Σοσιαλιστές και Σοσιαλδημοκράτες εναλλάσσονταν σταθερά στην εξουσία στις πέντε δεκαετίες μετά την ανατροπή της δικτατορίας του Σαλαζάρ. Η Πορτογαλία επιδείκνυε «ανοσία» απέναντι στον άκρατο λαϊκισμό και την ακροδεξιά ρητορεία. Η κάλπη της 10ης Μαρτίου ήλθε ωστόσο να αλλάξει άρδην το τοπίο, με την Ακροδεξιά να «εμβολίζει» τον δικομματισμό και να ανοίγει περίοδος πολιτικής αβεβαιότητας και δυνητικής ακυβερνησίας.
Μόλις τρεις μήνες πριν από τις ευρωεκλογές, η Πορτογαλία του Νότου παύει να αποτελεί εξαίρεση στην τάση ανόδου των δυνάμεων της Ακροδεξιάς. Η πρόκληση για το πολιτικό της κατεστημένο είναι πρωτοφανής. Συνολικά όμως για την Ευρώπη το μήνυμα της κάλπης έχει καταλήξει «γνώριμο». Από τη Γαλλία, την Ιταλία, την Γερμανία και την Ολλανδία μέχρι την Φινλανδία και τη Σουηδία, δυνάμεις της Ακροδεξιάς ισχυροποιούνται, κανονικοποιούνται, ρυθμίζουν το πολιτικό τοπίο, ορίζουν την ατζέντα, κυβερνούν ή ετοιμάζονται να κυβερνήσουν.
Στην πορτογαλική κάλπη, το ακροδεξιό Chega (Aρκετά) ήλθε να αναδειχθεί σε ρυθμιστικό παράγοντα του μετεκλογικού τοπίου. Το ποσοστό του εκτινάχθηκε στο 18,06% από 7,3% στις κάλπες του 2022. Μέσα σε μία πενταετία έχει γίνει η τρίτη κοινοβουλευτική δύναμη, σηκώνοντας κυρίως τη «σημαία» της πάταξης της διαφθοράς.
Αμφότεροι οι ιστορικοί αντίπαλοι του δικομματισμού στην Πορτογαλία αποτυγχάνουν να συγκεντρώσουν την πλειοψηφία στη Βουλή. Η κεντροδεξιά Δημοκρατική Συμμαχία (AD), υπό το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (PSD) και με τη συμμετοχή δύο μικρότερων συντηρητικών κομμάτων, κατήγαγε οριακή νίκη συγκεντρώνοντας συνολικά 79 έδρες στη Βουλή των 230 εδρών. Το Σοσιαλιστικό Κόμμα (PS), το οποίο κυβερνά την Πορτογαλία τα τελευταία οκτώ χρόνια, ήρθε δεύτερο με 77 έδρες, ενώ το ακροδεξιό Chega τετραπλασίασε τον αριθμό των εδρών του από 12 σε 48. Κανένας δρόμος και καμία συνεργασία με μικρότερα κόμματα δεν οδηγεί σε κυβέρνηση πλειοψηφίας ούτε υπό την κεντροδεξιά, ούτε υπό την κεντροαριστερά.
Η Πορτογαλία οδεύει προς μία κυβέρνηση μειοψηφίας της κεντροδεξιάς, υπό την πρωθυπουργία του επικεφαλής των Σοσιαλδημοκρατών (PSD) Λουίς Μοντενέγκρο. Ωστόσο, μία κυβέρνηση μειοψηφίας βρίσκεται στο έλεος των κομμάτων της αντιπολίτευσης όταν προσπαθεί να περάσει νομοθεσία. Η υποστήριξη του Chega θα μπορούσε να αποτελέσει το «κλειδί» για μία λειτουργική κυβέρνηση της κεντροδεξιάς. Εάν, δε, εισχωρούσε στον κυβερνητικό συνασπισμό, η κυβέρνηση θα αποκτούσε την πλειοψηφία των 116 εδρών. Αυτό θέλει ο Αντρέ Βεντούρα, ο αρχηγός του Chega. Και αυτό έχει απορρίψει προεκλογικά και απέρριψε και μετά την κάλπη ο Λουίς Μοντενέγκρο.
«Το ‘όχι’ είναι ‘όχι’», διακήρυξε ο Μοντενέγκρο αφότου έγιναν γνωστά τα αποτελέσματα της κάλπης, επιβεβαιώνοντας τη δέσμευσή του ότι δεν πρόκειται να ανοίξει την «πόρτα» της συμμετοχής στην κυβέρνηση σε ένα κόμμα ξενοφοβικών, λαϊκιστικών και ρατσιστικών θέσεων, όπως έχει δηλώσει. Ο Μοντενέγκρο αναμένει την εντολή ανάθεσης σχηματισμού κυβέρνησης από τον πρόεδρο της Πορτογαλίας, Μαρσέλο Ρεμπέλο ντε Σόουζα, και καλεί αμφότερους Σοσιαλιστές και Chega να μην θέσουν εμπόδια στο δρόμο του.
Η πραγματικότητα είναι όμως πως ο Λουίς Μοντενέγκρο θα ηγείται μίας αδύναμης κυβέρνησης, εκτεθειμένης ανά πάσα στιγμή στον κίνδυνο μίας πρότασης μομφής. Όπως γεγονός είναι και πως δεν συμφωνούν όλοι στο κόμμα με το βέτο που έχει ασκήσει ο ίδιος για την Ακροδεξιά. Οι ευρωεκλογές του Ιουνίου θα είναι καθοριστικές κατά τους αναλυτές, καθώς εάν οι Σοσιαλδημοκράτες υποστούν απώλειες, είναι πιθανόν η ηγεσία του να αμφισβητηθεί, ενώ ήδη πολλοί αναρωτιούνται εάν η κεντροδεξιά θα μπορούσε τελικά να «ενδώσει». Την ίδια στιγμή, ο Αντρέ Βεντούρα, άλλοτε ανερχόμενος αστέρας στις τάξεις του PSD και σχολιαστής ποδοσφαιρικών αγώνων, προσβλέπει επίσης σε κέρδη στις ευρωεκλογές για να αποκτήσει και αυτός επιρροή στις Βρυξέλλες.
Το Chega ανήκει στην ίδια ευρωομάδα (Ταυτότητα και Δημοκρατία, ID) με την Εθνική Συσπείρωση της Μαρίν Λεπέν, την εθνολαϊκιστική Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) και την ιταλική Λέγκα του Ματέο Λαλβίνι. Η πολιτική ομάδα εμφανίζεται να οδεύει προς την τρίτη θέση πίσω από το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα (ΕΛΚ) και την Προοδευτική Συμμαχία Σοσιαλιστών και Δημοκρατών (S&D). Σημαντικά ενισχυμένοι αναμένεται να βγουν και οι Ευρωπαίοι Συντηρητικοί και Μεταρρυθμιστές, στους οποίους ανήκουν τα Αδέλφια της Ιταλίας (FdI) της Τζόρτζια Μελόνι, το ισπανικό Vox και το κόμμα του Βίκτορ Όρμπαν.
Στο «στρατόπεδο» των Πορτογάλων Σοσιαλιστών, διαψεύστηκε η ελπίδα ότι ο κίνδυνος προέλασης της Άκρας Δεξιάς θα συσπείρωνε τους κεντρώους ψηφοφόρους όπως το 2022, όταν ο πρωθυπουργός Αντόνιο Κόστα -στην εξουσία από το 2015- εξασφάλισε αναπάντεχα κοινοβουλευτική πλειοψηφία.
Οι πρόωρες κάλπες στην Πορτογαλία στήθηκαν στη σκιά της αιφνιδιαστικής παραίτησης του Αντόνιο Κόστα εν μέσω έρευνας για φερόμενες παρανομίες στους χειρισμούς υπουργών και στελεχών της κυβέρνησής του αναφορικά με «πράσινα» επενδυτικά έργα -ο ίδιος δεν κατηγορείται για κάποιο αδίκημα. Η ηγεσία του Σοσιαλιστικού Κόμματος (PS) πέρασε τον στον 46χρονο πρώην υπουργό Υποδομών Πέδρο Νούνο Σάντος, ο οποίος αναγνώρισε άμεσα την ήττα του κόμματός του λέγοντας: «Θα είμαστε η αντιπολίτευση, θα ανανεώσουμε το κόμμα και θα επιδιώξουμε να κερδίσουμε πίσω τους Πορτογάλους που είναι δυσαρεστημένοι με το Σοσιαλιστικό Κόμμα».
Οι γενικές εκτιμήσεις είναι ότι η νέα κυβέρνηση θα αποδειχθεί βραχύβια. Για μία χώρα που «δύσκολα κυβερνάται» και έχει περιέλθει στα «πρόθυρα νευρικού κλονισμού» κάνουν λόγο πρωτοσέλιδα του Τύπου, απηχώντας την ατμόσφαιρα στην Πορτογαλία, όπου η Ακροδεξιά διεισδύει στο πολιτικό τοπίο ακριβώς λίγο πριν συμπληρωθεί μισός αιώνας από την Επανάσταση των Γαρυφάλλων που έφερε τους τίτλους τέλους μίας από τις μακροβιότερες δικτατορίες στην Ευρώπη, το «Νέο Κράτος» (Εστάντου Νόβου) του Σαλαζάρ Αντόνιο ντε Ολιβέιρα.