Η Δευτέρα που μας πέρασε ήταν η Labor Day (η αντίστοιχη εργατική πρωτομαγιά των ΗΠΑ) που σε μια εκλογική χρονιά, όπως η φετινή, σηματοδοτεί την τελική ευθεία στο δρόμο προς την κάλπη.
Δύο μήνες πριν φαινόταν πως το Δημοκρατικό Κόμμα βάδιζε προς μία πανωλεθρία, για μια πλειάδα λόγων: Το ποσοστό αποδοχής του Προέδρου Μπάιντεν κυμαινόταν γύρω στο τραγικό 37%, οι τιμές των καυσίμων σε ιστορικά υψηλά, ενώ κρίσιμα νομοσχέδια που προωθούσε ο Λευκός Οίκος φαινόταν να μην έχουν πιθανότητες να ψηφιστούν από το Κογκρέσο. Οι αναλυτές προεξοφλούσαν και οι υποψήφιοι των Δημοκρατικών προετοιμάζονταν για μία συντριβή, ίσως αντίστοιχη με εκείνες του 1994 και του 2010.
Σήμερα όμως, η κατάσταση έχει μεταβληθεί αρκετά θεαματικά, προς όφελος τους. Οι τιμές των καυσίμων παρουσιάζουν πτωτική πορεία, οι Δημοκρατικοί κατάφεραν να λύσουν τις εσωκομματικές διαφωνίες τους και πέτυχαν την ψήφιση του υπερνομοσχεδίου ύψους 300 δισεκατομμυρίων δολαρίων για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και της συγκράτησης του κόστους των φαρμάκων, ενώ το ποσοστό αποδοχής του Προέδρου έχει ανέβει στο πιο αξιοπρεπές, αν κι ακόμη εξαιρετικά χαμηλό, 43%.
Σε ορισμένες τοπικές έκτακτες βουλευτικές εκλογικές αναμετρήσεις που έχουν διεξαχθεί τον τελευταίο μήνα, ειδικά στη Νέα Υόρκη αλλά και στην Αλάσκα, που συνήθως είναι προπύργιο των Ρεπουμπλικανών, οι Δημοκρατικοί πέτυχαν αναπάντεχες νίκες, ενώ και δημοσκοπικά παρουσιάζουν σημαντικά βελτιωμένη εικόνα.
Πολλοί αναλυτές αποδίδουν αυτή την αναπάντεχη ανάκαμψη στην απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου στην υπόθεση Dobbs v. Jackson Women’s Health Organization, που ανέτρεψε το μέχρι πρότινος συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα των γυναικών στις αμβλώσεις στην ΗΠΑ. Είναι βέβαιο ότι όντως αυτή η απόφαση έχει προκαλέσει μεγάλες αντιδράσεις και έντονη κινητοποίηση γυναικείων και προοδευτικών οργανώσεων αλλά και μεμονωμένων πολιτών.
Όπως φάνηκε περίτρανα και από το πρόσφατο δημοψήφισμα στο κατά τα άλλα υπερσυντηρητικό Κάνσας, όπου σχεδόν το 60% των πολιτών υπερψήφισαν την διατήρηση του δικαιώματος στην άμβλωση βάσει του Πολιτειακού Συντάγματος, μία καθαρή πλειοψηφία των Αμερικανών θεωρεί πως επί της αρχής, πρέπει να υφίσταται ένα τέτοιο δικαίωμα.
Η ανατροπή της απόφασης Roe v Wade, έχει επαναφέρει αυτό το ζήτημα στο προσκήνιο ακόμη περισσότερο και έχει φέρει τους Ρεπουμπλικάνους υποψήφιους στη δύσκολη θέση να υπερασπίζονται μία υπερσυντηρητική μαξιμαλιστική θέση που έχουν υιοθετήσει επί δεκαετίες, δηλαδή τη σχεδόν ολοσχερή απαγόρευση των αμβλώσεων ανεξαρτήτως συνθηκών, χωρίς όμως πια να το κάνουν εκ του ασφαλούς, ικανοποιώντας τη στενή εκλογική τους βάση αλλά γνωρίζοντας ότι ακόμη κι αν εκλεγούν δεν θα είναι σε θέση να το εφαρμόσουν.
Η απόφαση του Δικαστηρίου άλλαξε αυτή την κατάσταση και σε αρκετές Πολιτείες ήδη έχουν τεθεί σε ισχύ δρακόντειοι νόμοι, αφυπνίζοντας εκατομμύρια ψηφοφόρους που όλα αυτά τα χρόνια αδιαφορούσαν για το ζήτημα αυτό, επαναπαυμένοι στην ασπίδα που παρείχε η Roe v Wade. Έτσι, η απόφαση αυτή, αν και οδυνηρή για εκατομμύρια Αμερικανίδες, αποδεικνύεται ένα πολιτικό δώρο στους Δημοκρατικούς, κινητοποιώντας πολλούς μέχρι πρότινος είτε απογοητευμένους, είτε αδιάφορους ψηφοφόρους τους.
Αντίθετα, οι Ρεπουμπλικάνοι, παγιδευμένοι ανάμεσα στον ενθουσιασμό της βάσης τους και την αποστροφή της πλειοψηφίας των Αμερικανών, αδυνατούν να διαχειριστούν αποτελεσματικά την καινούργια πραγματικότητα που διαμόρφωσε η απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου.
Εξίσου όμως με το θέμα των αμβλώσεων, έχει υπάρξει μία ακόμη εξέλιξη που έχει βοηθήσει το Δημοκρατικό Κόμμα και αυτή δεν είναι άλλη από την πρόσφατη επιστροφή του πρώην Προέδρου Τραμπ στην επικαιρότητα, με αφορμή την κατ’ οίκον έρευνα του FBI, κατόπιν δικαστικής έγκρισης, στην πολυτελή του οικία στο Mar a Lago και την κατάσχεση εκατοντάδων διαβαθμισμένων και απορρήτων κρατικών εγγράφων που παρανόμως φαίνεται να είχε αποθηκεύσει εκεί.
Η πολιτική καταιγίδα που έχει ακολουθήσει έχει φέρει ξανά τον Τραμπ στο μάτι του κυκλώνα, με την οργή των οπαδών του να ξεχειλίζει αλλά και την πλειοψηφία των Αμερικανών που τον βλέπει με αντιπάθεια, ιδιαιτέρως κεντρογενών και μετριοπαθών συντηρητικών, να λαμβάνει μια υπενθύμιση κάποιων εκ των λόγων για τους οποίους τον καταψήφισε το 2020.
Οι συνεχείς προεκλογικές του συγκεντρώσεις, στις οποίες την περισσότερη ώρα περιαυτολογεί και υβρίζει τον διάδοχο του στον Λευκό Οίκο, αντί να αναφέρεται στα προσόντα των υποψηφίων που στηρίζει, τον καθιστούν de facto το βασικό πρόσωπο των Ρεπουμπλικανών στην προεκλογική εκστρατεία. Από την πλευρά του, ο Προέδρος Μπάιντεν φαίνεται να καλωσορίζει αυτή την εξέλιξη, κατακεραυνώνοντας ακόμη και σε επίσημη προεδρική ομιλία, τον Τραμπ και το κίνημα MAGA που τον στηρίζει, ως τους μεγαλύτερους κινδύνους για την Αμερικανική Δημοκρατία και καλώντας όλους τους δημοκρατικούς πολίτες σε εγρήγορση εναντίον τους.
Κάτι τέτοιο ανατρέπει πλήρως όχι μόνο τους σχεδιασμούς των επιτελών του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος αλλά ίσως ακόμη και την φύση των εκλογών αυτών. Ο πολιτικός νόμος που θέλει το κόμμα του Προέδρου να υφίσταται σοβαρές απώλειες στις Ενδιάμεσες Εκλογές δεν έχει δοκιμαστεί ποτέ υπό αυτές τις συνθήκες. Συνήθως ο προηγούμενος Πρόεδρος έχει ήδη αποσυρθεί από τη δημόσια ζωή και το Κόμμα του έχει ξεπεράσει την επιρροή του μέχρι τις πρώτες Ενδιάμεσες Εκλογές μετά από την εκλογή νέου Προέδρου.
Ειδικά το 1994 και το 2010, το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα δεν είχε απλώς αποτινάξει την ταύτιση του με τους Προέδρους που είχαν αποχωρήσει το 1992 και το 2008 αλλά είχε σε μεγάλο βαθμό προλάβει να εξελίξει σημαντικά και την ιδεολογική φυσιογνωμία που του είχαν κληροδοτήσει.
Τώρα τα πράγματα είναι διαφορετικά, με τον Ντόναλντ Τραμπ να εμφανίζεται ως ο επικεφαλής της αντιπολίτευσης εναντίον του διαδόχου του με μεγάλη ένταση και σφοδρότητα. Ο συνεπαγόμενος κίνδυνος για τους Ρεπουμπλικάνους είναι οι Ενδιάμεσες Εκλογές να καταλήξουν αυτή τη φορά να θεωρηθούν από την πλειοψηφία των πολιτών ως μια επιλογή ανάμεσα στον Τραμπ και στον Μπάιντεν αντί για δημοψήφισμα επί των πολιτικών του νυν Προέδρου, όπως είναι το σύνηθες. Σε αυτή την περίπτωση, είναι εξαιρετικά αβέβαιο το αποτέλεσμα, ειδικά στη Γερουσία. Οι επόμενες εβδομάδες θα δείξουν αν αυτή η τροχιά που έχει χαραχτεί εδώ κι ένα περίπου μήνα, θα συνεχιστεί.
* Νικόλας Νικολαϊδης, Διδάκτωρ Πολιτικών Επιστημών ΕΚΠΑ, Δικηγόρος