Η Δύση μετά από μια περίοδο, ενδοιασμών, αμφιβολιών και αμφιταλαντεύσεων, σε συνδυασμό με πολιτικές και γραφειοκρατικές καθυστερήσεις στις ΗΠΑ, οι οποίες συνέτειναν στη δημιουργία μεγάλων επιχειρησιακών κενών στις Ένοπλες Δυνάμεις της Ουκρανίας, με ανάλογα αρνητικά αποτελέσματα στο πεδίο, αποφάσισε τη συνέχιση της υποστηρίξεως προς την Ουκρανία, με αιχμή του δόρατος το ΝΑΤΟ.
Η Σύνοδος των Υπουργών Αμύνης του ΝΑΤΟ, η οποία έλαβε χώρα στις Βρυξέλλες, την 13-14 Ιουνίου, η τελευταία υψηλού επιπέδου προπαρασκευής της Συνόδου Κορυφής της Ουάσινγκτον, στις αρχές Ιουλίου, έδωσε σαφέστερη εικόνα για τον προσανατολισμό του, όπως αυτός είχε διαμορφωθεί στην άτυπη Σύνοδο των Υπουργών Εξωτερικών («Γιατί ο Ινδο-Ειρηνικός είναι κομβικός για το ΝΑΤΟ»), στο τέλος Μαΐου.
Το ΝΑΤΟ σχεδιάζει να κινηθεί σε δύο άξονες για την εξασφάλιση της συνεχούς, απρόσκοπτης και επαρκούς υποστηρίξεως του Κιέβου. Πρώτον, θα αναλάβει την ευθύνη του συντονισμού της στρατιωτικής βοήθειας και της εκπαιδεύσεως και δεύτερον, θα διαμορφώσει έναν ανεξάρτητο προϋπολογισμό υποστηρίξεως της πολεμικής προσπάθειας της Ουκρανίας, ύψους τουλάχιστον 40 δισεκατομμυρίων ευρώ, ετησίως, χρηματοδοτούμενο από τα μέλη της Συμμαχίας, για όσο χρόνο απαιτηθεί.
Για την εκπλήρωση του συντονιστικού ρόλου, προτείνεται η συγκρότηση και η ένταξη στη Δομή του ΝΑΤΟ, μιας νέας Διοικήσεως επιπέδου Σχηματισμού, με έδρα το Βισμπάντεν της Γερμανίας, υπαγόμενης στον Ανώτατο Διοικητή των Συμμαχικών Δυνάμεων Ευρώπης (SACEUR), εντός αμερικανικής βάσεως, με επικεφαλής Αντιστράτηγο ή ομοιόβαθμο από τους άλλους Κλάδους. Υπό αυτή, θα υπαχθεί μια σειρά επιμελητειακών κόμβων, στην ανατολική περιοχή της Συμμαχίας, δηλαδή σε χώρες του πρώην Συμφώνου της Βαρσοβίας.
Στην προσπάθεια αυτή αναμένεται να εμπλακούν περίπου 700 άτομα, από τις χώρες μέλη αλλά και εταίρους του ΝΑΤΟ. Το έργο της θα είναι, ο συντονισμός, της εκπαιδεύσεως ουκρανικών τμημάτων σε διάφορες εκπαιδευτικές εγκαταστάσεις των χωρών της Συμμαχίας, της σχεδιάσεως και ιεραρχήσεως των προσφορών, της διαχειρίσεως, μεταφοράς, επισκευής κυρίου υλικού και προωθήσεως σχετικών εφοδίων (πυρομαχικά, ανταλλακτικά κτλ), τέλος δε η μακροπρόθεσμη υποστήριξη της μετεξελίξεως των Ουκρανικών Ενόπλων Δυνάμεων. Η προσπάθεια αυτή του ΝΑΤΟ είναι εκτεταμένη και μακροχρόνια, ο νέος Σχηματισμός καθίσταται σχεδόν επιμελητειακή Διοίκηση της Ουκρανίας και η ανατολική περιοχή του ΝΑΤΟ καθίσταται βάση υποστηρίξεως.
Επίσης, προβάλλεται από κάποιους κύκλους ότι το ΝΑΤΟ αναλαμβάνει την υποστήριξη της Ουκρανίας από τις ΗΠΑ, το οποίο ωστόσο δεν ευσταθεί. Με πρωτοβουλία και υπό την ηγεσία του Υπουργείου Αμύνης των ΗΠΑ συγκροτήθηκε αμέσως μετά την ρωσική εισβολή, ad hoc, η Ομάδα Επαφής Αμύνης της Ουκρανίας (Ukraine Defense Contact Group - UDCG ), ονομαζόμενη και Ομάδα Ραμστάιν, από το όνομα της ομώνυμης αεροπορικής βάσεως στη Γερμανία, η οποία έχει διαχειρισθεί τη διεθνή βοήθεια προς το Κίεβο. Η Ομάδα αυτή περιλαμβάνει πάνω από 50 χώρες, όπως επίσης το ΝΑΤΟ και την ΕΕ.
Η 23η Σύνοδος της Ομάδας έλαβε χώρα στο Αρχηγείο του ΝΑΤΟ, υπό την προεδρία του αμερικανού Υπουργού Αμύνης, την ίδια ημέρα με τη Σύνοδο των Υπουργών Αμύνης του ΝΑΤΟ, ενέγραψε νέο μέλος την Αργεντινή, συνέχισε τις εργασίες και δεν εκδηλώθηκε καμία πρόθεση διαλύσεώς της. Φαίνεται ότι οδηγούμεθα σε ένα σύστημα όπου η Ομάδα Επαφής θα αποτελεί τον πολιτικό βραχίονα της διεθνούς βοηθείας προς την Ουκρανία και το ΝΑΤΟ τον εκτελεστικό, πρακτικά και με αυτό το μοντέλο η υποστήριξη θα τελεί πάλι υπό τον έλεγχο των ΗΠΑ.
Ο Γ.Γ. του ΝΑΤΟ, επεξηγώντας τα ανωτέρω, δήλωσε ότι: «Αυτές οι προσπάθειες δεν καθιστούν το ΝΑΤΟ συμβαλλόμενο μέρος της συγκρούσεως, αλλά θα ενισχύσουν την Ουκρανία για να υποστηρίξει το δικαίωμά της στην αυτοάμυνα». Η δήλωση αυτή, την οποία μάλλον ο Γενικός Γραμματέας θεώρησε υποχρεωμένος να κάνει, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Δηλαδή με αυτή τη νομική ερμηνεία, η οποία είναι σαφώς μονομερής, το συγκεκριμένο εγχείρημα επειδή στηρίζει την «αυτοάμυνα», μιας τρίτης χώρας, αυτομάτως δεν καθιστά τη Συμμαχία μέρος της συγκρούσεως.
Είναι γεγονός αναμφισβήτητο ότι το νομικό καθεστώς του ΝΑΤΟ έναντι της συγκρούσεως, μέχρι τώρα, ως μέλος της Ομάδος Επαφής, είναι διαφορετικό με αυτό μετά τις νέες πρωτοβουλίες. Σε κάθε περίπτωση, το ΝΑΤΟ έχει το δικαίωμα και δύναται να ενισχύσει μια χώρα που μάχεται για την εθνική της ανεξαρτησία και την εδαφική της ακεραιότητα, όμως ο κρίσιμος παράγοντας δεν είναι αυτή καθεαυτή η βοήθεια, αλλά η νέα δομή και περιοχή αναπτύξεώς της και ειδικότερα πως αυτή θα λειτουργήσει, όπως επίσης και ο τρόπος με τον οποίο θα γίνει η διαχείριση και η διοχέτευση της υποστηρίξεως προς το Κίεβο. Το ζήτημα είναι εξαιρετικά ευαίσθητο και πολύπλοκο και ξεφεύγει από το πλαίσιο τους παρόντος άρθρου, όμως καλό θα ήταν να απασχολήσει τα κράτη μέλη, ώστε να προσδιορίσουν τις κατάλληλες παραμέτρους, προς αποφυγή του αιφνιδιασμού και της ενδεχόμενης εμπλοκής.
Ο δεύτερος πυλώνας της υποστηρίξεως προς την Ουκρανία, δηλαδή ο ανεξάρτητος ετήσιος προϋπολογισμός, με υποχρεωτική συμμετοχή, δεν έχει ακόμη συμφωνηθεί και οι προσπάθειες θα συνεχισθούν για εξεύρεση λύσεως μέχρι και τη Σύνοδο Κορυφής. Όμως ήδη έχουν αρχίσει να εμφανίζονται ρωγμές στο όλο εγχείρημα.
Την προηγούμενη ημέρα, της Συνόδου των Υπουργών Αμύνης, o Γ.Γ. του ΝΑΤΟ με μια αιφνιδιαστική επίσκεψη στη Βουδαπέστη, διασφάλισε ότι η Ουγγαρία δεν θα προβάλει βέτο στο σχέδιο αυτό, υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα απαιτηθεί η συμμετοχή της με στρατιωτικό προσωπικό και πιστώσεις, πράγμα που έγινε αποδεκτό. Όπως είναι εύκολα αντιληπτό αυτό ανοίγει το δρόμο και για άλλες χώρες και φυσικά υπονομεύει την ομοφωνία ως βασική αρχή λήψεως αποφάσεως του ΝΑΤΟ.
Ο Όρμπαν, γνωστός για τη στάση του στο ουκρανικό ζήτημα, εδράζει τη θέση της χώρας του στη θέση ότι η συμμετοχή σε κάθε στρατιωτική δράση, έξω από το έδαφος της Συμμαχίας, πρέπει να βασίζεται σε εθελοντική βάση, όπως έχει συμβεί μέχρι τώρα με τις διάφορες επιχειρήσεις ειρήνης που έχει εμπλακεί το ΝΑΤΟ. Όμως πέραν της Ουγγαρίας, υπάρχουν και άλλες χώρες οι οποίες αντιτίθενται σε αυτή την πρωτοβουλία.
Κατά τη συνέντευξη Τύπου του Γ.Γ. του ΝΑΤΟ ακούσθηκε το όνομα της Ιταλίας η οποία φαίνεται ότι θεωρεί το ποσό πολύ μεγάλο. Για παράδειγμα, αν χρησιμοποιηθούν οι τρέχοντες συντελεστές του κοινού προϋπολογισμού, στην Ιταλία αντιστοιχεί ετησίως ποσό ύψους περίπου 3,4 δισεκατομμυρίων, ενώ στην Ελλάδα περίπου 400 εκατομμυρίων ευρώ. Για την Ελλάδα, το συγκεκριμένο ποσό κινείται ελαφρώς κάτω του ύψους του ετησίου λειτουργικού προϋπολογισμού των Ενόπλων Δυνάμεων, ως εκ τούτου η ανάληψη αυτής της υποχρεώσεως, χωρίς συγκεκριμένο χρονικό ορίζοντα, πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο σοβαρού προβληματισμού για την τελική στάση της Χώρας μας.
Συνεπώς, είναι εύλογο να υπάρχουν επιφυλάξεις και αντιρρήσεις, καθώς τα ποσά είναι πολύ μεγάλα, καθίσταται σχεδόν απαγορευτικά, η δυνατότητα συνεργασίας με την Ουκρανία σε διμερή βάση και η συνεισφορά με άλλους τρόπους (π.χ. μέσω ΕΕ), ενώ υπονομεύεται η επίτευξη του στόχου του 2%, των ετησίων αμυντικών δαπανών στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ. Το ζήτημα θα παραμείνει ανοικτό μέχρι τη Σύνοδο Κορυφής, όμως σίγουρα δεν θα είναι μια εύκολη υπόθεση επιτεύξεως ομοφωνίας.
Όλα αυτά είναι εξαιρετικά ενδιαφέροντα, όμως σε καμία περίπτωση τόσο στη Σύνοδο των Υπουργών Εξωτερικών όσο και αυτή των Υπουργών Αμύνης δεν τέθηκε τουλάχιστον στο δημόσιο διάλογο το θεμελιώδες ερώτημα, ποιες είναι στρατηγικές επιδιώξεις και οι επιδιωκόμενοι αντικειμενικοί σκοποί, σε ποιο χρονικό ορίζοντα είναι δυνατόν αυτά να επιτευχθούν και το κυριότερο αν η προσφερόμενη από το ΝΑΤΟ βοήθεια είναι επαρκής για την εκπλήρωση των τεθέντων στόχων.
Ο Υπουργός Αμύνης των ΗΠΑ, απαντώντας σε παρεμφερή ερώτηση μετά τη Σύνοδο της Ομάδας Επαφής, δήλωσε ότι οι Ουκρανοί με τη βοήθεια του ΝΑΤΟ επέτυχαν να σταθεροποιήσουν την άμυνά τους στην περιοχή του Χαρκόβου και να περιορίσουν την προώθηση της ρωσικής επιθέσεως στη συγκεκριμένη περιοχή.
Φυσικά αυτό είναι θετικό, πλην όμως δεν αποτελεί ουσιαστική απάντηση τόσο στο επιχειρησιακό όσο και στο στρατηγικό πρόβλημα της Ουκρανίας. Επίσης, το ΝΑΤΟ, προς το παρόν, έχει επενδύσει μόνο στη στρατιωτική προσπάθεια και έχει απορρίψει παντελώς την οδό της διπλωματίας και του διαλόγου. Έχοντας κατά νου τα ανωτέρω, αν το ΝΑΤΟ φθάσει στη Σύνοδο Κορυφής, για το ζήτημα της Ουκρανίας, μόνο με αυτές τις πρωτοβουλίες, οι οποίες είναι προσανατολισμένες καθαρά στο επιχειρησιακό και τακτικό επίπεδο και αγνοήσει τις στρατηγικές παραμέτρους τότε κινείται χωρίς πυξίδα. Όποιες αποφάσεις και αν ληφθούν, η επιτυχία καθίσταται ένας απόμακρος και διαφεύγον στόχος και μάλλον η πορεία των πραγμάτων οδηγεί αργά μεν αλλά σταθερά προς την αποτυχία.
*Ο Κωνσταντίνος Γκίνης είναι Στρατηγός ε.α. – Επίτιμος Α/ΓΕΣ