Τα ξημερώματα της 24ης Φεβρουαρίου 2022 ο Βλαντιμίρ Πούτιν υπέβαλε τη Δύση σε «ηλεκτροσόκ» ισοπεδώνοντας την επί δεκαετίες ευρωπαϊκή τάξη ασφάλειας. Σήμερα, την υποβάλλει σε «τεστ κοπώσεως» ποντάροντας στην εξασθένηση της υποστήριξης ηγεσιών και πολιτών προς το Κίεβο ενόσω μαίνεται ένας πόλεμος φθοράς δίχως ορατή λήξη στον ορίζοντα. Η πρόκληση για τη συλλογική Δύση είναι να τον διαψεύσει, παραμένοντας ενωμένη και αταλάντευτη ως προς την οικονομική και στρατιωτική στήριξη της Ουκρανίας, όπως ακριβώς δύο χρόνια πριν όταν ο ρωσικός στρατός εισέβαλε από τρία μέτωπα στο έδαφός της.
Όταν ο Βλαντιμίρ Πούτιν έδινε την εντολή για την πλήρους κλίμακας εισβολή -για την ακρίβεια συνέχιζε αυτό που ξεκίνησε το 2014 από την Κριμαία και την ανατολική Ουκρανία- κάποιοι προέβλεπαν ότι θα χρειάζονταν μόλις τρεις ημέρες για να «πέσει» το Κίεβο. Ούτε το Κίεβο κατελήφθη, ούτε και κατάφερε ο Πούτιν να ανατρέψει τον Βολοντίμιρ Ζελένσκι εγκαθιστώντας μία φιλορωσική «υπάκουη» κυβέρνηση για να γυρίσει την Ουκρανία στην εποχή προ της εξέγερσης της πλατείας Μαϊντάν.
Ο Πούτιν ήθελε να διχάσει και να αποδυναμώσει το ΝΑΤΟ, κατάφερε το αντίθετο. Έναντι της ρωσικής απειλής, η Συμμαχία επιτάχυνε το μετασχηματισμό της για να προσαρμοστεί στο νέο περιβάλλον αναβαθμισμένου στρατηγικού κινδύνου, ενίσχυσε την ανατολική πτέρυγα για να καθησυχάσει την Πολωνία και τις χώρες της Βαλτικής, και ήρθε τελικά πιο «κοντά» στη Ρωσία παρά ποτέ αφότου η Φινλανδία (που μοιράζεται σύνορα 1.300 χιλιομέτρων με τη Ρωσία) και η Σουηδία έλαβαν από κοινού την ιστορική απόφαση να αποτινάξουν δεκαετίες αμυντικής ουδετερότητας για να ενταχθούν στο ΝΑΤΟ και να τεθούν υπό την ομπρέλα του Άρθρου 5 για τη συλλογική άμυνα.
Ο ευρωατλαντικός άξονας αντέδρασε άμεσα, αποφασιστικά και σε ένα πρωτοφανές επίπεδο συντονισμού τόσο στο πεδίο της επιβολής κυρώσεων κατά του εγκληματικού καθεστώτος, όσο και όσον αφορά τη ροή οικονομικής και στρατιωτικής βοήθειας προς το Κίεβο. Το μεταπολεμικό αμυντικό δόγμα της Γερμανίας εγκαταλείφθηκε· η Δανία συστρατεύτηκε στην κοινή ευρωπαϊκή Άμυνα. H Ευρωπαϊκή Ένωση για πρώτη φορά στα χρονικά χρηματοδότησε την αγορά στρατιωτικού εξοπλισμού και «άνοιξε» ενταξιακή διαπραγμάτευση με κράτος που τελεί σε κατάσταση πολέμου και δεν διαθέτει τις εγγυήσεις ασφαλείας που πηγάζουν από το ΝΑΤΟ, στέλνοντας ένα εκκωφαντικό πολιτικό σήμα στον Βλαντιμίρ Πούτιν. Από πλευράς κυβέρνησης Μπάιντεν έγινε κάθε βήμα μέχρι του σημείου να μην οδηγηθούν οι ίδιες οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ σε μία απευθείας σύγκρουση που θα σηματοδοτούσε τον Γ’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Μπροστά σε έναν επιθετικό πόλεμο σε απευθείας τηλεοπτική μετάδοση, η κοινή γνώμη σε Ευρώπη και ΗΠΑ στάθηκε δίπλα στον λαό της Ουκρανίας, και αγκάλιασε τους πρόσφυγες στις χώρες που αναζήτησαν καταφύγιο.
Επί δύο χρόνια ο ουκρανικός στρατός πολεμά με τα οπλικά συστήματα και την πολιτική στήριξη της Δύσης, έχοντας επιφέρει στις ρωσικές δυνάμεις και υποστεί ο ίδιος τεράστιες απώλειες. Σήμερα ρωσοκρατείται το 18% της ουκρανικής επικράτειας -σχεδόν το ήμισυ τελούσε υπό ρωσικό έλεγχο ήδη από το 2014. Διακηρυγμένος στόχος της Ουκρανίας είναι να ανακτήσει όλα τα εδάφη της. Ωστόσο, μετά και την αποτυχία της αντεπίθεσης του καλοκαιριού του 2023 -για την οποία πιθανότατα είχαν καλλιεργηθεί εξ αρχής υπέρμετρες προσδοκίες, γεγονός που εν τέλει ζημίωσε το Κίεβο- η κατάσταση στο πεδίο της μάχης έλαβε τη μορφή στρατιωτικού αδιεξόδου. Στη δεύτερη επέτειο της 24ης Φεβρουαρίου ο κίνδυνος να εδραιώσει η Ρωσία στρατιωτικό πλεονέκτημα είναι υπαρκτός. Και το κύριο «μέτωπο» του πολέμου είναι πλέον πολιτικό, με την Ουκρανία να βιώνει το φόβο της εγκατάλειψης από τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Ήδη, η αμερικανική στρατιωτική βοήθεια προς το Κίεβο έχει συρρικνωθεί και μία ενδεχόμενη επανεκλογή του Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο τον Νοέμβριο ίσως αφήσει την Ευρώπη μόνη ενώπιον της σοβαρότερης στρατηγικής πρόκλησης για την ήπειρο εδώ και δεκαετίες. Οι Αμερικανοί εμφανίζονται όλο και πιο διχασμένοι για τον πόλεμο, κυρίως λόγω ενεργειακής ακρίβειας, και οι προσδεδεμένοι στο άρμα του Ντόναλντ Τραμπ Ρεπουμπλικανοί βουλευτές επιμένουν πως η Αμερική ξοδεύει πολλά για έναν πόλεμο πολύ μακριά της, φθάνοντας σε σημείο να συνδέουν τη βοήθεια σε ένα έθνος σε πόλεμο με κομματικές σκοπιμότητες.
Η επόμενη ημέρα για την Ουκρανία «περνά» αναπόφευκτα μέσα από τους διαδρόμους του αμερικανικού Κογκρέσου, και ακόμη και αν εγκριθεί τελικά το επίμαχο πακέτο χρηματοδότησης των 60 δισ. δολαρίων θα είναι πιθανότατα η τελευταία σημαντική βοήθεια που θα λάβει εντός του 2024 το Κίεβο από την Ουάσινγκτον καθώς τα χέρια του Τζο Μπάιντεν θα είναι δεμένα. Το μήνυμα για «όσο χρειαστεί» έχει μετατραπεί για την Αμερική σε «όσο μπορούμε». Στις ΗΠΑ παρατηρείται, και τροφοδοτείται από την τραμπική πτέρυγα, μία μειωμένη αίσθηση του κινδύνου που πρεσβεύει η Ρωσία, μαζί με την αντίληψη ότι η Ευρώπη πρέπει να «σηκώσει» τη στήριξη του Κιέβου μαζί με τη δική της άμυνα.
Προβληματισμοί και δισταγμοί καταγράφονται και εντός Ευρωπαϊκής Ένωσης λόγω της παρατεταμένης διάρκειας του πολέμου, των οικονομικών πιέσεων και της εσωτερικής δυναμικής που σε αυτή τη διετία έχει μεταλλαχθεί σε αρκετά κράτη-μέλη. Ο υψηλός πληθωρισμός, το κόστος της ενέργειας και η ακρίβεια πιέζουν τις κυβερνήσεις να δώσουν προτεραιότητα σε εσωτερικά ζητήματα έναντι της συνεχούς υποστήριξης της Ουκρανίας, την ώρα που ακροδεξιές και φιλορωσικές δυνάμεις ενισχύονται και επιχειρούν να υπονομεύουν τους κοινοτικούς θεσμούς και το ισχυρό κοινό ευρωπαϊκό μέτωπο. Μόνιμη «παραφωνία» ο Βίκτορ Όρμπαν της Ουγγαρίας, και τελευταία «προσθήκη» ο λαϊκιστής Ρόμπερτ Φίτσο στην Σλοβακία.
Η υπαρξιακή μάχη της Ουκρανίας δίνεται τους τελευταίες μήνες ταυτόχρονα με εκείνην του Ισραήλ, με το διεθνές ενδιαφέρον να έχει διασπαστεί. Όμως και προ της τρομοκρατικής επίθεσης της Χαμάς την 7η Οκτωβρίου, η κάλυψη του πολέμου από τα μέσα ενημέρωσης είχε περιοριστεί, γεγονός που ταυτόχρονα με το γεγονός ότι το Κίεβο δεν έχει να επιδείξει νίκες μετά τη Χερσώνα και το Χάρκοβο, λειτουργεί επιβαρυντικά για την Ουκρανία. Η υποστήριξη των Ευρωπαίων στην Ουκρανία παραμένει ευρεία όπως καταδεικνύει μελέτη του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Εξωτερικών Υποθέσεων (ECFR), όμως μόλις το 10% έχει φθάσει να πιστεύει πως μπορεί να επικρατήσει έναντι της Ρωσίας και θεωρεί πλέον ως πιθανότερη έκβαση κάποια μορφή «συμβιβαστικής διευθέτησης».