του Γιώργου Παυλόπουλου
Η ανάγνωση των αριθμών που προέκυψαν από τις κάλπες των ευρωεκλογών είναι η μία πλευρά του νομίσματος. Αν και η πιο προφανής, είμαστε υποχρεωμένοι να την διαβάσουμε προσεκτικά και να βγάλουμε τα δέοντα συμπεράσματα.
Έτσι, δεν μπορούμε παρά να διαπιστώσουμε ορισμένα δεδομένα. Όπως, για παράδειγμα, ότι οι δύο μεγάλες πολιτικές ομάδες, Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα και Σοσιαλιστές, έχασαν συνολικά 87 έδρες σε σύγκριση με το 2014 και μαζί την απόλυτη πλειοψηφία, που τους επέτρεπε να κάνουν παιχνίδι χωρίς να υπολογίζουν κανέναν.
Δεδομένο είναι, επίσης, ότι τα πάσης φύσης ευρωσκεπτικιστικά κόμματα – από τα ακροδεξιά μέχρι τα λαϊκιστικά-εθνικιστικά – ενίσχυσαν τη θέση τους. Αθροίζοντας, άλλωστε, τις έδρες των τριών πολιτικών ομάδων στις οποίες είναι ενταγμένα, μαζί με εκείνες που αντιστοιχούν σε ανένταχτα κόμματα του συγκεκριμένου χώρου, φαίνεται ότι αγγίζουν τις 200, αν και το άθροισμα αυτό δύσκολα μπορεί να μετουσιωθεί σε πραγματικότητα.
Απέναντί τους, ωστόσο – κι αυτό είναι ένα τρίτο δεδομένο – έχουν ένα «δημοκρατικό τόξο» με υπερδιπλάσιες έδρες, που ξεπερνούν τις 500. Έτσι, ΕΛΚ, Σοσιαλιστές, Φιλελεύθεροι και Μακρόν, καθώς και Πράσινοι, είναι σε θέση να ακυρώσουν τα όποια σχέδια του απέναντι στρατοπέδου, των «κακών» που αμφισβητούν το μέλλον και την ενοποίηση της ΕΕ.
Όλα αυτά, όμως, όπως ήδη προαναφέρθηκε, είναι η μία πλευρά του νομίσματος. Διότι υπάρχει και η άλλη, που ειναι εξίσου σημαντική και μας οδηγεί σε ένα καθοριστικό συμπερασμα: Όποιοι πιστεύουν ότι η Ευρώπη νίκησε και η απειλή παρήλθε, πρέπει να αναπροσαρμόσουν τις προθέσεις τους και να ενεργοποιήσουν αντανακλαστικά ώστε να αποδείξουν τα περί μπορούν να στηρίξουν το ευρωπαικό οικοδόμημα από μελλοντικές εκπλήξεις.
Αρχίζουν τα όργανα σήμερα στις Βρυξέλλες
Το εναρκτήριο λάκτισμα για τη διαδικασία επιλογής των προσώπων που θα στελεχώσουν τους κορυφαίους θώκους της ΕΕ τους επόμενους μήνες, το οποίο δίνεται σήμερα στις Βρυξέλλες με το άτυπο δείπνο των «28», θα αποδείξει του λόγου το αληθές. Διότι οι φιλοευρωπαίοι μπορεί να διαθέτουν άνετη πλειοψηφία για να σταματήσουν τους αντιευρωπαίους, δεν συμβαίνει όμως το ίδιο όταν καλούνται να συμφωνήσουν στα βασικά που αφορούν το οικοδόμημά τους.
Ποιος θα είναι ο νέος πρόεδρος της Κομισιόν, στη θέση του Ζαν-Κλοντ Γιουνκέρ – ο Μάνφρεντ Βέμπερ που θέλουν το ΕΛΚ και το Βερολίνο, μαζί με τους συμμάχους τους ή κάποιος άλλος (όπως ο Μισέλ Μπαρνιέ) που θα προκύψει από τη συμμαχία του Μακρόν, των Φιλελευθέρων και κάποιων σημαντικών σοσιαλιστών;
Τι θα γίνει με την προεδρία του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, την οποία τώρα κατέχει ο Ντόναλντ Τουσκ; Θα την πάρει κάποια πολιτική ομάδα ή χώρα που θα έχει ηττηθεί στην υπόθεση της Κομισιόν ή ένας πολιτικός που θεωρείται ικανός ή ικανή να φέρει τη δουλειά σε πέρας; Και μήπως και η θέση του προέδρου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας θα μπει στο ισοζύγιο του δούναι και λαβείν;
Μην φαντάζεστε, βεβαίως, ότι τα πράγματα είναι καλύτερα και στις τάξεις της Ακροδεξιάς και των ευρωσκεπτικιστών, όσο κι αν στις δηλώσεις τους εμφανίζονται λάβροι κατά των Βρυξελλών και των παραδοσιακών δυνάμεων. Κι εκεί, ίσως μάλιστα και πιο έντονα, παίζεται ένα παιχνίδι εξουσίας και υπάρχουν ισχυρά αντίρροπα συμφέροντα – αυτά που, εκτός των άλλων, αποτρέπουν από τις πολιτικές ομάδες να ενωθούν σε μία και να γίνουν πιο απειλητικές απέναντι στο «κατεστημένο» που τόσο καταγγέλλουν και μισούν.
Πίσω από τη βιτρίνα των αριθμών, λοιπόν, η πραγματική εικόνα της νέας Ευρωβουλής είναι πολύ πιο σύνθετη. Αντανακλώντας, ουσιαστικά, την κατάσταση στην ίδια την ΕΕ, τα μέλη της οποίας αδυνατούν ακόμη να συντονίσουν τον βηματισμό τους.