Τα σενάρια στρατιωτικής εισβολής των ΗΠΑ στη Γροιλανδία - Τι θα πράξουν ΕΕ και ΝΑΤΟ
Ανάλυση Politico

Τα σενάρια στρατιωτικής εισβολής των ΗΠΑ στη Γροιλανδία - Τι θα πράξουν ΕΕ και ΝΑΤΟ

Το 1951, οι Ηνωμένες Πολιτείες υπέγραψαν συμφωνία με τη Δανία με την οποία δεσμεύονταν να προστατεύσουν τη Γροιλανδία από επιθέσεις. Ύστερα από 74 χρόνια η απειλή προέρχεται τώρα από την Αμερική, αναφέρει σε ανάλυσή του το Politico το οποίο παρουσιάζει σε σενάρια για το τι θα συμβεί εάν οι ΗΠΑ αποφασίσουν να εισβάλουν στρατιωτικά στη νησί και ποιες θα είναι οι πιθανές αντιδράσεις των χωρών της ΕΕ και του ΝΑΤΟ.

Όπως σημειώνει, αυτήν την εβδομάδα ο νέος πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ προκάλεσε σοκ σε όλη την Ευρώπη όταν αρνήθηκε να αποκλείσει τη χρήση στρατιωτικής βίας για την προσάρτηση του μεγαλύτερου νησιού του κόσμου, μιας αυτόνομης περιοχής 57.000 κατοίκων που αποτελεί μέρος της Δανίας. 

Ο Τραμπ, ο οποίος έφερε επίσης στο προσκήνιο την ιδέα να καταλάβουν οι ΗΠΑ τον Καναδά και τη διώρυγα του Παναμά, έχει βάλει εδώ και καιρό στο μάτι τη Γροιλανδία - ένα νησί που βρίσκεται σε στρατηγική θέση και είναι πλούσιο σε ορυκτά και πετρέλαιο.

«Αν και δεν υπάρχει αμφιβολία για το ποια χώρα θα κέρδιζε σε μια μάχη, η Δανία θα μπορούσε να έχει περισσότερες πιθανότητες αν απευθυνόταν στους δικηγόρους της», επισημαίνει το Politico και εξηγεί: Η Κοπεγχάγη θα μπορούσε να τους ρωτήσει αν η ΕΕ είναι κατά κάποιον τρόπο υποχρεωμένη να υπερασπιστεί τη Γροιλανδία, αν θα μπορούσε να επικαλεστεί τις διατάξεις του ΝΑΤΟ για την κοινή άμυνα έναντι μιας επίθεσης από το μεγαλύτερο μέλος της συμμαχίας και  και ποιες είναι οι υποχρεώσεις της Ουάσινγκτον βάσει της συνθήκης του 1951.

Οι ΗΠΑ  έχουν μακράν τον μεγαλύτερο αμυντικό προϋπολογισμό στον κόσμο, δαπανώντας πέρυσι 948 δισ. δολάρια. Οι ένοπλες δυνάμεις τους διαθέτουν 1,3 εκατ. προσωπικό - ορισμένοι από αυτούς σταθμεύουν σήμερα στη Γροιλανδία. Η Δανία, από την πλευρά της, δαπάνησε πέρυσι 9,9 δισ. δολάρια, έχει μόνο 17.000 στρατιώτες και το μεγαλύτερο μέρος του βαρέως εξοπλισμού χερσαίου πολέμου της έχει δωρηθεί στην Ουκρανία.

Αν ο Τραμπ υλοποιήσει την απειλή του να προσαρτήσει τη Γροιλανδία με τη βία, «αυτός θα ήταν ο συντομότερος πόλεμος στον κόσμο, δεν υπάρχει αμυντική ικανότητα στη Γροιλανδία. Οι Αμερικανοί είναι υπεύθυνοι», δήλωσε ο Ούλρικ Πραμ Γκαντ, ανώτερος ερευνητής στο Ινστιτούτο Διεθνών Σπουδών της Δανίας.

Ορισμένα πλοία της δανικής ακτοφυλακής συχνάζουν στη νοτιοανατολική Γροιλανδία, αλλά ο Τύπος της Δανίας έχει αναφέρει ότι το λογισμικό που απαιτείται για τη βολή στόχων δεν αγοράστηκε και δεν εγκαταστάθηκε ποτέ, πρόσθεσε. 

Ο Πραμ Γκαντ δήλωσε ότι είναι μπερδεμένος από τις προθέσεις του Τραμπ. «Είναι αυτό παλικαριά; Είναι αυτή η διπλωματία των απειλών μεταξύ συμμάχων; Δεν ξέρουμε πραγματικά, αλλά αυτός θα είναι ο τρόπος λειτουργίας για τα επόμενα τέσσερα χρόνια». 

Κορυφαίοι αξιωματούχοι, συμπεριλαμβανομένου του υπουργού Εξωτερικών της Δανίας Λαρς Λόκε Ράσμουσεν και του απερχόμενου Αμερικανού ομολόγου του Άντονι Μπλίνκεν, αρχικά απέρριψαν τα σχόλια του Τραμπ.

Ωστόσο, η πρωθυπουργός της Δανίας Μέττε Φρεντέρικσεν οργάνωσε συνάντηση με τους ηγέτες των κομμάτων την Πέμπτη για να συζητήσουν το θέμα, ενώ ο Ράσμουσεν υπαναχώρησε από την αρχική αδιάφορη αντίδρασή του. «Το αντιμετωπίζουμε πολύ σοβαρά, αλλά δεν έχουμε καμία φιλοδοξία να κλιμακώσουμε έναν πόλεμο λέξεων με έναν πρόεδρο που βρίσκεται καθ' οδόν προς τον Λευκό Οίκο», δήλωσε.

Αδυναμία αντιμετώπισης μιας εισβολής των ΗΠΑ

Σύμφωνα με το σύμφωνο του 1951, οι ΗΠΑ αποδέχθηκαν τη νομική υποχρέωση να αμυνθούν έναντι οποιασδήποτε επίθεσης στο τεράστιο νησί της Αρκτικής, δεδομένης της αδυναμίας των δανικών ενόπλων δυνάμεων να αποκρούσουν έναν πιθανό επιτιθέμενο χωρίς βοήθεια.

«Η Δανία έχει πλήρη επίγνωση ότι δεν μπορεί να υπερασπιστεί μόνη της τη Γροιλανδία εναντίον οποιουδήποτε», δήλωσε ο Κρίστιαν Σόμπι Κρίστενσεν, ανώτερος ερευνητής στο Κέντρο Στρατιωτικών Μελετών του Πανεπιστημίου της Κοπεγχάγης. Εάν ο Τραμπ προσπαθήσει να καταλάβει το έδαφος με τη βία, «το ερώτημα είναι: Ποιον θα πολεμήσουν [οι Αμερικανοί]; Τον δικό τους στρατό; Είναι ήδη εκεί», πρόσθεσε.

Οι ΗΠΑ μείωσαν σημαντικά τη στρατιωτική τους παρουσία στο νησί μετά τη λήξη του Ψυχρού Πολέμου, αλλά ένας σταθμός με  ραντάρ έγκαιρης προειδοποίησης παραμένει στη διαστημική βάση Πιτουφίκ στα βορειοδυτικά της Γροιλανδίας. Είναι μια σημανιτκή βάση καθώς μπορεί να εντοπίσει διαστημικά σκάφη και βαλλιστικούς πυραύλους, συμπεριλαμβανομένων πιθανών πυρηνικών κεφαλών που εκτοξεύονται από τη Μόσχα.

Στο μεταξύ, οι ένοπλες δυνάμεις της Δανίας δεν είναι ούτε εξοπλισμένες ούτε εκπαιδευμένες για να αντισταθούν σε μια αμερικανική εισβολή. «Φροντίζουν για πιο τετριμμένες στρατιωτικές δραστηριότητες σε καιρό ειρήνης», εξήγησε ο Σόμπι Κρίστενσεν, και αναπτύσσουν τακτικά αεροσκάφη και πλοία περιπολίας στα ύδατα της Γροιλανδίας.

Τον Δεκέμβριο του περασμένου έτους, ο υπουργός Άμυνας της Δανίας Τρόελς Λουντ Πούλσεν ανακοίνωσε ένα νέο πακέτο αμυντικών δαπανών ύψους «διψήφιου ποσού δισεκατομμυρίων» σε κορώνες για την αγορά δύο μη επανδρωμένων αεροσκαφών μεγάλου βεληνεκούς, δύο περιπολικών και δύο πλοίων επιθεώρησης. Με τα χρήματα αυτά επρόκειτο επίσης να χρηματοδοτηθεί η πρόσληψη περισσότερων ατόμων για την Αρκτική Διοίκηση της Δανίας στην πρωτεύουσα, Νουκ, και η αναβάθμιση του αεροδρομίου Kangerlussuaq ώστε να καταστεί κατάλληλο για μαχητικά αεροσκάφη F-35.

Αυτή η ώθηση προκλήθηκε από τις απαιτήσεις των ΗΠΑ, μεταξύ άλλων από τον Τραμπ κατά τη διάρκεια της πρώτης θητείας του, σύμφωνα με τον Μαρκ Τζέικομπσεν, αναπληρωτή καθηγητή στο Βασιλικό Αμυντικό Κολέγιο της Δανίας.

Όταν ο Τραμπ έθεσε για πρώτη φορά την ιδέα της αγοράς της Γροιλανδίας το 2019, «αυτό ήταν μέρος μιας στρατηγικής των ΗΠΑ για να κάνουν τη Δανία να δαπανήσει περισσότερο από τον στρατιωτικό προϋπολογισμό [της] για την επιτήρηση της Γροιλανδίας», είπε.

«Συμφωνίες έναντι όπλων»

Αν και οι ένοπλες δυνάμεις της Δανίας είναι πολύ μικρότερες από εκείνες των ΗΠΑ, η Κοπεγχάγη συγκαταλέγεται ωστόσο μεταξύ των ευρωπαϊκών πρωτευουσών που έχουν λάβει πολύ σοβαρά υπόψη τους την ανάγκη ενίσχυσης της άμυνας από την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία.

Η Δανία δαπάνησε πέρυσι το 2,37% του ΑΕΠ της για τον στρατό της - πάνω από τον στόχο του 2% του ΝΑΤΟ - και σχεδιάζει περαιτέρω αυξήσεις. Η πολεμική αεροπορία της Δανίας αντικαθιστά τον στόλο των F-16 με σύγχρονα μαχητικά αεροσκάφη F-35 αμερικανικής κατασκευής και επί του παρόντος εξετάζει την προμήθεια συστημάτων αεράμυνας. 

Ωστόσο, η Δανία έχει επίσης εξαντλήσει σημαντικά τα δικά της αποθέματα όπλων δίνοντας συστήματα πυροβολικού και άρματα μάχης στο Κίεβο, υποστηρίζοντας ότι σε αντίθεση με τους Ουκρανούς, οι Δανοί δεν αντιμετωπίζουν άμεση απειλή από μια εχθρική δύναμη.

Ανεξάρτητα από αυτό, ο δωρεάν στρατιωτικός εξοπλισμός θα ήταν ελάχιστα χρήσιμος για την υπεράσπιση της Γροιλανδίας από μια αμερικανική εισβολή.  «Ο μόνος τρόπος για να δράσουμε εκεί είναι από αέρος ή δια θαλάσσης. Ο χερσαίος πόλεμος έχει πολύ λίγο νόημα στη Γροιλανδία», δήλωσε ο Σόμπι Κρίστενσεν.

Εάν η Κοπεγχάγη ήθελε να αντισταθεί βασιζόμενη σε κανόνες και νόμους, θα μπορούσε να ζητήσει βοήθεια από την ΕΕ.

Την Τετάρτη, ο Γάλλος υπουργός Εξωτερικών Ζαν-Νοέλ Μπαρό δήλωσε ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν θα άφηνε να συμβεί μια αρπαγή γης - αλλά δεν είναι σαφές αν η Κοπεγχάγη θα μπορούσε πράγματι να στηριχθεί στην ΕΕ για στρατιωτική βοήθεια.

Σε περίπτωση μιας «εξαιρετικά θεωρητικής» εισβολής των ΗΠΑ στη Γροιλανδία, θα εφαρμοζόταν η ρήτρα αμοιβαίας βοήθειας της ΕΕ στο άρθρο 42 παράγραφος 7 της Συνθήκης, δήλωσε στους δημοσιογράφους αυτή την εβδομάδα εκπρόσωπος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

Ωστόσο, η ρήτρα «δεν έχει νόημα στην τρέχουσα μορφή της, καθώς δεν υπάρχει πραγματική στρατιωτική δύναμη πίσω από αυτήν», έγραψε ο Ντανιέλ Φιοτ, από το Κέντρο για την Ασφάλεια, τη Διπλωματία και τη Στρατηγική στη Σχολή Διακυβέρνησης των Βρυξελλών.

Δεν είναι επίσης σαφές εάν η Δανία, ιδρυτικό μέλος του ΝΑΤΟ μαζί με τις ΗΠΑ, θα μπορούσε να επικαλεστεί το άρθρο 5 - τη ρήτρα αμοιβαίας βοήθειας της Συμμαχίας - εναντίον ενός άλλου συμμάχου.

«Θα είχατε ουσιαστικά ένα μέλος του ΝΑΤΟ να προσαρτά το έδαφος ενός άλλου μέλους του ΝΑΤΟ. Έτσι, θα ήταν αρκετά αχαρτογράφητο έδαφος», δήλωσε η Αγκάθι Ντεμαρέ, ανώτερη συνεργάτης πολιτικής στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Εξωτερικών Σχέσεων.«Όταν το σκέφτεστε, δεν βγάζει κανένα νόημα», σημειώνει.