Η πολιτική της Τουρκίας στη Συρία, την οποία ακολουθεί από το ξέσπασμα του εμφυλίου πολέμου το 2011, δεν διαφαίνεται πλέον βιώσιμη. Από τη γνωστή δήλωση του Τούρκου προέδρου, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, το 2012, ότι σύντομα θα προσευχόταν στο ιστορικό Μεγάλο Τζαμί των Ομαγιάδων στη Δαμασκό, μέχρι τους επανειλημμένους όρκους του να απομακρύνει τον «δολοφόνο» Σύρο πρόεδρο Μπασάρ αλ Άσαντ, η Άγκυρα προσπαθεί τώρα απεγνωσμένα να αποκαταστήσει διαύλους επικοινωνίας με τη γειτονική της χώρα με μία συνάντηση κορυφής μεταξύ των δύο ηγετών.
Ενώ στρατιωτικοί και στελέχη των μυστικών υπηρεσιών έχουν συναντηθεί τα τελευταία χρόνια, μία συνάντηση μεταξύ του Άσαντ και του Ερντογάν, έπειτα από 13 ολόκληρα χρόνια πολέμου, θα έθετε νέα δεδομένα και θα ήταν το «τελευταίο καρφί στο φέρετρο» της πολιτικής της Άγκυρας για ανατροπή του Άσαντ.
Η αναθεώρηση της τουρκικής πολιτικής έναντι της Συρίας δεν οφείλεται στην επανάκαμψη του καθεστώτος Άσαντ, με την υποστήριξη της Μόσχας και της Τεχεράνης, αλλά κυρίως στη σύγκρουση της Άγκυρας με τις Ηνωμένες Πολιτείες με επίκεντρο το Κουρδικό.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες παρέχουν υποστήριξη στη βόρεια Συρία στην πολιτοφυλακή των Συριακών Δημοκρατικών Δυνάμεων (SDF), η οποία ελέγχεται από τους Κούρδους της PYD, οργάνωση την οποία η Άγκυρα ταυτίζει με το ΡΚΚ που δρα κατά της Τουρκίας. Για την εξάλειψή της εδώ και μήνες η Τουρκία απειλεί με νέα στρατιωτική επιχείρηση στη βόρεια Συρία, έχοντας πραγματοποιήσει ήδη άλλες τέσσερις επιχειρήσεις και διατηρεί τον έλεγχο του βόρειου τμήματος της χώρας κατά μήκος της συνοριακής γραμμής δυτικά του Ευφράτη, -τόσο με δική της στρατιωτική παρουσία, όσο και σε συνεργασία με τις δυνάμεις του Ελεύθερου Συριακού Στρατού της αντιπολίτευσης, τον οποίο εξοπλίζει.
Ο φόβος της Τουρκίας έγκειται στο ενδεχόμενο διαμελισμού της Συρίας και μετεξέλιξης του αυτόνομου καθεστώτος στο βόρειο τμήμα σε ανεξάρτητο κουρδικό κράτος, με τη στήριξη των Ηνωμένων Πολιτειών, το οποίο σε βάθος χρόνου θα μπορούσε δυνητικά να ενωθεί με τα εδάφη που ελέγχει η αυτόνομη κουρδική κυβέρνηση στο Βόρειο Ιράκ, με προοπτική να υποδαυλίσει εξέγερση Κούρδων στην Τουρκία. Είναι το απόλυτο σενάριο καταστροφής για την Τουρκία.
Η αντιπαράθεση Άγκυρας-Ουάσινγκτον στη βόρεια Συρία είχε φθάσει σε σημείο «θερμού» επεισοδίου πέρυσι τον Οκτώβριο, όταν οι αμερικανικές δυνάμεις κατέρριψαν τουρκικό οπλισμένο μη επανδρωμένο αεροσκάφος, κοντά στη πόλη Χασάκα της βόρειας Συρίας, ανατολικά του Ευφράτη, ενώ τις τελευταίες ημέρες υπήρξαν αναφορές ότι οι ΗΠΑ μεταφέρουν τεθωρακισμένα οχήματα και φορητά συστήματα αεράμυνας, έπειτα από μήνες έντονης φημολογίας, την οποία τροφοδοτούσε η Άγκυρα, για μία νέα τουρκική στρατιωτική επιχείρηση.
Στην πρόσφατη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ στην Ουάσινγκτον, ο Ερντογάν άδραξε την ευκαιρία για να επαναλάβει ότι είναι ασυμβίβαστη με τις αρχές της Συμμαχίας η υποστήριξη προς τρομοκρατικές οργανώσεις που απειλούν τη χώρα του, υπονοώντας εμμέσως πλην σαφώς τη συνεργασία των αμερικανικών δυνάμεων με την κουρδική πολιτοφυλακή στη βόρεια Συρία. Εκεί, «ξεδίπλωσε» δημοσίως την αλλαγή της πολιτικής του αποκαλύπτοντας πως απηύθυνε πρόσκληση στον Σύρο πρόεδρο, Μπασάρ αλ-Άσαντ, για συνάντηση είτε στην Τουρκία, είτε σε τρίτη χώρα. Ο στόχος εμφανής: Να περάσει η περιοχή στον έλεγχο της συριακής κυβέρνησης, ώστε να εκδιωχθούν οι Κούρδοι.
Πρόκειται για μια αναδίπλωση επικών διαστάσεων, ακόμη και για τα δεδομένα του Ερντογάν, ο οποίος μετά τις περυσινές εκλογές έκανε στροφή 180 μοιρών στις σχέσεις του με χώρες της περιοχής, ρίχνοντας γέφυρες συμφιλίωσης με την Αίγυπτο, τη Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Δύο χώρες ξεχωρίζουν όσον αφορά εκείνους που ενορχήστρωσαν και ηγήθηκαν του πολέμου για την αλλαγή καθεστώτος στη Δαμασκό: Η Τουρκία και το Κατάρ. Είναι σαφές ότι οι περιφερειακοί αντίπαλοι της Τουρκίας έχουν όλοι δεχθεί τον Άσαντ ως συνομιλητή τους.
Ο Σύρος πρόεδρος αρχικά έθεσε ως όρο για συνάντηση με τον Ερντογάν να αποσυρθούν οι τουρκικές δυνάμεις από το συριακό έδαφος, ωστόσο στη συνέχεια έκανε ένα βήμα πίσω, λέγοντας ότι θα μπορούσε να συναντηθεί με τον Τούρκο πρόεδρο για να συζητήσει την αποχώρηση του τουρκικού στρατού.
Στην εξίσωση μπαίνει σαφώς και η Ρωσία, η οποία (όπως και το Ιράν) δεν θα ήθελε να αποκτήσει ο Ερντογάν άμεση επαφή με τον Άσαντ, αλλά οι διαβουλεύσεις να γίνονται με ρωσική μεσολάβηση, προκειμένου να έχει τον πρώτο λόγο στις εξελίξεις. Και ενώ εντείνεται η φημολογία για ρωσική εμπλοκή στο ραντεβού Ερντογάν-Άσαντ, ο Μπασάρ αλ Άσαντ βρέθηκε στις 24 Ιουλίου στη Μόσχα για συνομιλίες με τον Βλαντιμίρ Πούτιν.
Η τουρκική Sabah έχει αναφέρει, επικαλούμενη μη κατονομαζόμενη πηγή με γνώση του ζητήματος, ότι μια συνάντηση Ερντογάν-Άσαντ είναι πιθανόν να πραγματοποιηθεί τον Αύγουστο και ότι ο Ρώσος πρόεδρος, Βλαντιμίρ Πούτιν, θα μεσολαβήσει στις συνομιλίες. Ο εκπρόσωπος του Κρεμλίνου, Ντμίτρι Πεσκόφ, δεν επιβεβαίωσε ωστόσο ότι επίκειται συνάντηση στη Μόσχα. Προηγούμενες πληροφορίες -που δεν επιβεβαιώθηκαν τελικά- είχαν αναφέρει ως τόπο συνάντησης τη Βαγδάτη.
Η προοπτική της συμφιλίωσης, ωστόσο, της Άγκυρας με το καθεστώς της Δαμασκού εντείνει τα αδιέξοδα της τουρκικής πολιτικής σε ένα άλλο επίπεδο: Στις συνοριακές περιοχές της Συρίας που ελέγχονται από την Τουρκία, υπήρξε αντίδραση μεταξύ των κυρίως ριζοσπαστικών ισλαμιστικών ομάδων της αντιπολίτευσης, τις οποίες η Τουρκία υποστήριξε -και συνεχίζει να υποστηρίζει- στρατιωτικά, πολιτικά και οικονομικά με την ονομασία Ελεύθερος Συριακός Στρατός και στη συνέχεια Συριακός Εθνικός Στρατός.
Το πογκρόμ, τον περασμένο μήνα, κατά των εκατομμυρίων Σύρων προσφύγων σε τουρκικές πόλεις από Τούρκους εθνικιστές, με αφορμή τη φήμη ότι στην Καισάρεια της κεντρικής Τουρκίας ένα Σύρος πρόσφυγας βίασε, ή αποπειράθηκε να βιάσει, ένα ανήλικο κορίτσι έδωσε το έναυσμα να επεκταθούν τα επεισόδια και στη βόρεια Συρία εις βάρος της τουρκικής παρουσίας, με κάψιμο των τουρκικών σημαιών, επιθέσεις σε τουρκικά αστυνομικά και στρατιωτικά φυλάκια, καταστροφή φορτηγών με τουρκικές πινακίδες. Το επεισόδιο στην Καισάρεια ήταν στην πραγματικότητα η αφορμή, όχι η αιτία.
Πίσω από τις αντιδράσεις υπήρχε η συσσωρευμένη οργή που προκαλεί ο φόβος ότι η Άγκυρα ετοιμάζεται να θυσιάσει τους μέχρι πρότινος συμμάχους της στον Άσαντ, προκειμένου να επιστρέψει ο κυβερνητικός στρατός στον Βορρά και να αποτρέψει τα σχέδια δημιουργίας κουρδικού κράτους.
Ένα μεγάλο «γιατί» πλανάται τώρα στην Τουρκία αναφορικά με τι αποσκοπούσε ο Ερντογάν όταν στήριζε στην έναρξη του πολέμου τις δυνάμεις της αντιπολίτευσης, τι θα κέρδιζε από έναν πόλεμο σε γειτονική χώρα που κατέληξε να απειλεί με αποσταθεροποίηση την ίδια την Τουρκία.
Η απάντηση πιθανώς βρίσκεται στην αδιέξοδη εξωτερική πολιτική που ακολούθησε, όχι μόνο με τη Συρία, αλλά και στις σχέσεις της Τουρκίας με άλλους περιφερειακούς δρώντες. Με τη διαφορά ότι στην περίπτωση της Συρίας βρίσκει τώρα απέναντί του Ηνωμένες Πολιτείες εμπλεκόμενες σε ένα ζήτημα που αποτελεί μείζονα για την ίδια την Τουρκία απειλή: Το Κουρδικό.