ΟΗΕ: Παρέμβαση της ΕΕ για το Κυπριακό στην ολομέλεια της Γενικής Συνέλευσης
Shutterstock
Shutterstock

ΟΗΕ: Παρέμβαση της ΕΕ για το Κυπριακό στην ολομέλεια της Γενικής Συνέλευσης

Στην ατζέντα της 39ης συνεδρίασης της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ βρέθηκε η συνεργασία των Ηνωμένων Εθνών με περιφερειακούς οργανισμούς. Στην ολομέλεια τέθηκαν προς συζήτηση και υιοθέτηση 6 ψηφίσματα που αφορούν τη συνεργασία με 6 περιφερειακούς οργανισμούς, μεταξύ των οποίων και ο Οργανισμός Ισλαμικής Συνδιάσκεψης (ΟΙΣ).

Το ψήφισμα για την συνεργασία ΟΗΕ-ΟΙΣ είναι το τελευταίο από τα υφιστάμενα 31 περίπου τέτοια ψηφίσματα, που στο σύνολό τους δίνουν έμφαση στη σημασία της συνεργασίας, την πρόληψη των συγκρούσεων, τη διατήρηση της ειρήνης και την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη. Τα τελευταία δέκα χρόνια, έχουν εισαχθεί αναφορές για την ανάγκη αντιμετώπισης της ισλαμοφοβίας  (2015), καταπολέμησης του βίαιου εξτρεμισμού και της προώθησης του διαθρησκειακού διαλόγου (2017).

Στο φετινό ψήφισμα, αναγνωρίζεται ο διαμεσολαβητικός ρόλος του ΟΙΣ σε συγκρούσεις σε Μέση Ανατολή, Κεντρική Ασία (Αφγανιστάν) και Αφρική (Μαλί, Σομαλία), ζητείται ο διορισμός ενός «Ειδικού Απεσταλμένου του ΟΗΕ για την καταπολέμηση της Ισλαμοφοβίας», αλλά και παρεμβάσεις για την καταπολέμηση της θρησκευτικής μισαλλοδοξίας και των εξτρεμιστικών αφηγημάτων, γίνονται αναφορές στη συνεργασία με τον ΠΟΥ για την καταπολέμηση των πανδημιών και τη βελτίωση της υγειονομικής περίθαλψης, ενώ υπογραμμίζεται η ανάγκη παροχής τεχνικής και οικονομικής βοήθειας στα κράτη μέλη του ΟΙΣ με στόχο τη βιώσιμη ανάπτυξη, αλλά και τη συνεργασία σε θέματα επιστήμης, τεχνολογίας και εκπαίδευσης.

Το ψήφισμα για την συνεργασία ΗΕ-ΟΙΣ υιοθετήθηκε με ομοφωνία.

Ωστόσο η Πολωνία εκπροσωπώντας την ΕΕ, στην δήλωση της οποίας ευθυγραμμίστηκαν, η Β. Μακεδονία, η Ουκρανία, η Μολδαβία και το Μαυροβούνιο ανέφερε ότι υποστηρίζει το ψήφισμα για τη συνεργασία των Ηνωμένων Εθνών και των κρατών του ΟΙΣ, αλλά αναφερόμενη στην Κύπρο «εξέφρασε για άλλη μια φορά τη βαθιά απογοήτευσή της ΕΕ για το γεγονός ότι παρά τις επανειλημμένα διατυπωθείσες έντονες αντιρρήσεις της ΕΕ και των κράτων- μέλών, διατηρήθηκε αναφορά στο σχέδιο δράσης 2025 του ΟΙΣ που δεν συνάδει πλήρως με τα ψηφίσματα της Γενικής Συνέλευσης και του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ τα οποία σέβονται το διεθνές δικαίου και τον Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, συμπεριλαμβανομένης ιδίως της αρχής που περιέχεται στο άρθρο 2.7.»

«Επιθυμούμε να καταγράψουμε ότι οι διατάξεις του προγράμματος του ΟΙΣ για το 2025 που αφορούν την Κύπρο δεν συνάδουν με τις σχετικές υφιστάμενες διατάξεις του Συμβουλίου Ασφαλείας και της Γενικής Συνέλευσης, ιδίως τις αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ 541 και 550. Τα εν λόγω ψηφίσματα κηρύσσουν παράνομη και άκυρη τη μονομερή κήρυξη της ανεξαρτησίας της αποσχιστικής οντότητας στο κατεχόμενο τμήμα της Κύπρου» είπε η εκπρόσωπος της Πολωνίας εκ μέρους της ΕΕ και λοιπών χωρών.

Επίσης η ΕΕ «κάλεσε όλα τα κράτη να σεβαστούν την κυριαρχία, την εδαφική ακεραιότητα και την ανεξαρτησία της Κυπριακής Δημοκρατίας και να μην αναγνωρίζουν, να μην διευκολύνουν και να μην αξιολογούν με οποιονδήποτε άλλο τρόπο την αποσχιστική οντότητα. Ως εκ τούτου, αποστασιοποιείται από τη συναίνεση σε αυτή τη διάταξη».

«Για άλλη μια φορά, επαναλαμβάνουμε την προσδοκία μας ότι ο ΟΙΣ δεν θα καταχραστεί το καθεστώς του στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ για την προώθηση μιας παράνομης αποσχιστικής οντότητας και καλούμε επίσης τον ΟΙΣ να απέχει από την υιοθέτηση θέσεων που υπονομεύουν το διεθνές δίκαιο και τον Καταστατικό Χάρτη του ΟΗΕ, καθώς και τις προσπάθειες που έχει αναλάβει ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ για την επίλυση του Κυπριακού ζητήματος με τη συμφωνημένη βάση, όπως προβλέπεται στα σχετικά ψηφίσματα του όπως προβλέπεται στα σχετικά ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών» σημείωσε.

Ο Εκπρόσωπος της Τουρκίας απαντώντας στην τοποθέτηση της ΕΕ ανέφερε ότι «Μια δίκαιη και διαρκής βιώσιμη διευθέτηση στο νησί της Κύπρου μπορεί να επιτευχθεί μόνο μετά από μια διαδικασία που θα ξεκινήσει με την αναμόρφωση της εγγενούς κυριαρχικής ισότητας και του ισότιμου διεθνούς καθεστώτος του τουρκοκυπριακού λαού. Η εξήγηση της θέσης που διατυπώθηκε εκ μέρους της ΕΕ και η προσέγγιση που αντικατοπτρίζει είναι δυστυχώς ένα παράδειγμα μεροληψίας και προκατάληψης. Η ΕΕ αποδέχθηκε την ελληνοκυπριακή διοίκηση ως πλήρες μέλος παρά τη συντριπτική πλειοψηφία των Ελληνοκυπρίων που ψήφισαν το 2004 κατά μιας συνολικής διευθέτησης. Έκτοτε η ΕΕ δεν μπόρεσε να υιοθετήσει μια δίκαιη και ισορροπημένη θέση για το κυπριακό ζήτημα. Όσο οι θέσεις της ΕΕ αντανακλούν αποκλειστικά τα συμφέροντα των Ελληνοκυπρίων, η ΕΕ θα συνεχίσει να αποκλείεται από το ρόλο του αντικειμενικού παράγοντα στις προσπάθειες που καταβάλλονται για αναζήτηση λύσης. Όσοι θεωρούν την ελληνοκυπριακή πλευρά ως τον αποκλειστικό ιδιοκτήτη της του νησιού θα πρέπει να εγκαταλείψουν αυτή τη στάση. Καλούμε να επικεντρωθούν στην πραγματικότητα. Η «Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου», είναι το ένα εκ των δύο κρατών στο νησί. Η διεθνής κοινότητα θα πρέπει να μεταρρυθμίσει την κυρίαρχη ισότητα και το ισότιμο διεθνές καθεστώς του τουρκοκυπριακού λαού και να ενεργήσει αναλόγως. Η αναγνώριση της «Τουρκικής Δημοκρατίας της Βόρειας Κύπρου», σύμφωνα με τις δηλώσεις του Προέδρου μας και την έκκληση του στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ είναι ένας από τους τρόπους προς αυτή την κατεύθυνση. Η Τουρκία με κάθε τρόπο θα συνεχίσει να στέκεται στο πλευρό της «Τουρκικής Δημοκρατίας της Βόρειας Κύπρου» και να είναι η φωνή των Τουρκοκυπρίων σε όλες τις διεθνείς πλατφόρμες».

Η κίνηση της ΕΕ να παρέμβει, χωρίς όμως να εμποδίσει την υιοθέτηση του ψηφίσματος έγινε -σύμφωνα με πληροφορίες- κατόπιν αιτήματος της Κύπρου, η οποία είχε και τη στήριξη της Ελλάδας.

Η αιτία για την στάση αυτή της Κύπρου αποδίδεται σε ενέργειες και θέσεις του ΟΙΣ, οι οποίες θεωρούνται από ορισμένους ως ασυμβίβαστες με τα (πολλά) ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας για το κυπριακό.

Πιο συγκεκριμένα, ο ΟΙΣ θεωρείται ότι προωθεί ενεργά την αναγνώριση της αυτοαποκαλούμενης «ΤΔΒΚ» ως κράτος διότι α) χορήγησε καθεστώς παρατηρητή στην τουρκοκυπριακή κοινότητα ήδη από το 1979 χρησιμοποιώντας την ονομασία «Τουρκοκυπριακή Μουσουλμανική Κοινότητα», την οποία άλλαξε το 2004 σε «Τουρκοκυπριακό Κράτος», β) αναφέρεται στην «ΤΔΒΚ» ως «κράτος» στα επίσημα έγγραφά του [βλ. λ.χ. το Πρόγραμμα Δράσης του για το 2025 ("OIC PoA 2025")] και γ) σταθερά υιοθετεί ψηφίσματα και δηλώσεις που εκφράζουν την αλληλεγγύη του προς την τουρκοκυπριακή κοινότητα, τάσσονται υπέρ του «τέλους της άδικης απομόνωσης» των Τουρκοκυπρίων, καλούν υπέρ μιας ενισχυμένης οικονομικής, πολιτιστικής και πολιτικής συνεργασίας με την «ΤΔΒΚ», αλλά και υπέρ της σύναψης διπλωματικών σχέσεων με αυτήν.

Με τις ενέργειές του αυτές, ο ΟΙΣ θεωρείται ότι αναγνωρίζει σιωπηρά και de facto την αυτοαποκαλούμενη «ΤΔΒΚ», γεγονός που έρχεται σε σύγκρουση με τις παγίως και ρητώς εκπεφρασμένες θέσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας αφενός περί διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας με πολιτική ισότητα και αφετέρου περί ανάγκης το σύνολο της διεθνούς κοινότητας (Οργανισμών επομένως συμπεριλαμβανομένων) να απέχει από ενέργειες που θα μπορούσαν να υποδηλώνουν αναγνώριση.

Πρωτίστως όμως, με τέτοιες κινήσεις ο ΟΙΣ υπονομεύει την ίδια τη βάση των διαπραγματεύσεων, καθώς θέτει το κυπριακό ως ζήτημα καταπίεσης ή περιθωριοποίησης των Τουρκοκυπρίων, όπερ αποκλίνει από τον τρόπο με τον οποίο τίθεται το ζήτημα από το Συμβούλιο Ασφαλείας, δηλαδή ως ζήτημα κυριαρχίας και εδαφικής ακεραιότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Αν και ο ΟΙΣ ισχυρίζεται ότι η εμπλοκή του αποσκοπεί στην αντιμετώπιση της απομόνωσης των Τουρκοκυπρίων και στην προώθηση του διαλόγου, οι θέσεις του στην πραγματικότητα υπονομεύουν την κυριαρχία και εδαφική ακεραιότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας, δημιουργούν επιπλοκές στις ειρηνευτικές συνομιλίες, αμφισβητούν εμμέσως το κύρος του Συμβουλίου Ασφαλείας και διευρύνουν το χάσμα μεταξύ Κυπριακής Δημοκρατίας και τουρκοκυπριακής κοινότητας, ενισχύοντας έτσι την απομόνωσή της από την υπόλοιπη διεθνή κοινότητα.