Χθες, την ώρα που ο Ταγίπ Ερντογάν είχε αλλεπάλληλες συναντήσεις με την ηγεσία των θεσμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ στις Βρυξέλλες, υπήρχε μια ανάλυση η οποία έκανε κυριολεκτικά θραύση στην ιστοσελίδα ενός από τα πλέον σημαντικά – και ελεγχόμενα από τους «φίλους» του παλατιού – τουρκικά ΜΜΕ: την Hurriyet.
Υπό τον γενικό τίτλο «Η ΕΕ χωρίς την Τουρκία» και με την υπογραφή ενός από τα «βαριά» ονόματα της τουρκικής διπλωματίας – του Μουράτ Ερσαβτσί ο οποίος έχει βρεθεί στη διάρκεια της θητείας του σε δεκάδες καίρια πόστα εντός και εκτός της χώρας του, μαζί και στην Ελλάδα – η ανάλυση έχει ένα και μοναδικό στόχο: Να κάνει όσους την διαβάσουν να ξανασκεφτούν ότι η Τουρκία είναι ιστορικά δεμένη με την Ευρώπη και είναι γι' αυτήν πολύ πιο σημαντική από οποιαδήποτε άλλη χώρα, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας. Κυρίως δε την κοινή γνώμη και όχι τους ηγέτες, καθώς γνωρίζει ότι εφόσον κερδίσει την πρώτη ή, έστω, διασφαλίσει την ουδέτερη στάση της, τότε θα είναι πιο εύκολο να σύρει και τους δεύτερους προς τις θέσεις της Άγκυρας.
Όποιος, λοιπόν, κάνει «κλικ» στην ιστοσελίδα και αφιερώσει μερικά λεπτά στο συγκεκριμένο κείμενο, θα διαπιστώσει εύκολα ότι τα περισσότερα επιχειρήματα που αναπτύσσονται σε αυτό είναι ταυτόσημα με εκείνα που η ελληνική πλευρά θεωρεί ως δεδομένο ότι της «ανήκουν» και δεν μπορεί κανείς να τα αμφισβητήσει. Αποδεικνύοντας ότι στον πόλεμο της προπαγάνδας δεν υπάρχουν ούτε ιερά ούτε όσια ούτε σχήματα τα οποία μπορούν να θεωρηθούν ακλόνητα.
«Η Τουρκία είναι το σύνορο της Ευρώπης»
«Η Τουρκία είναι το νότιο σύνορο της Ευρώπης», ισχυρίζεται χαρακτηριστικά ο γράφων, αμφισβητώντας ευθέως το «αφήγημα» ότι τα σύνορα της Ευρώπης βρίσκονται στον Έβρο και το ανατολικό και νότιο Αιγαίο και ταυτίζονται με τα ελληνοτουρκικά. «Η Τουρκία προσφέρει την αναγκαία προστασία και σταθερότητα στις άλλες χώρες της Ευρώπης. Αναλογιστείτε πόσο επισφαλής θα ήταν η κατάσταση του δυτικού κόσμου, με τις συνεχιζόμενες συγκρούσεις στη Μέση Ανατολή», υπογραμμίζει.
Εντυπωσιακή είναι, αναμφίβολα, η «βουτιά» που επιχειρεί στην ιστορία, φυσικά από τη σκοπιά των συμφερόντων της χώρας του και την οπτική της. «Όποιος ανατρέξει στην ιστορία – γράφει, απευθυνόμενος προφανώς στους υπόλοιπους Ευρωπαίους και όχι τους Έλληνες – θα διαπιστώσει ότι ήδη από τη Νεολιθική Εποχή, όταν οι γεωργικές τεχνικές αναπτύχθηκαν στην Ανατολία και από εκεί διαδόθηκαν σταδιακά στην Ευρώπη, η Τουρκία υπήρξε ένα οργανικό στοιχείο στη ζωή της ηπείρου», γράφει και συνεχίζει: «Ο Βασιλιάς Μήδας, ο Κροίσος, ο Γόρδιος Δεσμός, η Ελένη της Τροίας, ο Άγιος Βασίλης και βεβαίως, ο Άγιος Παύλος, όλα και όλοι προήλθαν από τμήματα της σημερινής Τουρκίας – μια πολιτισμική και θρησκευτική γέφυρα ανάμεσα στην Ανατολή και τη Δύση, τον Βορρά και τον Νότο».
Μπίζνες, τότε και σήμερα
Η οικονομία δεν θα μπορούσε να απουσιάζει από τη δέσμη των επιχειρημάτων του – με αναφορές τόσο στο παρελθόν όσο και στο παρόν. «Εάν είχατε τη δυνατότητα να επισκεφθείτε την Άγκυρα τον 17ο αιώνα, θα διαπιστώνατε ότι το ένα τέταρτο των κατοίκων της πόλης ήταν οικογένειες εμπόρων από τη Σκοτία, την Αγγλία και την Ολλανδία. Κάτι που συνεχίστηκε μέχρις ότου η Γαλλική Επανάσταση διέρρηξε τους εμπορικούς δεσμούς, κάνοντάς τους όλους πιο φτωχούς» (να και η μπηχτή για τη Γαλλία, που σήμερα πρωτοστατεί στη σκληρή γραμμή της ΕΕ απέναντι στην Τουρκία...).
Κι αν αυτά ίσχυαν στο παρελθόν, να τι ισχύει σήμερα, σύμφωνα πάντα με τον Ερσαβτσί: «Λίγοι άνθρωποι συνειδητοποιούν ότι η Τουρκία διαθέτει μεγαλύτερη, πιο ανεπτυγμένη και πιο δυναμική οικονομία από πολλά κράτη-μέλη της ΕΕ (...) Είναι μια ολοένα πιο σημαντική περιφερειακή οικονομική δύναμη. Αυτό έχει να κάνει με το γεγονός ότι είναι μια μεγάλη χώρα με 84 εκατ. κατοίκους και τεράστιο φυσικό πλούτο. Διαθέτει μια δυναμική οικονομία της ελεύθερης αγοράς, η οποία βιομηχανοποιήθηκε με ασύλληπτους ρυθμούς κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Υπό αυτό το πρίσμα, υπάρχουν ακόμη πολύ μεγάλες ευκαιρίες για τους Ευρωπαίους επενδυτές. Είμαστε, άλλωστε, κοντά σε αγορές όπως η Ρωσία, ο Καύκασος, η Κεντρική Ασία και η Μέση Ανατολή, κάτι που μας διασφαλίζει συγκριτικά πλεονεκτήματα».
Ο γράφων δεν δίστασε να επικαλεστεί στα υπέρ της χώρας του και τους πρωτεργάτες της ευρωπαϊκής ενοποίησης. «Οι “πατέρες” της ΕΕ, ο Ζαν Μονέ και ο Ρομπέρ Σουμάν, δεν λειτουργούσαν με βάση αυτό το πνεύμα (της απομόνωσης και της δαιμονοποίησης της Τουρκίας). Εάν το έκαναν, τότε η πορεία προς τη συμφιλίωση και την ενότητα της Ευρώπης θα είχε πεθάνει από την αρχή».
Προκαταλήψεις ή ρεαλισμός;
Με βάση δε όλα τα παραπάνω, ο ίδιος εκτιμά ότι «το αντιτουρκικό κίνημα στη Δυτική Ευρώπη είναι ιδιαιτέρως μυωπικό και δεν εξυπηρετεί καν τα συμφέροντα εκείνων τους οποίους υποτίθεται ότι προστατεύει», ενώ μεγάλο μέρος του «βασίζεται σε απαρχαιωμένα στερεότυπα και μίση». Για όλους αυτούς τους λόγους, όπως καταλήγει, «ό,τι και αν πιστεύουν οι αντίπαλοί μας, η Τουρκία είναι μια σημαντική πραγματικότητα στον χάρτη και έχει δικαιωματικά μια θέση στην Ευρώπη. Το ερώτημα είναι εάν η ΕΕ θα καταφέρει να ξεπεράσει τον εφησυχασμό και την αυταρέσκειά της και σταθεί ρεαλιστικά απέναντι στις επικίνδυνα εξελισσόμενες διεθνείς κρίσεις».
Αν μη τι άλλο, οφείλει να αναγνωρίσει κανείς στην Τουρκία και την ηγεσία της ότι δεν τα παρατάει εύκολα. Ακόμη και όταν οι απειλές δεν πιάνουν τόπο, βρίσκει τρόπους να συνεχίζει να πιέζει και να περνά το μήνυμά της...