Η άνοδος του Ερντογάν στην εξουσία ταυτίστηκε με την άνθιση της οικονομίας της Τουρκίας, όπου άλλωστε και στηριζόταν το αφήγημα του τα πρώτα χρόνια του. Όταν όμως η ανισομερής ανάπτυξη σταμάτησε και η οικονομία αντιμετώπισε κλυδωνισμούς, ο Ερντογάν επέλεξε μία στρατηγική έντασης τόσο στο εσωτερικό όσο και το εξωτερικό. Τότε έγινε και το διαβόητο πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου του 2016.
Το Κόμμα Δικαιοσύνης κι Ανάπτυξης του Ερντογάν (AKP) ανέλαβε τη διακυβέρνηση το 2002, μετά από την κατάρρευση της τουρκικής οικονομίας. Η στήριξη από τα δάνεια του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και οι μεταρρυθμίσεις που ξεκίνησαν από το 1999 είχαν ως αποτέλεσμα την ιλιγγιώδη ανάπτυξη της οικονομίας και τη βελτίωση του κατά κεφαλήν εισοδήματος των Τούρκων.
Βέβαια, από τότε ελλόχευαν οι κίνδυνοι του μεγάλου βραχυπρόθεσμου δανεισμού από τη Δύση καθώς και οι ελλείπεις παρεμβάσεις στο τουρκικό κράτος, σε συνδυασμό με τη διαρκή κοινωνική σύγκρουση. Ιδιαίτερα μετά το 2013, όλα αυτά συνδυάστηκαν για να αναστρέψουν την ανοδική πορεία της Τουρκίας του Ερντογάν. Η καταστολή της αντιπολίτευσης και ο αυταρχικός χαρακτήρας του ερντογανικού καθεστώτος είχε αρχίσει να διαφαίνεται πριν από την 15η Ιουλίου 2016. Συμβολικό ρόλο βέβαια είχαν τα γεγονότα του πάρκου Γκεζί το 2013, όπου μία απλή διαδήλωση όσων διαφωνούσαν με την ισλαμοποίηση της χώρας, έγινε η αφετηρία για την καταστολή των αντιπάλων του Ερντογάν.
Έκτοτε οι προσπάθειες του Ερντογάν να χειραγωγήσει τους οικονομικούς πόρους για την εγκαθίδρυση του δικού καθεστωτικού μηχανισμού είχαν μεγάλο αντίκτυπο στην οικονομία της χώρας. Τα επόμενα χρόνια η Τουρκία αντιμετώπισε μία τριπλή κρίση, καθώς το νόμισμα της λίρας κατέρρευσε, οι τράπεζες αντιμετώπισαν μεγάλα ζητήματα βιωσιμότητας ενώ το εξωτερικό χρέος, ιδιαίτερα στον ιδιωτικό τομέα εκτινάχθηκε. Καθώς τα μακροοικονομικά μεγέθη επιδρούσαν σταδιακά στην καθημερινότητα, το οικονομικό όνειρο της ερντογανικής Τουρκίας μετατρεπόταν σε εφιάλτη για τους ανθρώπους που ζούσαν στην Τουρκία. Η θεαματική αύξηση των πραγματικών τιμών οδήγησε όλο και περισσότερους στην φτωχοποίηση.
Το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016 έδωσε το πρόσχημα που έψαχνε ο Ερντογάν για να εξαπολύσει ένα ατελείωτο κυνηγητό στους αντιπάλους του. Έκτοτε, περισσότερο από 130.000 δημόσιοι λειτουργοί και 23.000 στρατιωτικοί έχουν εκδιωχθεί, ενώ χιλιάδες άνθρωποι βρίσκονται σε χειρότερη κατάσταση. Οι άδικες διώξεις αφθονούν, ενώ οι τουρκικές φυλακές γεμίζουν. Η Τουρκία είναι μία από τις χειρότερες χώρες για δημοσιογράφους. Είναι χαρακτηριστική η κατάσταση αυτές τις ημέρες, όπου τα ΜΜΕ ασχολούνται όλη την ημέρα με την «επέτειο» του πραξικοπήματος, προπαγανδίζοντας το αφήγημα του Ερντογάν για εκείνες τις ημέρες και ότι ακολούθησε.
Βέβαια, αυτό δεν σημαίνει πως η τουρκική κοινωνία πείθεται. Η δημοτικότητα του Ερντογάν φαίνεται να μειώνεται, ενώ τα κόμματα της αντιπολίτευσης διατηρούν τις δυνάμεις τους. Για παράδειγμα, το φιλοκουρδικό κόμμα HDP, παρά τις άνευ προηγουμένου διώξεις εναντίον βρίσκεται ακόμα πάνω από το όριο εισόδου στη Βουλή. Η ροπή προς την αυταρχικότητα του Ερντογάν πάντως φουσκώνει τα πανιά των εξτρεμιστικών δυνάμεων στην Τουρκία. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της υπερσυντηρητικής Μεράλ Ακσενέρ που καλπάζει στις δημοσκοπήσεις, ενώ κι οι υπόλοιποι ακραίοι πολιτικοί ξιφουλκούν εναντίον της Ελλάδας και της Δύσης για να αυξήσουν την προβολή τους.
Η πίεση της αντιπολίτευσης οδήγησε τον Ερντογάν να παραδεχθεί πως επιβίωσε το καθεστώς του από την μεγάλη οικονομική κρίση. Το διάστημα των τελευταίων ετών χρησιμοποιήθηκαν 165 δισεκατομμύρια δολάρια από τα διαθέσιμα της κεντρικής τράπεζας, ώστε να στηρίξουν την τουρκική οικονομία και να αντιμετωπίσουν το έλλειμα του εμπορικού ισοζυγίου και της φυγής των κεφαλαίων. Ο Ερντογάν δικαιολογήθηκε πως τα χρήματα έμειναν στη χώρα, καθώς ανακοίνωσε πως ήλεγχε τις τραπεζικές ροές.
Με τις πομπώδεις ανακοινώσεις για την ανακάλυψη φυσικού αερίου στη Μαύρη Θάλασσα καθώς και την εξόρυξη μίας μεγάλης ποσότητας χρυσού στην Ανατολική Τουρκία το ερντογανικό καθεστώς διατείνεται πως θα λύσει πλέον τα οικονομικά προβλήματα της χώρας. Υφίσταται βέβαια η φημολογία πως ο Ερντογάν θα προσπαθήσει να συγκρατήσει τη φθορά της κυβέρνησης με την προκήρυξη πρόωρων εκλογών, τη στιγμή που ελέγχει σχεδόν απόλυτα τη χώρα. Ωστόσο, το προβλεπόμενο σενάριο είναι πως ο Ταγίπ Ερντογάν θα συνεχίσει να κυβερνά τη χώρα όσο μπορεί, εκμεταλλευόμενος κάθε θείο δώρο που του παρουσιάζεται.