Η κατάρρευση του ταξιδιωτικού ομίλου είχε ως συνέπεια να ξεσπάσει μια σφοδρή πολιτική αντιπαράθεση στη Βρετανική πολιτική σκηνή με κυβέρνηση και αντιπολίτευση να εκτοξεύουν αλληλοκατηγορίες. Από τη μία πλευρά, ο πρωθυπουργός Μπόρις Τζόνσον υπερασπίστηκε την άρνησή της κυβέρνησης να παρέμβει για τη διάσωση της ταξιδιωτικής εταιρείας, την ώρα που οι Εργατικοί τόνισαν ότι θα έπρεπε να υπήρχε ένα πακέτο διάσωσης που να υποστηρίζεται από το κράτος.
Μιλώντας σε δημοσιογράφους κατά την πτήση του για τη Νέα Υόρκη ο Τζόνσον εξήγησε πως δεν ήταν δυνατόν η κυβέρνηση να προσφέρει σανίδα σωτηρίας λόγω του «ηθικού κινδύνου», που μία τέτοια κίνηση θα δημιουργούσε. Εάν προχωρούσε στη σωτηρία της Thomas Cook τότε και άλλες επιχειρήσεις, που βρίσκονταν ή βρίσκονται στο χείλος της χρεοκοπίας θα ζητούσαν από την κυβέρνηση να πράξει το ίδιο με τα χρήματα των φορολογουμένων πολιτών.
Στον αντίποδα, η αξιωματική αντιπολίτευση δια στόματος του τομεάρχη Οικονομικών, εξέφρασε την άποψη ότι η κυβέρνηση θα έπρεπε να σχηματίσει ένα προσωρινό σχέδιο διάσωσης προκειμένου να δώσει το χρόνο για τη χάραξη μακροπρόθεσμης στρατηγικής. «Είμαι απογοητευμένος. Πιστεύω ότι η κυβέρνηση θα έπρεπε να είναι πρόθυμη να πράξει περισσότερα: να παρέμβει, να σταθεροποιήσει την κατάσταση και να επιτρέψει ένα μακροπρόθεσμο σχέδιο να αναπτυχθεί» δήλωσε στο BBC o Τζον Μακντόνελ.
Ανάλογα αιχμηρές προς την κυβέρνηση ήταν και οι ανακοινώσεις των εργατικών συνδικάτων, όπως του Unite και της TSSA, τα οποία κατηγόρησαν τον Μπόρις Τζόνσον για «ιδεολογικές αγκυλώσεις».
AP Photo/Frank Augstein