Του Γιώργου Παυλόπουλου
Οι ηγέτες της Κίνας μπορεί να εμφανίζονται σίγουροι για την ισχύ της χώρας τους και να διαβεβαιώνουν πως κανείς δεν μπορεί να την απειλήσει. Για τους «έξω», τους ανταγωνιστές και τους εχθρούς της δηλαδή, αυτό ίσως να έχει μεγάλη δόση αλήθειας. Την ίδια στιγμή, όμως, η μεγαλύτερη απειλή προέρχεται από τη βόμβα που έχει στα θεμέλιά της.
Πρόκειται για το συνολικό χρέος της Κίνας το οποίο, σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία του Διεθνούς Χρηματοπιστωτικού Ινστιτούτου (IIF), τα οποία αφορούν στο πρώτο τρίμηνο του 2019, ξεπέρασε το 300% του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος της (303% για την ακρίβεια), έναντι 297% που ήταν στο ίδιο τρίμηνο του περασμένου έτους.
Το παραπάνω ποσό συμπεριλαμβάνει το χρέος του δημοσίου, των επιχειρήσεων, καθώς και των νοικοκυριών και είναι ήδη μεγαλύτερο από 40 τρισ. δολάρια. Κάτι που σημαίνει ότι έχει αυξηθεί κατά περίπου 2,5 τρισ. μέσα σε διάστημα ενός έτους – κυρίως, εξαιτίας του αυξημένου δανεισμού από την πλευρά των τοπικών κυβερνήσεων και των τραπεζών. Αντιστοιχεί δε στο 15% περίπου του συνολικού παγκόσμιου χρέους, το οποίο αγγίζει το ασύλληπτο ύψος των 270 τρισ. δολαρίων, είναι δηλαδή υπερτριπλάσιο του παγκόσμιου ΑΕΠ.
Έτσι, πρακτικά, η Κίνα βρίσκεται πλέον στον παγκόσμιο μέσο όρο, κάτι που σημαίνει ότι θεωρητικά δεν θα πρέπει να έχει ιδιαίτερους λόγους να ανησυχεί – τουλάχιστον όχι περισσότερο από ό,τι οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Ιαπωνία και άλλες χώρες. Στην πράξη, όμως, αυτό δεν ισχύει.
Απότομα στα βαθιά
Ένας λόγος είναι η Κίνα ανέβηκε πολύ απότομα την κλίμακα του χρέους, ενώ οι παραδοσιακές οικονομικές υπερδυνάμεις το έκαναν πιο σταδιακά, έχοντας τη δυνατότητα να αφομοιώσουν καλύτερα τα δεδομένα που δημιουργούνταν, να προσαρμοστούν καλύτερα σε αυτά και να οργανώσουν πιο αποτελεσματικά τις άμυνές τους απέναντι στις απειλές που ενέχει το δυσθεώρατο χρέος. Ένας ακόμη λόγος ανησυχίας για την ηγεσία του Πεκίνου έχει να κάνει με το γεγονός ότι ο ρυθμός ανάπτυξης – 6,2% στο δεύτερο τρίμηνο του έτους – μπορεί να μοιάζει πολύ υψηλός για τα δεδομένα της Δύσης, όμως για την Κίνα είναι ο χαμηλότερος που έχει καταγραφεί εδώ και 27 χρόνια.
Βεβαίως, το καθεστώς και οι αξιωματούχοι της χώρας διαβεβαιώνουν ότι η κατάσταση είναι απολύτως διαχειρίσιμη και ουδείς πρέπει να φοβάται, τόσο εντός όσο και εκτός χώρας. Είναι φανερό, ωστόσο, ότι ο δανεισμός αυξάνεται στο πλαίσιο της προσπάθειας να διατηρηθούν σε υψηλό επίπεδο οι ρυθμοί ανάπτυξης και η κατανάλωση, αλλά και να συνεχίζουν να δημιουργούνται θέσεις εργασίας, έτσι ώστε να διασφαλίζεται η αναγκαία κοινωνική ειρήνη – ή, έστω, ανοχή.
Όλα αυτά, όμως, μπορεί να οδηγήσουν σε ένα καταστροφικό φαύλο κύκλο, από τον οποίο δύσκολα μπορεί να απεγκλωβιστεί ομαλά οποιαδήποτε χώρα και πολύ περισσότερο η Κίνα. Από εδώ και πέρα, κάθε βήμα θα πρέπει να γίνεται προσεκτικά – για να μην αποδειχθεί μοιραίο.