Ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ ακύρωσε χθες Τρίτη τη συνέντευξη Τύπου που προγραμμάτιζε να παραχωρήσει αύριο Πέμπτη 6η Ιανουαρίου, στην επέτειο της αιματηρής εισβολής οπαδών του στο ομοσπονδιακό Καπιτώλιο στην Ουάσινγκτον. Δεν εξηγεί με σαφήνεια γιατί αποφάσισε να ακυρώσει τη συνέντευξη Τύπου που επρόκειτο να παραχωρήσει στο πολυτελές οίκημά του στη Φλόριντα (νοτιοανατολικά).
Σε δελτίο Τύπου που δημοσιοποίησε, ο Τραμπ διαβεβαιώνει ότι θα καταπιαστεί με πολλά από τα ζητήματα που θα έθιγε σε δημόσια συγκέντρωση στην Αριζόνα το Σάββατο 15η Ιανουαρίου.
Εξεγείρεται για ακόμη μια φορά εναντίον της «απάτης», η οποία κατ’ αυτόν διαπράχθηκε στις προεδρικές εκλογές του 2020 που κέρδισε ο Τζο Μπάιντεν, χωρίς να έχει παρουσιάσει αποδεικτικά στοιχεία. Ο Ρεπουμπλικανός καταγγέλλει «το έγκλημα του αιώνα!» στις εκλογές του 2020, που ο Δημοκρατικός αντίπαλός του κέρδισε με διαφορά επτά εκατομμυρίων ψήφων.
Επιτίθεται εκ νέου στην «προκατειλημμένη και ανέντιμη» ειδική επιτροπή της Βουλής των Αντιπροσώπων η οποία ερευνά τον δικό του ρόλο και αυτόν των ανθρώπων του στενού του κύκλου στην επίθεση που τραυμάτισε την Αμερική.
Χιλιάδες οπαδοί του Τραμπ έκαναν έφοδο στο Καπιτώλιο την 6η Ιανουαρίου 2021, στη χειρότερη επίθεση εναντίον της έδρας του ομοσπονδιακού Κογκρέσου από τον πόλεμο του 1812. Πεισμένοι από τους ψευδείς ισχυρισμούς του Ρεπουμπλικάνου πως η ήττα του στις εκλογές του Νοεμβρίου του 2020 ήταν προϊόν νοθείας, προσπάθησαν να εμποδίσουν το αμερικανικό κοινοβούλιο να επικυρώσει τη νίκη του Τζο Μπάιντεν.
Ένας αστυνομικός υπέκυψε στα τραύματα που υπέστη στην επίθεση μια ημέρα αργότερα. Τέσσερις ακόμη, που φρουρούσαν το Καπιτώλιο, αυτοκτόνησαν. Περίπου 140 αστυνομικοί τραυματίστηκαν στα πολύωρα επεισόδια. Τέσσερις από τους εισβολείς σκοτώθηκαν. Πάνω από 700 άνθρωποι αντιμετωπίζουν ποινικές διώξεις.
Τα επεισόδια οδήγησαν στη δεύτερη παραπομπή του Ντόναλντ Τραμπ σε δίκη στη Γερουσία –απαλλάχθηκε– και σε αρκετές έρευνες.
Στην ανακοίνωσή του ο Ντόναλντ Τραμπ επιτίθεται σε στα μέσα ενημέρωσης των «Fake News», των «ψευδών ειδήσεων».
Η ανακοίνωση της συνέντευξης Τύπου, που θα γινόταν ταυτόχρονα με εκδήλωση μνήμης στην Ουάσινγκτον, εκλήφθηκε ως πρόκληση από πλευράς των επικριτών του πρώην προέδρου, ενώ φάνηκε να φέρνει επίσης σε αμηχανία στελέχη της παράταξής του.