Λέξεις όπως «ιστορικό» ή «πρωτοφανές» μάλλον θα πρέπει να καταργηθούν από το πολιτικό λεξιλόγιο των Ηνωμένων Πολιτειών στην εποχή της αυτοκαταστροφής και του μηδενισμού που έχει εγκαινιάσει ο Ντόναλντ Τραμπ, «αλώνοντας» τους Ρεπουμπλικανούς σε βαθμό που για πρώτη φορά στα χρονικά πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων καθαιρείται από το ίδιο του το κόμμα και η μεγάλη παράταξη που άλλοτε όριζε τον συντηρητισμό ως τη διατήρηση μίας παραδοσιακής αίσθησης σταθερότητας και ισχύος γίνεται πλέον συνώνυμη του χάους και της πολιτικής αστάθειας.
Η κοινοβουλευτική ομάδα των Ρεπουμπλικανών βρίσκεται σε κατάσταση εμφυλίου, με την πτέρυγα των σκληροπυρηνικών που πρόσκεινται στον Ντόναλντ Τραμπ να ξεκαθαρίζει τους «λογαριασμούς» της με τον Κέβιν Μακάρθι δίχως να υπολογίζει ότι η Βουλή των Αντιπροσώπων βυθίζεται στο χάος, το νομοθετικό έργο παραλύει και η πόλωση κλιμακώνεται. Άλλωστε, σε συνθήκες χάους και πόλωσης ο Τραμπ θριαμβεύει.
Ο Κέβιν Μακάρθι είναι ο πρώτος πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων στην αμερικανική Ιστορία που καθαιρέθηκε. Και καθαιρέθηκε με το «όπλο» που έδωσε ο ίδιος στους βουλευτές του κόμματός του -το δικαίωμα να τον «ρίξουν» με πρόταση μομφής- με αντάλλαγμα να εξασφαλίσει την έγκριση της υποψηφιότητάς του τον Ιανουάριο του 2023. Η αποπομπή του ήλθε ως κορύφωση μίας ταραχώδους εννεάμηνης θητείας που ξεκίνησε με εξίσου πρωτοφανή τρόπο, καθώς χρειάστηκαν 15 ονομαστικές ψηφοφορίες -και πολλές παραχωρήσεις στην τραμπική δεξιά- προκειμένου να εκλεγεί.
Με τη Βουλή των Αντιπροσώπων να έχει παραλύσει και δίχως να υπάρχει μία καθαρή εικόνα για το ποιος θα διαδεχθεί τον Κέβιν Μακάρθι και πότε, κοινή συνισταμένη στις αναλύσεις του αμερικανικού Τύπου είναι ότι το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα έχει μετατραπεί επί Τραμπ σε παράγοντα αποσταθεροποίησης της αμερικανικής πολιτικής ζωής, ρέπει προς τον εξτρεμισμό, είναι βαθιά διαιρεμένο και ουσιαστικά είναι «ανεξέλεγκτο».
Ο Ρεπουμπλικανός βουλευτής της Φλόριντα Κέβιν Μακάρθι, ο οποίος πέρασε εννέα μήνες προσπαθώντας να διαχειριστεί τις έριδες και τις εσωτερικές συγκρούσεις στο κόμμα, δεν διεκδικεί εκ νέου τη θέση που έχασε μπροστά στην ανταρσία οκτώ βουλευτών της σκληρής δεξιάς με «αρχηγό» τον υποστηρικτή του Τραμπ, Μαρκ Γκετζ.
Κάθε άλλο παρά μετριοπαθής ο ίδιος, ο Μακάρθι υποτίθεται ότι συγκρατούσε τις χειρότερες παρορμήσεις του Ντόναλντ Τραμπ, αλλά επί της ουσίας όταν η αμερικανική Δημοκρατία διαβρώθηκε δεν αντέδρασε, ενώ παράλληλα είχε ήδη καταστρέψει κάθε ελπίδα να τον «διέσωζαν» στην ψηφοφορία της Τρίτης επί της πρότασης μομφής οι Δημοκρατικοί καθώς είχε προχωρήσει με μία αβάσιμη έρευνα κατά του Τζο Μπάιντεν και τους κατηγορούσε ότι εκείνοι ευθύνονταν για to επαπειλούμενο «shutdown» στη λειτουργία του ομοσπονδιακού κράτους.
Η ειρωνεία είναι ότι ο Μακάρθι «έπεσε» τη στιγμή που ο ίδιος παρέκλινε από την οδό του εξτρεμισμού με το νομοσχέδιο που κατέθεσε την τελευταία στιγμή προς έκπληξη όλων ως συμβιβαστική λύση ώστε να αποφευχθεί το «shutdown». Από το νομοσχέδιο είχε αφαιρεθεί η νέα βοήθεια προς την Ουκρανία -γεγονός που συνιστά νίκη της σκληρής ρεπουμπλικανικής πτέρυγας- αλλά δεν περιλήφθηκαν ούτε οι κόκκινες γραμμές του ίδιου του συντηρητικού κόμματος που αφορούν στη μείωση των δημόσιων δαπανών και την κατάσταση ασφαλείας στα σύνορα με το Μεξικό.
Το αποτέλεσμα ήταν ο προσωρινός προϋπολογισμός να εγκριθεί με τις ψήφους των Δημοκρατικών (καθώς παρόλο που η βοήθεια στην Ουκρανία έμεινε στον «αέρα» αναγκάστηκαν να υπερψηφίσουν ώστε να δοθεί παράταση 45 ημερών για νέα διαπραγμάτευση προκειμένου να αποφευχθεί ή παράλυση του ομοσπονδιακού κράτους), και η ρεπουμπλικανική ακροδεξιά να εκδικείται με πρόταση μομφής κατά του Μακάρθι κατηγορώντας τον για σύμπραξη με το Δημοκρατικό Κόμμα.
Όποιος και αν είναι ο διάδοχός του -ως επικρατέστερος εμφανίζεται ο βουλευτής Στιβ Σκάλις, δεύτερος στην ιεραρχία των Ρεπουμπλικανών στη Βουλή- εκτιμάται ότι θα είναι εξίσου δύσκολο να τιθασεύσει ένα κόμμα, η βάση του οποίου διψά όλο και περισσότερο για αντιπαράθεση. Ο Κέβιν Μακάρθι έδωσε πολλές υποσχέσεις και πλήρωσε το τίμημα όταν δεν μπόρεσε να τις εκπληρώσει, όμως η πτώση του αντανακλά επίσης την πρόκληση της διακυβέρνησης μίας ρεπουμπλικανικής πλειοψηφίας που αρνείται να κυβερνηθεί, γράφει ο Καρλ Χουλς στους New York Times.
«Το πιο σημαντικό είναι ότι η πολιτική αυτοκτονία της Τρίτης έδειξε ότι η πλειοψηφία στη Βουλή των Αντιπροσώπων δεν λειτουργεί και ότι το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα είναι ανεξέλεγκτο. Μέχρι να αλλάξει αυτό, η ίδια η Αμερική θα είναι ακυβέρνητη» σχολιάζει ταυτόχρονα ο Στίβεν Κόλινσον του CNN, υπογραμμίζοντας ότι η συντηρητική παράταξη έχει μετεξελιχθεί σε καταφύγιο για παράγοντες του χάους και εργαστήριο μίας διαρκούς ιδεολογικής «επανάστασης» που το οδηγεί όλο και περισσότερα στα άκρα.
Η προθυμία του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος να αποδεχθεί και να συμφιλιωθεί με κάθε τι εξωφρενικό και απαράδεκτο κατέστη εμφανής και την Τρίτη, όταν ο Ντόναλντ Τραμπ εξαπέλυε μέσω του Truth Social προσωπική επίθεση κατά δικαστικής υπαλλήλου ενώ βρισκόταν σε εξέλιξη η δίκη του για αστική απάτη ύψους 250 δισ. δολαρίων στη Νέα Υόρκη, με τον αρμόδιο δικαστή να εκδίδει «εντολή σιωπής» που απαγορεύει στον Τραμπ και κάθε διάδικο να μιλάει δημοσίως επί της εξέλιξης της υπόθεσης.
Το ιδρυθέν το 1854 Μεγάλο Παλαιό Κόμμα (GOP) σχεδόν «παραδόθηκε» στον Τραμπ και τον τραμπισμό, χωρίς έως και σήμερα να έχει κάνει τον απολογισμό του -και θα είναι οδυνηρός- για το πώς προοδευτικά «αλώθηκε»· πώς η ταυτότητά του αλλοιώθηκε, γιατί σίγησε, αποδέχθηκε έως και ενθάρρυνε τα περί «κλεμμένης νίκης» στις προεδρικές εκλογές του 2020, και πώς επέτρεψε στον Ντόναλντ Τραμπ να φθάσει να διεκδικεί ξανά το ρεπουμπλικανικό χρίσμα ακόμη και μετά την εισβολή της 6ης Ιανουαρίου 2021 στο Καπιτώλιο.