση μιας παραμεθόριας λωρίδας για την επανεγκατάσταση των προσφύγων. Από την άλλη ανακοίνωσε την επικείμενη εξομάλυνση των σχέσεων με τη Δαμασκό. Σε μια συνάντηση κορυφής με τον Σύρο δικτάτορα στοχεύει να διευθετηθεί και το θέμα του επαναπατρισμού των προσφύγων.
Εν τω μεταξύ, πληθαίνουν οι ενδείξεις ότι η αντίσταση των ΗΠΑ αποτρέπει την εισβολή. Η εσπευσμένα ανακοινωθείσα απο τον Ερντογάν συνάντηση με τον Άσαντ καθυστερεί επειδή η Δαμασκός επιμένει στην απόσυρση των τουρκικών στρατευμάτων από τη Συρία - και η Μόσχα προφανώς δεν είναι διατεθειμένη να αναγκάσει τον Άσαντ να κάνει παραχωρήσεις.
Άρα ουτε στην Συρία, ο Ερντογάν δεν είναι στην θέση να γιορτάσει τον εαυτό του ως θριαμβευτής. Αντίθετα, οι Τούρκοι βλέπουν μπροστά τους έναν αναποφάσιστο και διστακτικό ηγέτη.
Εν συντομία και συνοπτικά: ο απολογισμός της εξωτερικής πολιτικής του Ερτογάν δεν αυξάνει τις πιθανότητες επανεκλογής του.
*Ο Δρ. Ρόναλντ Μαϊνάρντους είναι πολιτικός αναλυτής και σχολιαστής και Κύριος Ερευνητής του ΕΛΙΑΜΕΠ.