Η Ταϊβάν, η νήσος που οι Πορτογάλοι θαλασσοπόροι ονόμασαν «Φορμόζα» («Όμορφη») τον 16ο αιώνα, και στη συνέχεια έγινε αποικία διαδοχικά των Ολλανδών, των Ισπανών και των Ιαπώνων, αποτέλεσε τον τόπο φυγής των εθνικιστών υπό τον Τσιάνγκ Κάισεκ μετά την ήττα τους στον κινεζικό εμφύλιο (1946-1949). Η «Δημοκρατία της Κίνας», η επίσημη ονομασία της Κίνας από το 1912 ως 1949, συνέχισε να υπάρχει στην Ταϊβάν, αλλά στην κινεζική ενδοχώρα αντικαταστάθηκε από τη «Λαϊκή Δημοκρατία» (ΛΔΚ) του Μάο.
Η έναρξη του Ψυχρού Πολέμου στην Ανατολική Ασία με τον Πόλεμο της Κορέας τον Ιούνιο του 1950, κατέστησε την Ταϊβάν στρατηγικό προπύργιο για τις ΗΠΑ στην προσπάθεια ανάσχεσης της κομμουνιστικής απειλής. Επωφελούμενη από τη σημαντική στρατιωτική και οικονομική βοήθεια καθώς και τις αμυντικές εγγυήσεις των Αμερικανών, η Ταϊβάν γνώρισε εντυπωσιακή οικονομική ανάπτυξη και κατάφερε μέσα σε τρεις περίπου δεκαετίες να γίνει μία ανεπτυγμένη οικονομία.
Τη δεκαετία του 1980, οδηγήθηκε ομαλά προς τον εκδημοκρατισμό, ενώ παράλληλα δημιουργήθηκε ένα ισχυρό κίνημα υπέρ της ανεξαρτησίας της χώρας ως «Δημοκρατία της Ταϊβάν» και εγκατάλειψη των ιστορικών πολιτικών δεσμών με την Κίνα.
Η σταδιακή εξομάλυνση των σχέσεων ΗΠΑ-ΛΔΚ τη δεκαετία του 1970 επισκίασε τις σχέσεις της Ταϊβάν με την Αμερική και οδήγησε στον διπλωματικό της εξοστρακισμό από τα Ηνωμένα Έθνη. Η αρχή της «Μίας Κίνας» που επέβαλε η Λαϊκή Δημοκρατία, και ακολουθεί με ελάχιστες εξαιρέσεις η διεθνής κοινότητα, σημαίνει ότι η Ταϊβάν παραμένει ένα «de facto» ανεξάρτητο κράτος, χωρίς επίσημη αναγνώριση.
Ωστόσο, είναι μία χώρα δημοκρατική, με ισχυρό κράτος δικαίου και ενεργή κοινωνία πολιτών, ακριβώς το αντίθετο από το δικτατορικό καθεστώς του Πεκίνου που καταπατάει καθημερινά πολιτικά και μειονοτικά δικαιώματα.
Οι αμυντικές εγγυήσεις των ΗΠΑ παρέμειναν ενεργές έως το 1980 όταν η κυβέρνηση Κάρτερ τις θυσίασε στον βωμό της εξομάλυνσης των σχέσεων με τη Λαϊκή Δημοκρατία.
Ακολούθησε μία διμερή συνθήκη συνεργασίας (the Taiwan Relations Act) η οποία καθιέρωνε τη «στρατηγική ασάφεια», καθώς ενώ δέσμευε τις ΗΠΑ για υλικοτεχνική βοήθεια προς την Ταϊβάν προκειμένου να αμυνθεί, άφηνε αβέβαιο το ενδεχόμενο στρατιωτικής επέμβασης των αμερικανικών δυνάμεων. Έκτοτε, η Ταϊβάν εξοπλίζεται με αμερικανικά οπλικά συστήματα και χαίρει της συνδρομής του 7ου αμερικανικού στόλου σε περιόδους έντασης με το Πεκίνο.
Το Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας από τις μεταρρυθμίσεις του Ντενγκ Σιαοπίνγκ και μετά, εγκατέλειψε τον μαρξισμό ως τον ιδεολογικό του πυρήνα και στράφηκε προς τον κινεζικό εθνικισμό ως βάση νομιμοποίησης. Ο κινεζικός εθνικισμός αντιμετωπίζει την επανένωση της «επαρχίας της Ταϊβάν» με την Κίνα ως το τελευταίο ανοιχτό κεφάλαιο του εμφυλίου αλλά και μία ιστορική υπόσχεση του Κόμματος προς το κινεζικό έθνος.
Στο πλαίσιο αυτό, το αμήχανο «Ναι» του προέδρου Μπάιντεν σε ερώτηση δημοσιογράφου «Είστε πρόθυμος να παρέμβετε στρατιωτικά στην Ταϊβάν εάν χρειαστεί», αποκτά ιδιαίτερη σημασία καθώς μπορεί να ερμηνευτεί ως εγκατάλειψη της στρατηγικής ασάφειας υπέρ μίας ξεκάθαρης προειδοποίησης προς το Πεκίνο. Προς αυτή την κατεύθυνση συνηγορεί και το γεγονός ότι είναι η τρίτη φορά μέσα σε ένα χρόνο που ο Αμερικανός πρόεδρος αναφέρεται σε αμυντικές δεσμεύσεις προς την Ταϊβάν.
Η δήλωση του Μπάιντεν ίσως σηματοδοτεί την απαρχή μίας νέας αρχιτεκτονικής ασφάλειας στην Ανατολική Ασία με πιθανούς άξονες την ενίσχυση του ρόλου της Ιαπωνίας στην άμυνα των δημοκρατιών της περιοχής, την εμβάθυνση των αμερικανικών στρατιωτικών εγγυήσεων και -ενδεχομένως- τη δημιουργία ενός συστήματος συλλογικής ασφάλειας.
Για μία τέτοια εξέλιξη θα ευθύνεται αποκλειστικά ο κινέζος πρόεδρος Σι Τζίνπινγκ. Την τελευταία δεκαετία, υπό την προεδρία του, το Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας έχει εγκαταλείψει το δόγμα του Ντενγκ Σιάοπινγκ για σύνεση και μετριοπάθεια στις διεθνείς σχέσεις της χώρας και έχει εντείνει την εθνικιστική και ξενοφοβική προπαγάνδα στην εκπαίδευση και στα ΜΜΕ η οποία παρουσιάζει τις ΗΠΑ και την Ιαπωνία ως τους αέναους εχθρούς του κινεζικού έθνους.
Παράλληλα έχει αυξήσει σημαντικά τις αμυντικές της δαπάνες, έχει στρατιωτικοποιήσει τη Νότια Σινική Θάλασσα, και επιδιώκει να ανατρέψει την ισορροπία δυνάμεων στην Ανατολική Ασία. Επίσης, ο Σι έχει ταχθεί ανοιχτά υπέρ της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία και ο κινεζικός τύπος ανακυκλώνει καθημερινά την προπαγάνδα του Κρεμλίνου.
Ο Ντενγκ Σιάοπινγκ, είχε προειδοποιήσει ότι η επιθετική συμπεριφορά της Κίνας θα δημιουργήσει συσπειρώσεις ισχυρών χωρών εναντίων της που μπορεί να ανακόψουν την οικονομική της ανάπτυξη. Δυστυχώς η Κίνα, ηγέτιδα χώρα του κινήματος των αδεσμεύτων και βασικός υπερασπιστής της αρχής της «μη επέμβασης» στα εσωτερικά τρίτων χωρών φαίνεται να εγκαταλείπει τη διπλωματική της παράδοση.
Φαίνεται ότι μέρα με τη μέρα επιβεβαιώνονται όσοι διαβλέπουν επιστροφή στην εποχή της ψυχρής αντιπαράθεσης των δημοκρατιών με τον απολυταρχισμό, ένα σενάριο στο οποίο είναι όλοι χαμένοι. Σε μία τέτοια περίπτωση, η εισβολή στην Ουκρανία ίσως μείνει στην Ιστορία ως η πρώτη θερμή σύγκρουση του νέου Ψυχρού Πολέμου και η Ταϊβάν η σύγκρουση που έπρεπε να αποφευχθεί με κάθε κόστος.
*Ο Κωνσταντίνος Τσιμώνης είναι Λέκτορας στις Κινεζικές Σπουδές στο King’s College London και επιστημονικός συνεργάτης του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων του Παντείου Πανεπιστημίου.