Η στάση της νέας Προέδρου της Β. Μακεδονίας, υποστηριζόμενη από το VMRO-DPMNE, να αποκαλέσει τη χώρα «Μακεδονία» δίχως να σέβεται τη συνταγματική της ονομασία και τη Συμφωνία των Πρεσπών, δείχνει ότι οι σχέσεις της Ελλάδας με τη γείτονα μπαίνουν σε μια νέα φάση.
Το ζήτημα του «μακεδονικού» εθνικισμού επανέρχεται - άλλωστε ποτέ δεν έκλεισε - και η Ελλάδα θα πρέπει να προετοιμαστεί για νέες, συνεχείς εστίες εντάσεων, καθώς με κυβέρνηση VMRO-DPMNE θα είναι εξαιρετικά δύσκολο να μπει τέλος στις μεγάλες εκκρεμότητες που άφησε η Συμφωνία των Πρεσπών.
Τα γεγονότα όμως και η σύσσωμη αντίδραση της ΕΕ δίνουν ένα ακόμη εργαλείο στα χέρια της Αθήνας για άσκηση πίεσης απέναντι σε μια εθνικιστική κυβέρνηση ώστε όλα αυτά να κλείσουν.
Αποτελούν μια καλή αφορμή για να κλείσουν πολλές πτυχές της Συμφωνίας, που είτε λόγω αβελτηρίας της Ελλάδας, είτε λόγω αντικειμενικών προβλημάτων που δημιουργούσε η άλλη πλευρά, παραμένουν ανοικτές. Τα θέματα για τα σχολικά βιβλία, τους χάρτες, τα ιστορικά μνημεία, τα εμπορικά σήματα, είναι μερικά από αυτά.
Οι πρωινές αναφορές του Πρωθυπουργού ότι «δεν θα δεχτούμε παρόμοια ολισθήματα», καθώς και «ότι κάθε πρόοδος στις διμερείς σχέσεις, όπως και κάθε βήμα των Σκοπίων προς την Ευρώπη εξαρτώνται από την ειλικρινή τήρηση των συμφωνηθέντων», προς τα εκεί κατατείνει.
Το κλειδί παραμένει η προοπτική εισόδου της Βόρειας Μακεδονίας στην ΕΕ. Η είσοδος της γείτονος στο μπλοκ υπόκειται στο δικαίωμα της ένστασης και του βέτο. Η Ελλάδα παραμένει ο κλειδοκράτορας για την ένταξη της χώρας στο μπλοκ. Εφόσον παραβιάζεται κατάφωρα η Συμφωνία, η γειτονική κυβέρνηση δεν σέβεται τη συνταγματική ονομασία της χώρας, δεν προχωρούν τα εφαρμοστικά πρωτόκολλα πάνω στα παραπάνω θέματα, η Ελλάδα έχει το δικαίωμα να προβάλει βέτο.
Εδώ πάντως θα πρέπει να λάβουμε υπόψη τη μείωση της στήριξης της κοινής γνώμης προς την ΕΕ, η οποία έχει πέσει στο 65%. Στα μέσα του 2000, όταν ξεκίνησε η πορεία της τότε πΓΔΜ προς την ΕΕ, μέσω της χορήγησης καθεστώτος υποψήφιας χώρας, η δημοφιλία της ΕΕ στη γείτονα κυμαίνονταν σε ποσοστά 85% -90%. Σήμερα βρίσκεται σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα, γεγονός που προφανώς επιχειρεί να εκμεταλλευτεί το VMRO-DPMNE.
Η αποστροφή του λόγου της Γκορντάνα Σιλιάνοφσκα δεν ήταν τυχαία. Το δείχνει το γεγονός ότι η νέα πρόεδρος της Βόρειας Μακεδονίας, χρησιμοποίησε παραπάνω από μια φορά τη χρήση του όρου «Μακεδονία», τόσο κατά τη χθεσινή της ορκομωσία, όσο και με χθεσινή της ανάρτησή της στο Χ.
Απαντώντας στη συγχαρητήρια ανάρτηση της Πρεσβείας της Σουηδίας για την εκλογή της, η Σιλιάνοφσκα έγραψε μεταξύ άλλων ότι «...η Σουηδία και η ΕΕ θα έχουν πάντα έναν πιστό σύμμαχο στο πρόσωπο της προέδρου της Μακεδονίας...».
Η στάση της Σιλιάνοφσκα στηρίζεται σε όλη την πολιτική της διαδρομή. Έκτισε μια καριέρα που ασπάζεται τις απόψεις του εθνικιστικού αυτού κόμματος. Είναι επομένως βέβαιο ότι παρόμοιες προσπάθειες δημιουργίας έντασης θα δούμε κι άλλες, σε τομείς όπως γύρω από τη μακεδονική γλώσσα και τη μακεδονική εθνότητα.
Είναι ευκαιρία πλέον για την Ελλάδα, να εκμεταλλευτεί το γεγονός και να κλείσει τις εκκρεμότητες μιας κακής Συμφωνίας, την οποία είχαμε δεχτεί λόγω ανάγκης συνέχειας του κράτους και τη σεβαστήκαμε, καθώς φέρει την ελληνική υπογραφή.
Είναι εξαιρετικά υποβοηθητική, η χθεσινή δήλωση από το γραφείο του Ύπατου Εκπροσώπου για την εξωτερική πολιτική της ΕΕ, ο οποίος προχώρησε ένα βήμα πιο πέρα από την ανάρτηση της Προέδρου της Κομισιόν, Ούρσουλα Φον ντερ Λάινεν και θυμίζει την υποχρέωση της Β. Μακεδονίας να σεβαστεί τη συνταγματική της ονομασία.
Το γεγονός προσδίδει ακόμη μεγαλύτερο βάρος στην αντίδραση της ΕΕ απέναντι στην κίνηση της Προέδρου της χώρας, η οποία επιμένει να αποκαλεί τη χώρα «Μακεδονία», παρ’ ότι έτσι ναρκοθετεί και την προοπτική εισόδου της στην ΕΕ, όπως ήδη την προειδοποίησαν η Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, αλλά και ο Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου.
* Ο Αφεντούλης Λαγγίδης είναι διεθνολόγος, Διδάκτωρ Διεθνών Σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, είναι διαλέκτης στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών και υπήρξε διαλέκτης του Τμήματος Τουρκικών και σύγχρονων Ανατολικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών