Την πολυπλοκότητα και τις αντιφάσεις που χαρακτηρίζουν τη σημερινή γεωπολιτική πραγματικότητα στο ζήτημα της Ουκρανίας περιγράφει σε συνεντευξή του στη Deutsche Welle ο Χρήστος Κατσιούλης, αναλυτής του Ιδρύματος Φρίντριχ Έμπερτ.
Αναφερόμενος στις συνομιλίες μεταξύ Ηνωμένων Πολιτειών και Ρωσίας, εξηγεί ότι δεν περιορίζονται μόνο στο ουκρανικό ζήτημα:
«Το ερώτημα είναι τι είναι ακριβώς αυτό το 'κάπου'. Οι διαπραγματεύσεις μεταξύ Ρωσίας και Ηνωμένων Πολιτειών είναι πολύ ευρύτερες. Δεν αφορούν μόνο την Ουκρανία. Αφορούν διάφορα διμερή ζητήματα, εξομάλυνση διπλωματικών σχέσεων και μακροπρόθεσμα, νομίζω, ειδικά ο Ντόναλντ Τραμπ θέλει να οδηγήσουν και σε στενότερη συνεργασία με βάση τις οικονομικές δυνατότητες που υπάρχουν εκεί. Αυτός είναι νομίζω ο στόχος του Τραμπ και αυτό το κάνει τόσο δύσκολο να καταλάβουμε αν πραγματικά υπάρχει μια εκεχειρία στην Ουκρανία, η οποία ήταν και ο πρώτος στόχος των διαπραγματεύσεων. Είμαι λίγο προσεκτικός και σκεπτικός στη δυνατότητα επιτυχίας εκεί».
Παράλληλα, τονίζει πως ο τρόπος που οι ΗΠΑ προσπαθούν να διαμεσολαβήσουν ανάμεσα σε Κίεβο και Μόσχα εμπεριέχει σοβαρές ανισορροπίες:
«Το δεύτερο που με προβληματίζει είναι ότι έχει και μια παράξενη δυναμική η διαπραγμάτευση που βλέπουμε, γιατί η Ουάσινγκτον προσπαθεί να τοποθετηθεί αυτή τη στιγμή ως μεσολαβητής μεταξύ των δύο χωρών, αλλά η προσέγγιση προς την Ουκρανία και τη Ρωσία είναι πολύ διαφορετική. Η Ουκρανία παίρνει το μαστίγιο και η Ρωσία παίρνει το καρότο. Και γι΄ αυτό νομίζω ότι πρόκειται για μια διαπραγμάτευση μεταξύ Αμερικής και Ρωσίας, όπου η Ουκρανία θα μπορούσε να είναι η παράπλευρη απώλεια».
Ο ρόλος της ΕΕ και οι «πρόθυμοι»
Ο Κατσιούλης επισημαίνει τη σημασία της ευρωπαϊκής συμμετοχής στις διαδικασίες διαπραγμάτευσης για την ειρήνη:
«Αν προσπαθούμε να το δούμε στην προοπτική μιας ειρήνης στην Ουκρανία, η Ευρωπαϊκή Ένωση θα έπρεπε να είναι μέρος των διαπραγματεύσεων. Γιατί έχουμε πάρα πολύ βάρος σε αυτή την κατάσταση. Θα έχουμε το κύριο βάρος της στήριξης της Ουκρανίας, αλλά η ΕΕ θα είναι και απολύτως κεντρική στο ζήτημα της ανοικοδόμησης της Ουκρανίας».
Ωστόσο, στέκεται και στο εσωτερικό αδιέξοδο της ΕΕ: «Έχουμε όμως δύο κράτη της ΕΕ που ασκούν επανειλημμένα βέτο στη στήριξη της ΕΕ προς την Ουκρανία. Δε μπορούμε να προχωρήσουμε επομένως ενιαία και χρειάζονται για αυτό οι "συνασπισμοί των προθύμων", οι οποίοι θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν και χώρες εκτός της ΕΕ, όπως ο Καναδάς, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Νορβηγία».
Κατά τον ίδιο, αυτοί οι άτυποι σχηματισμοί δεν αποσκοπούν μόνο σε άμεση δράση, αλλά και σε αποστολή μηνύματος προς την Ουάσιγκτον: «Για μένα αυτοί οι "συνασπισμοί των προθύμων" αποτελούν πάνω από όλα μια υπόσχεση προς τις Ηνωμένες Πολιτείες. Υπόσχονται ότι τώρα η Ευρώπη θα αναλάβει το κύριο βάρος όσον αφορά το οικονομικό βάρος και τις παραδόσεις όπλων προς την Ουκρανία και θα φέρει μεγαλύτερη στρατιωτική ευθύνη στο μέλλον όμως. Και αυτό θα επιτρέψει στον Τραμπ να εκπληρώσει την υπόσχεση να κρατήσει την Αμερική μακριά από ξένους πολέμους».
Η στρατιωτική πραγματικότητα στην Ευρώπη
Παρά τις καλές προθέσεις, η στρατιωτική ετοιμότητα της Ευρώπης παραμένει περιορισμένη: «Το πρόβλημα με τη στρατιωτική ευθύνη είναι ότι στην Ευρώπη εξαρτόμαστε πλήρως από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Δε μπορούμε μόνοι μας και για αυτό όλα αυτά τα σχέδια είναι στον αέρα. Ήμουν την περασμένη εβδομάδα στο Παρίσι. Και στο Παρίσι και στο Λονδίνο λένε μπορούμε να κάνουμε κάτι, μπορούμε να αναλάβουμε μια ευθύνη την οποία αποκαλούν "assurance force", δηλαδή θα βρίσκεται μακριά από τη Ρωσία, κάπου πίσω από τον ουκρανικό στρατό, αλλά μόνο εφόσον η Αμερική κρατάει την ασφάλεια από πίσω. Κανένας δεν θέλει να πάει σε πόλεμο με τη Ρωσία, χωρίς τον μεγάλο αδελφό πίσω του».
Ειρηνευτικές αποστολές: Από λόγια σε πράξεις;
Όσον αφορά το ενδεχόμενο αποστολής ευρωπαϊκών δυνάμεων στην Ουκρανία στο πλαίσιο ειρηνευτικής αποστολής, ο αναλυτής διατηρεί επιφυλάξεις: «Νομίζω θα παραμείνουν ελάχιστες οι χώρες. Αν δούμε τους αριθμούς που ακούγονται αυτή τη στιγμή, στο Λονδίνο μιλούν για δύο με τρεις χιλιάδες και το Ηνωμένο Βασίλειο είναι από τις πιο ισχυρές χώρες στρατιωτικά στην Ευρώπη. Ίσως από το Παρίσι στείλουν έναν παρόμοιο αριθμό. Στη Γερμανία ήδη έχουμε πρόβλημα να σταλούν 5.000 στρατιώτες στη Λιθουανία. Δεν βλέπω ο επόμενος καγκελάριος να στέλνει πολλούς Γερμανούς στην Ουκρανία. Και πολύ χαρακτηριστική είναι για μένα και η Πολωνία, που είπε εξαρχής ότι δεν θα στηρίξει αυτή την προσπάθεια, που είναι μια από τις χώρες που στηρίζει την Ουκρανία εδώ και χρόνια».
Πιο κοντά στην ειρήνη ή στο ίδιο σημείο;
Όσον αφορά την πορεία προς την ειρήνη, ο Χρήστος Κατσιούλης παραμένει σκεπτικός: «Είναι δύσκολο να το εκτιμήσω. Είναι πολύ θολό το τοπίο. Δεν είμαστε πιο κοντά σε μια ειρήνη. Είμαστε στην ίδια απόσταση, αλλά από μια άλλη θέση. Ο Τραμπ έφερε μια δυναμική σε αυτές τις διαπραγματεύσεις, αλλά ακόμα νομίζω ότι και η Ουκρανία και η Ρωσία πιστεύουν ότι η συνέχιση του πολέμου είναι προς όφελός τους».
Και καταλήγει με έναν σαφή προβληματισμό:
«Επομένως αυτό δεν αλλάζει αυτή τη στιγμή και νομίζω ότι δεν έχει ωριμάσει ακόμα αυτή η κατάσταση έτσι ώστε και οι δύο πλευρές να θέλουν μια εκεχειρία, μια συμφωνία ειρήνης. Το τοπίο είναι πολύ θολό και αυτό που φοβάμαι πρωτίστως είναι ότι ο Τραμπ θα προσπαθήσει να προχωρήσει σε αυτές τις διαπραγματεύσεις, θα αποτύχει και μετά θα μας αφήσει μόνους με την Ουκρανία και τη Ρωσία γιατί θα έχει χάσει το ενδιαφέρον του».
Πηγή: DW