Πούτιν: Εθνικοποίησε τα τυπογραφεία του νορβηγικού ομίλου Amedia - Στο «τιμόνι» νομπελίστας δημοσιογράφος
AP
AP

Πούτιν: Εθνικοποίησε τα τυπογραφεία του νορβηγικού ομίλου Amedia - Στο «τιμόνι» νομπελίστας δημοσιογράφος

Ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν, με διάταγμα που υπέγραψε σήμερα, θέτει υπό κρατική διαχείριση τα περιουσιακά στοιχεία των εκδοτικών εγκαταστάσεων η διαχείριση των οποίων είχε ανατεθεί από τον νορβηγικό όμιλο Amedia στον βραβευμένο με Νόμπελ Ειρήνης, Ρώσο δημοσιογράφο Ντμίτρι Μουράτοφ.

Ο νορβηγικός εκδοτικός οίκος Amedia άφησε τον πλήρη έλεγχο των τυπογραφείων του στην Ρωσία στον Μουράτοφ, έναν βετεράνο δημοσιογράφο, βραβευμένο με το Νόμπελ Ειρήνης το 2021, τον Απρίλιο του 2022, λέγοντας ότι οι ενέργειες της Ρωσίας στην Ουκρανία κατέστησαν αδύνατη για την Amedia τη συνέχιση της εκδοτικής του δραστηριότητας στη Ρωσία.

Ο Πούτιν εφέτος έχει υπογράψει διατάγματα για τον προσωρινό έλεγχο περιουσιακών στοιχείων που ανήκουν σε τέσσερις δυτικές εταιρείες στη Ρωσία, αναθέτοντας μάλιστα τον Ιούλιο στον ανιψιό του ηγέτη της Τσετσενίας Ραμζάν Καντίροφ τη διοίκηση της θυγατρικής της γαλλικής εταιρείας παραγωγής γιαουρτιού Danone.

Τα πρώην περιουσιακά στοιχεία του ομίλου Amedia στη Ρωσία εξακολουθούν να φέρουν το όνομα της εταιρείας και το διάταγμα απαριθμεί τα τυπογραφεία που διαθέτει σε πέντε πόλεις, η διαχείριση των οποίων έχει περάσει στην Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Διαχείρισης Περιουσίας, Rosimushchestvo.

Πρόκειται για τα τυπογραφείο που διαθέτει ο όμιλος στις πόλεις Μόσχα, Γιεκατερίνεμπρουγκ, Νοβοσιμπίρσκ, Τσελιάμπινσκ και Βορόνεζ.

Ο Μουράτοφ προσπαθεί να ανατρέψει την απόφαση για τον χαρακτηρισμό του από τις αρχές της Ρωσίας ως «ξένου πράκτορα», έγραψε αυτό το μήνα η εφημερίδα Novaya Gazeta, που εκδίδει ο Μουράτοφ.

Η Novaya Gazeta χρησιμοποιούσε στο παρελθόν τα τυπογραφεία της Amedia, αλλά η εφημερίδα ανέστειλε την έκδοσή της στη Ρωσία το 2022, ως απάντηση στη νομοθεσία που επιβάλλει αυστηρές ποινές για τη δυσφήμιση των ενεργειών του ρωσικού στρατού στην Ουκρανία.

Πολλοί από τους δημοσιογράφους της έχουν έκτοτε ανασυνταχθεί εκδίδοντας την εφημερίδα με την ονομασία Novaya Gazeta Europe στη Λετονία.

Τον περασμένο Απρίλιο, ο όμιλος Amedia ανακοίνωσε ότι αποχωρεί από τη Ρωσία και παραδίδει τη διαχείριση των τεσσάρων εκτυπωτικών μονάδων της στον διευθυντή της Novaya Gazeta, Ντμίτρι Μουράτοφ.

«Δεδομένων των όσων βλέπουμε τώρα από τις ρωσικές αρχές στην Ουκρανία, η Amedia δεν μπορεί να συνεχίσει να διευθύνει την εκτυπωτική της επιχείρηση στη χώρα. Η ανεξάρτητη Novaya Gazeta, η οποία εκτυπώνεται στα τυπογραφεία μας, σταμάτησε όλες τις εκδόσεις της μετά από προειδοποιήσεις της Roskomnadzor.(ρυθμιστική αρχή μμε και τηλεπικοινωιών-σ.σ.). Η Amedia αποσύρεται τώρα από τη συμφωνία, αφήνοντας τον έλεγχο στον βραβευμένο με το Νόμπελ Ειρήνης Μουράτοφ», ανέφερε η εταιρεία στο δελτίο Τύπου που είχε εκδώσει τότε.

Με αυτόν τον τρόπο γράφει η εφημερίδα Novaya Gazeta Europe o όμιλος ήθελε να υποστηρίξει τον ανεξάρτητο Τύπο στην Ρωσία.

Όπως έγραψε ο ιστότοπος Vaznie istorii επικαλούμενος δικές του πηγές, τη στιγμή της εθνικοποίησης, τα περιουσιακά στοιχεία δεν είχαν περιέλθει στην διαχείριση του Μουράτοφ ή της Novaya Gazeta.

Το πέμπτο τυπογραφείο, στην πόλη Βορόνεζ έπρεπε να περάσει στην διαχείριση του τοπικού εκδότη και δημοσιολόγου Αλεξάντρ Λάπιν, έγραψε η εφημερίδα Kommersant.

Συνολικά ο όμιλος Amedia διαθέτει στην Ρωσία έξι τυπογραφεία, τέσσερα εκ των οποίων είναι δικής του ιδιοκτησίας, και δύο με Ρώσους μετόχους.

Την 1η Σεπτεμβρίου, το Υπουργείο Δικαιοσύνης της Ρωσικής Ομοσπονδίας συμπεριέλαβε τον διευθυντή της εφημερίδας Novaya Gazeta και βραβευμένο με Νόμπελ Ειρήνης Ντμίτρι Μουράτοφ στο μητρώο των «ξένων πρακτόρων». Σύμφωνα με το υπουργείο, συμμετείχε στη δημιουργία και διανομή υλικού «ξένων πρακτόρων» και «χρησιμοποίησε ξένες πλατφόρμες για τη διάδοση απόψεων που αποσκοπούσαν στη διαμόρφωση αρνητικής στάσης απέναντι στην εξωτερική και εσωτερική πολιτική της Ρωσίας».

Στη συνέχεια, ο Μουράτοφ ανακοίνωσε ότι θα παραιτηθεί από διευθυντής της Novaya Gazeta κατά τη διάρκεια της δικαστικής διαδικασίας, όπου θα αμφισβητήσει δικαστικά την αναγνώρισή του ως «ξένου πράκτορα».