Η σύγκρουση στην Ουκρανία έχει μετατραπεί σε ένα παρατεταμένο πόλεμο φθοράς, όπου το κάθε εκατοστό εδάφους διεκδικείται με πείσμα και αποφασιστικότητα από τις δύο πλευρές με μεγάλες απώλειες και ζημιές. Οι Ρωσικές δυνάμεις, οι οποίες συνελήφθησαν απροετοίμαστες αμυντικά κατά την φθινοπωρινή Ουκρανική επίθεση, απώλεσαν τη Χερσώνα και αρκετά εδάφη στην βορειοανατολική Ουκρανία, έχουν επανακάμψει. Με πολύ αργό ρυθμό απωθούν τους Ουκρανούς στα βορειανατολικά της χώρας, ενώ φημολογείται η εκτόξευση ισχυρής επιθέσεως την άνοιξη.
Όμως το ερώτημα που πλανάται είναι πότε θα τελειώσει ο πόλεμος. Δεν νομίζω ότι υπάρχει εγκυρότερη εκτίμηση, λόγω θέσεως αλλά και ποιότητας των πληροφοριών που διαθέτει, από αυτή του Στρατηγού των ΗΠΑ Μάρκ Μίλι, ας θεωρήσουμε ότι είναι αντίστοιχο του Α/ΓΕΕΘΑ στην Ελλάδα, όταν δήλωσε την 20 Ιανουαρίου 2023 στο Ραμστάιν της Γερμανίας, μετά τη σύνοδο των δωρητών προς την Ουκρανία, ότι: «Από στρατιωτική άποψη, εξακολουθώ να υποστηρίζω ότι για φέτος, θα είναι πολύ, πολύ δύσκολο να εκδιωχθούν στρατιωτικά οι ρωσικές δυνάμεις από κάθε εκατοστό της ρωσοκρατούμενης Ουκρανίας». Επομένως, κατά την εκτίμηση της Δύσεως, ο πόλεμος θα συνεχισθεί σίγουρα ολόκληρο το 2023, αφήνοντας ανοικτό και το επόμενο έτος.
Αυτομάτως αυτό πυροδοτεί νέα ερωτηματικά. Προς τι τόσος θόρυβος για παραχώρηση δυτικών αρμάτων μάχης στην Ουκρανία, ο οποίος φαίνεται να επεκτείνεται τώρα και σε αεροσκάφη. Η απάντηση είναι πολύ απλή, αφού σχεδόν τελείωσαν τα οπλικά συστήματα και αποθέματα προελεύσεως της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, που υπήρχαν στις χώρες που έχουν ενταχθεί πλέον στο ΝΑΤΟ, έτοιμα προς χρήση από τους Ουκρανούς λόγω τεχνογνωσίας, ήταν μονόδρομος τα δυτικά οπλικά συστήματα (πολύ λιγότερα από αυτά που ζητήθηκαν) ώστε να δώσουν στην Ουκρανία την ικανότητα να αναπληρώσει τις ζημιές και τις καταστροφές σε κύριο υλικό που έχει υποστεί, να εξισορροπήσει την ρωσική ισχύ και να αντιμετωπίσει την επιθετική επιστροφή. Αν δεν υπάρξει μια ρωσική έκπληξη συγκεντρώσεως συντριπτικά υπέρτερων δυνατοτήτων, η οποία με τα μέχρι τούδε στοιχεία δεν είναι ορατή, τότε οδηγούμεθα σε μια αδιέξοδη κατάσταση.
Γιατί η Δύση δεν μπορεί να ανεφοδιάσει την Ουκρανία ώστε να αποκτήσει υπεροχή έναντι της Ρωσίας και να τερματισθεί ο πόλεμος; Η απάντηση βρίσκεται μακράν του πεδίου της μάχης, σε πολιτικές και στρατηγικές αποφάσεις οι οποίες ελήφθησαν πολλά χρόνια πριν. Τότε η Δύση, θεώρησε ότι η φιλελεύθερη αντίληψη της διεθνούς τάξεως βασισμένης σε κανόνες (rules based international order) θα κυριαρχήσει και αποφάσισε ότι οι συμβατικοί πόλεμοι μεταξύ κρατών είναι ξεπερασμένοι, ενώ θα επικρατήσουν οι ειρηνευτικές αποστολές και η αντιμετώπιση υβριδικών κινδύνων.
Έτσι λοιπόν προσάρμοσε τις Ένοπλες Δυνάμεις της σε αυτό το είδος των αποστολών και για να είμαστε δίκαιοι το ίδιο έκανε εν πολλοίς και η Ρωσία («Δόγμα Γερασίμωφ»). Αυτό οδήγησε, στην οργάνωση ελαφράς συνθέσεως Ενόπλων Δυνάμεων, στην παροχή πυρών στο πεδίο της μάχης κατά βάση από την αεροπορία και στην έμφαση στην υψηλή τεχνολογία(«Δόγμα Ράμσφλεντ»). Το αποτέλεσμα ήταν να τηρούνται χαμηλά αποθέματα οπλικών συστημάτων, εφοδίων και υλικών, ενώ το σημαντικότερο ήταν ότι η αμυντική βιομηχανική βάση της Δύσεως προσαρμόσθηκε σε αυτές τις συνθήκες με αποτέλεσμα να μειώσει σημαντικά τις παραγωγικές της δυνατότητες.
Παρότι από το 2014 ανακοινώθηκε η επάνοδος στον ανταγωνισμό των Μεγάλων Δυνάμεων, αυτό παρέμεινε κυρίως σε επίπεδο ρητορικής, χωρίς να συνοδευτεί από την ανάλογη αναπροσαρμογή των Ενόπλων Δυνάμεων αλλά και της αμυντικής βιομηχανίας. Η προσαρμογή της βιομηχανίας με ενεργοποίηση ή άνοιγμα γραμμών παραγωγής δεν είναι απλή υπόθεση, καθώς απαιτεί επένδυση σημαντικών κεφαλαίων, το κυριότερο όμως εξειδικευμένο προσωπικό το οποίο είναι δυσεύρετο και το οποίο θα λείψει από άλλους τομείς της οικονομίας.
Έτσι ο πόλεμος στην Ουκρανία αιφνιδίασε του πάντες (και τους Ρώσους), οι παρατεταμένες χερσαίες επιχειρήσεις, η έλλειψη επιχειρήσεων ελιγμού, η επικράτηση του αγώνα φθοράς, η κυριαρχία του Πυροβολικού στην υποστήριξη δια πυρών του πεδίου της μάχης, οδήγησαν στη σημαντική απομείωση των αποθεμάτων της Δύσεως. Το σημαντικότερο όμως που καλούνται να αντιμετωπίσουν οι Δυτικές χώρες είναι ότι ο ρυθμός αναπληρώσεως της καταναλώσεως είναι μικρότερος των δυνατοτήτων της αμυντικής βιομηχανίας. Αναλογικά ισχύουν τα ίδια και για τη Ρωσία.
Η Δύση λοιπόν προσάρμοσε την ενίσχυση της προς την Ουκρανία στις τρέχουσες δυνατότητες, υποστηρίζοντας πρακτικά μια παρατεταμένη σύγκρουση τριβής, με σκοπό να εξουθενώσει τη Ρωσία στρατιωτικά, οικονομικά, ψυχολογικά και κοινωνικά, ενώ αυτή θα επιδιώξει να ενισχύσει σταδιακά την παραγωγή της, ώστε αν μπορέσει να αλλάξει το είδος και το ρυθμό των επιχειρήσεων στο πεδίο της μάχης και να επιτύχει το ανάλογο στρατηγικό αποτελέσματα. Ενώπιον αυτής της καταστάσεως, αν η Ρωσία δεν αντιδράσει εγκαίρως, το αποτέλεσμα του πολέμου θα κριθεί σε κυρίαρχο βαθμό από την αμυντική βιομηχανική παράγωγη τόσο της Δύσεως όσο και της Ρωσίας.
* Ο Κωνσταντίνος Γκίνης είναι Στρατηγός ε.α. - Επίτιμος Α/ΓΕΣ