Η Ουάσιγκτον επέλεξε να δώσει παγκόσμιες διαστάσεις στη ρωσοουκρανική κρίση που εκτυλίσσεται στο μετασοβιετικό χώρο της ανατολικής Ευρώπης. Το αίτημα των Ηνωμένων Πολιτειών συνδέεται σίγουρα με τους συσχετισμούς στο υψηλής συμβολικής σημασίας όργανο των Ηνωμένων Εθνών. Καθώς τον Φεβρουάριο η Ρωσία θα αναλάμβανε εκείνη την προεδρία του Συμβουλίου Ασφαλείας, οι ΗΠΑ έσπευσαν να εκμεταλλευτούν την τελευταία ημέρα προεδρίας της εξαιρετικά δραστήριας διεθνώς, Νορβηγίας.
Η Ουάσιγκτον υπολόγιζε πως θα έβρισκε εννιά τουλάχιστον ψήφους στο δεκαπεντεμελές όργανο, πέρα δηλαδή από τα 5 μόνιμα μέλη, καθώς το ζήτημα θα συζητούνταν στο πλαίσιο των απειλών για τη διεθνή ασφάλεια. Η Ρωσία βέβαια υποστήριξε πως όλο το ρωσοουκρανικό ζήτημα είναι απόρροια της υστερίας των ΗΠΑ στα διεθνή ΜΜΕ καθώς η Μόσχα δεν έχει προβεί σε κάποια κίνηση, από εκείνες από αυτά που την κατηγορούν. Στο τέλος, οι ΗΠΑ κατάφεραν να συγκεντρώσουν 10 ψήφους από τις 15 χώρες (οι 3 απείχαν) και να επιβάλουν το ουκρανικό ζήτημα την ατζέντα της συνάντησης, παρά την αντίσταση της Ρωσίας. Ωστόσο η τελευταία χώρα, η οποία στάθηκε στο πλευρό της Ρωσίας ουσιαστικά, ήταν η Κίνα.
Το Πεκίνο είχε επιλέξει να διατηρεί σχετικά ουδέτερη στάση προς το παρών, σε βαθμό που η Ουάσιγκτον στράφηκε στην Κίνα, ώστε να συγκρατήσει τις διαθέσεις της Ρωσίας προς την Ουκρανία. Πλέον όμως φάνηκε πως το κομμουνιστικό καθεστώς και ο Σι Τζινπινγκ τάσσονται σαφώς υπέρ του Κρεμλίνου, υιοθετώντας ουσιαστικά τη ρωσική γραμμή απέναντι στη Δύση.
Η επιλογή των ΗΠΑ ήταν η δημόσια αντιπαράθεση με τη Ρωσία για το ζήτημα, θεωρώντας πως θα έβρισκε πολλούς συμμάχους, από τη «βασιλικότερη του βασιλέως» Μεγάλη Βρετανία του Μπόρις Τζόνσον μέχρι την προεδρεύουσα Νορβηγία και την Ινδία. Ωστόσο, όταν απέναντι της έχει 2 μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας, μία κοινή δήλωση από το Συμβούλιο Ασφαλείας για το ρωσοουκρανικό ζήτημα φαντάζει μία ουτοπία.
Για τις Ηνωμένες Πολιτείες, είναι πολύ σημαντικό να μην φανεί πως εγκαταλείπει συμμάχους τους διεθνώς, ιδιαίτερα μετά από την άτακτη αποχώρηση της από το Αφγανιστάν. Πέρα από τους γεωπολιτικούς παράγοντες δηλαδή, υπάρχει μία σημαντική διάσταση. Η αμερικανική προσέγγιση για την Ουκρανία δείχνει πως στον Λευκό Οίκο έχουν φτάσει στο συμπέρασμα πως η φήμη για τις δεσμεύσεις τους διακυβεύεται πλέον.
Βέβαια, το χάσμα μεταξύ των δύο πλευρών παραμένει αγεφύρωτο. Οι απαιτήσεις που έχει διατυπώσει η Ρωσία δεν μπορούν να ικανοποιηθούν από τη Δύση. Στη Μόσχα θεωρούν πως όποια χώρα αναπτύσσει σχέσεις με το ΝΑΤΟ, μπαίνει σε μία τροχιά γύρω από τη Δύση, από την οποία δεν μπορεί να αποκοπεί αργότερα. Για παράδειγμα, κάποιες δυνάμεις του ΝΑΤΟ στη Βαλτική αποτελούν ανησυχητικές εξελίξεις, που ενδεχομένως να μην απειλούν άμεσα την ασφάλεια της Ρωσίας. Ωστόσο, η προοπτική πως μπορεί άμεσα να εγκατασταθεί ένα αμερικανικό σύστημα αντιπυραυλικής άμυνας στη Ρουμανία και την Πολωνία αποτελεί κόκκινο πανί για τη Μόσχα. Η επέκταση του ΝΑΤΟ προς Ανατολάς πρέπει να ανακοπεί ανά πάσα στιγμή.
Η επιλογή των ΗΠΑ να συγκαλέσουν την πρώτη συζήτηση στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών βέβαια στηρίζεται σε κάποια βασικά δεδομένα. Δεν είναι μόνο οι δεκάδες χιλιάδες στρατιώτες στα ουκρανικά σύνορα, που η Μόσχα ισχυρίζεται πως βρίσκονται εκεί, για να πραγματοποιήσουν προγραμματισμένες ασκήσεις. Οι μεραρχίες της Ρωσίας που βρίσκονται στη Λευκορωσία είναι αποτέλεσμα των αποφάσεων του Κρεμλίνου κατά τη διάρκεια του «καυτού» Ιανουαρίου, όπως τον χαρακτήριζαν στην Ουάσιγκτον, ενδεχομένως ως μία ρωσική απάντηση στις συμμαχίες που έχουν χτιστεί εναντίον της και σε καμιά περίπτωση «προγραμματισμένες».
Ο Λευκός Οίκος συνεχίζει να δηλώνει, ακόμα και τώρα που ξεκινάει ο Φεβρουάριος, πως ρωσικές δυνάμεις μπορούν να εισβάλουν στην Ουκρανία ανά πάσα στιγμή. Ενδεχομένως δηλαδή στις Ηνωμένες Πολιτείες να έχουν πειστεί πως μία ρωσική εισβολή είναι πλέον αναπόφευκτη και προετοιμάζουν το έδαφος για την αντιπαράθεση τους, μπροστά στα μάτια της διεθνούς κοινότητας.