Πολλοί Έλληνες πανηγύρισαν μετά την απόφαση του δικαστηρίου στην Λιβύη το οποίο ακύρωσε το Μνημόνιο Συνεργασίας Τουρκίας-Λιβύης που είχε υπογραφεί τον Νοέμβριο του 2019. Πόση αξία έχει ωστόσο η απόφαση αυτή; Μπορούμε να πανηγυρίζουμε ως Ελλάδα;
Ας γυρίσουμε στο Νοέμβριο του 2019, την εποχή που Άγκυρα και Τρίπολη συμφώνησαν στην οριοθέτηση των ΑΟΖ τους παραβλέποντας τα ελληνικά νησιά και ουσιαστικά αγνοώντας το εθιμικό και συμβατικό διεθνές δίκαιο. Τότε οι αντίπαλοι της κυβέρνησης Σάρατζ αντέδρασαν και χαρακτήρισαν το μνημόνιο παράνομο. Η Λιβύη είναι de facto διχοτομημένη: στην δυτική Λιβύη επικρατεί η διεθνώς αναγνωρισμένη Κυβέρνηση Εθνικής Συμφωνίας, ενώ στην ανατολική Λιβύη βρίσκεται η νόμιμα εκλεγμένη Βουλή των Αντιπροσώπων. Επομένως, έχουμε την σύγκρουση μεταξύ της εκτελεστικής και της νομοθετικής εξουσίας. Αντιδρώντας στην προσέγγιση Τρίπολης – Άγκυρας, η Βουλή δεν κύρωσε ποτέ το αμφιλεγόμενο Μνημόνιο Συνεργασίας.
Ερχόμαστε στο σήμερα: το δικαστήριο που ακύρωσε το τουρκολιβυκό μνημόνιο βρίσκεται στην πόλη Al-Bayda η οποία βρίσκεται ανάμεσα στην Βεγγάζη και στο Τομπρούκ όπου εδρεύει η Βουλή των Αντιπροσώπων. Άρα μιλάμε για ένα δικαστήριο στην ανατολική Λιβύη· ένα δικαστήριο εχθρικό απέναντι στην κυβέρνηση της Τρίπολης και φιλικό προς στην Βουλή των Αντιπροσώπων και τον στρατάρχη Χάφταρ.
Πάμε όμως στο δια ταύτα. Μπορούμε να πανηγυρίζουμε για την απόφαση αυτή; Η απάντηση στην ερώτηση αυτή είναι αρνητική. Δεν μπορούμε να περιμένουμε πολλά από την απόφαση αυτή. Και αυτό επειδή το μέλλον στην Λιβύη είναι απρόβλεπτο και οι εξελίξεις μπορεί να οδηγήσουν σε αλλαγές στα πολιτικά πράγματα της χώρας. Η κατάσταση στην Λιβύη σήμερα είναι σχετικώς στάσιμη, αλλά ο πόλεμος δεν έχει τελειώσει. Η συμφωνία του Οκτωβρίου δεν εφαρμόστηκε στο έπακρον, όμως οι συζητήσεις για την δημιουργία οικουμενικής κυβέρνησης συνεχίζονται και οι δύο αντιμαχόμενες πλευρές συμφώνησαν στην διεξαγωγή βουλευτικών εκλογών τον Δεκέμβριο του 2021. Εντούτοις, υπάρχουν ανησυχίες από πολλούς αναλυτές για την επανέναρξη των εχθροπραξιών σε περίπτωση αποτυχίας εξεύρεσης μιας πολιτικής λύσης.
Από την άλλη ωστόσο, η πίεση που ασκείται από τις ΗΠΑ και την ΕΕ στις δύο αντιμαχόμενες πλευρές είναι πολύ μεγάλη. Κανείς τους δεν επιθυμεί την ισχυρή παρουσία της Ρωσίας και μιας πιο αυτονομημένης Τουρκίας στο υπογάστριο της Ευρώπης ούτε θέλουν μια διαλυμένη Λιβύη διότι αυτό συμβάλλει στην αύξηση των ασύμμετρων απειλών της τρομοκρατίας και της μετανάστευσης. Ήδη η νέα διακυβέρνηση των ΗΠΑ απαιτεί την αποχώρηση των Ρώσων και των Τούρκων από την Λιβύη. Επομένως δεν θα εκπλαγούμε αν δούμε τις δύο πλευρές να συμφωνούν στην δημιουργία οικουμενικής κυβέρνησης εφόσον διεξαχθούν ομαλά οι εκλογές του επόμενου Δεκεμβρίου. Σε εκείνη την περίπτωση η απόφαση του Εφετείου της Al-Bayda δεν θα έχει και πολύ μεγάλη αξία και, εφόσον οι φίλοι της Τουρκίας κυριαρχήσουν, η απόφαση θα μπορέσει να ανατραπεί αν φτάσει στο Ανώτατο Δικαστήριο της χώρας.
Εξάλλου, όταν μιλάμε για την Λιβύη μιλάμε για ένα κράτος υπό κατάρρευση και για μια κοινωνία ανομοιογενή. Οι φυλετικοί και γεωγραφικοί διαχωρισμοί είναι τόσο έντονοι και οι θεσμοί είναι τόσο αδύναμοι, που μια τέτοια απόφαση δεν έχει κανένα πρακτικό αποτέλεσμα. Δεν παύει ωστόσο να είναι μια απόφαση συμβολική η οποία εξυπηρετεί τα συμφέροντα της παράταξης Χάφταρ και της Βουλής των Αντιπροσώπων.
Η Ελλάδα βεβαίως μπορεί και αυτή να εκμεταλλευτεί την εν λόγω δικαστική απόφαση για να ενισχύσει τα επιχειρήματά της. Όμως δεν πρέπει να είμαστε αφελείς. Η απόφαση αυτή δεν αποτελεί ταφόπλακα για το τουρκολιβυκό μνημόνιο. Η Ελλάδα οφείλει να συνεχίσει την ενεργή εξωτερική πολιτική την οποία ακολουθεί (π.χ. συμφωνία με Αίγυπτο) και να αντιληφθεί ότι η κρίση στην Λιβύη επηρεάζει την εξωτερική πολιτική της Τουρκίας, τις εξελίξεις στην Ανατολική Μεσόγειο και άρα τα ελληνικά συμφέρονται στο νότιο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο.